Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

ΜΙΑ ΙΩΔΗΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ


ΜΙΑ ΙΩΔΗΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ
           
            Περπατώντας τους δρόμους της πόλης στην οποία βρέθηκε μόνος χρονιάρες μέρες, ξαναζούσε έντονα  ό,τι ως παιδί ένιωθε μπροστά στα έρημα τοπία που ήσαν φυλακισμένα σε γυάλινες σφαίρες, ακουμπισμένες σε τραπέζια αρχαίων σαλονιών, όπου  οι μόνοι θόρυβοι που άκουγες ήταν ο κούκος του ρολογιού και το σαράκι που πριόνιζε ένα ξύλο πεθαμένο. Όλα  τα τύλιγαν μυρωδιές μούχλας ανάκατης με λεμόνι ή βαριά αραβικά αρώματα. Όταν τις ανακινούσες τις σφαίρες αυτές, ένα χιόνι από ξεφτίδια έπεφτε απαλά και σκέπαζε μικροσκοπικά, έγκλειστα στο γυαλί σπίτια, δρόμους, θάλασσες καθώς και κάποιες φιγούρες που έμοιαζαν ανθρώπινες.
            Σου γεννιόνταν τότε  το αίσθημα της ύπαρξης μιας απόλυτης μόνωσης, μιας απομάκρυνσης, μιας ερήμωσης. Ένα μπούκωμα που  έφερνε δάκρια στα μάτια. Εννοούσες πλέον το θάνατο όχι σαν εκμηδένιση αλλά σαν πόνο σωματικό, σαν τη σταθερά οδυνηρή διαπίστωση μιας αφαίρεσης στο συμπαγές εγώ, τόσης ώστε  αυτό που, εν τέλει, απομένει να μπορεί από μόνο του να διαγνώσει την απώλεια. Αισθανόσουν ό,τι το αρχαίο ανδρόγυνο ένιωθε, την ώρα που το έσπρωχνε από τον Κήπο η πύρινη ρομφαία του Aοράτου-δεν άκουγε την αγαπημένη φωνή και το χωράφι μπροστά του πρόσφερε, ως μόνη αναψυχή, τον ίσκιο των ασφοδέλων.
            Ο ήλιος έδυε και στα ανοιχτά παράθυρα άναβαν ανθρώπινα μέλη, με κινήσεις αργές , τελετουργικές, δραματικές. Κινήσεις που αφηγούνταν ιστορίες για την εσαεί του λαμπρού και αθώου ανάληψη: Ένα γοτθικό σχολείο που σήκωσαν προς τους ουρανούς τα πετροχελίδονα, το λυπημένο μικρό πουλί που μπήκε από το φεγγίτη κι όταν έτρεξε με ψίχουλα εκείνο του ψιθύρισε "μα εγώ ήρθα εδώ για να πεθάνω", το αντίο των υγρών ματιών, οι στίχοι...
            Το μουστάκι σου μια τούφα από λινάρι,
            Μπαμπακένιε Σπήντι, απόψε κιτρινίζει.
            Γέρασες…Η άκρη, λέω, θα εγγίζει
            το ίδιο, οξειδωμένο, πένθιμο φεγγάρι.

            Θυμάσαι ….Κρεμούσε τα φιλιά της
            Στο σκοτάδι. «Για τα γενέθλιά σου
            Δώρο». Πρόσεξα την ουρά σου
            Κορδόνι μες την αγκαλιά της.

            Ναι, ίδια, Αδελφή μιας νύχτας πεθαμένης
            Η νύχτα που με βρίσκει να μιλώ
            Με σένα ποντικάκι μπιμπελό
            Πού ‘μαθες ν’ αγαπάς και να σωπαίνεις.
           
            ...που βιαστικά σημείωσε στο πίσω του πακέτου, στο βάθος ενός καφενείου, πριν τριάντα χρόνια.
            Μπήκε σ΄ ένα καφενείο. Άδειο. Όχι όπως στη δική του πόλη που τέτοια μέρα γεμίζουν τα τσιπουράδικα από ευλαβείς  που θέλουν το ψάρι τους αλάδωτο και τα εβίβα γίνονται προανάκρουσμα των  Εγκωμίων. Άδειο. Μόνο μια στυμμένη μεσόκοπη γυναίκα, που είχε στα πόδια της ένα καλάθι με αγριόχορτα, καθισμένη στο τελευταίο τραπέζι μιλούσε στο κενό:
            " Το βράδυ έκλεισα την πόρτα της κουζίνας:- Τουλάχιστον δεν θα περάσει στο δωμάτιο του ύπνου ,είπα στον άνδρα μου. Τα μεσάνυχτα πετάχτηκα πάνω από ένα δυνατό θόρυβο. Έτρεξα κι είδα τον πατέρα μου να το κυνηγάει προσπαθώντας να το χτυπήσει πάνω στο τραπέζι με την παλάμη- δεν μ΄ αφήνει να κοιμηθώ εδώ στον καναπέ σας κραύγαζε. Τότε η μικρή μου κόρη που είχε ξυπνήσει κι αυτή, τον  πλησίασε κοιτάζοντάς τον εκστατική και ξάπλωσε πλάι του. Την τράβηξα απότομα. -Πώς θα κοιμηθείς μ΄ ένα πεθαμένο, της  φώναξα. -Πεθαμένη είσαι εσύ, μου απάντησαν όλοι εν χορώ-δεν το κατάλαβες;".
             Ύστερα η γυναίκα κοίταξε προς το παράθυρο:Στο βάθος η κόκκινη  θάλασσα και στην άκρη της προκυμαίας ένας γενειοφόρος με μακριά καμπαρτίνα πετούσε στους γλάρους μικρά κομματάκια ψωμιού. Τα  έκοβε από μια φραντζολίτσα που είχε κάτω από τη μασχάλη. Απόψε θα διαβάσει δακρυσμένος τη "Γυναίκα της Ζάκυθος "κι ύστερα θα πεθάνει ακούγοντας τα «Νυχτερινά του Σοπέν», σκέφθηκε εκείνος, "τι κρίμα που δε θα προλάβει να αναπτύξει τη θεωρία της οποίας έχει μόνο τον τίτλο ή τον πρώτο στίχο- Η μόνη αληθινή μας Ιστορία είναι τα ονόματα".
            Πήρε το βορινό δρόμο, που από ότι θυμούνταν οδηγούσε προς το νεκροταφείο. Είχε πέσει πια η νύχτα και άπειρα μάτια νυμφών-πυγολαμπίδες ή αστέρια-κινούνταν ανάμεσα στα δέντρα. 'Οχι. Δεν ήσαν παρά οι φλογίτσες των πένθιμών κεριών, ο Επιτάφιος είχε βγει ανάμεσα στα μνήματα, έθιμο συνηθισμένο σε πολλούς τόπους. Ακολούθησε από κοντά το ιερό κουβούκλιο, το στολισμένο με πασχαλιές και κρίνα. Στην πρώτη στάση άκουσε τον ιερέα να, ως ο Αριμαθαίος, παρακαλεί:
            "Δος μοι τούτον τον ξένον,
Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
Ον Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ίνα κρύψω εν τάφω, ός ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη.
            Aιφνιδίως, οι άνθρωποι και τα μνήματα, οι φλόγες και ο Επιτάφιος ,μεγάλωσαν πάνω από το κεφάλι του- ένιωσε πως βούλιαζε στη γη.
             Πέρασε μια ζώνη απόλυτου σκότους και σιωπής.
            Ακούστηκαν από μακριά φωνές παιδιών.
Κι ύστερα όλα έγιναν φωτεινά.
Γιάννης Τσίγκρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου