Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

ΣΑΝ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙ ΠΑΣΧΑΛΙΑΣ

ΣΑΝ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙ ΠΑΣΧΑΛΙΑΣ

Ενίοτε
Σε μεταμεσονύχτια αγρυπνία-
Αγωνία
Με κυριεύει, μια παρόμοια της αμφιθυμίας του Βερσίλοβ

Κι επειδή εκείνη την ώρα
Συνήθως
Δεν μπορώ
Να την -κατά τη συνήθειά μου-καταγράψω
Την πλάθω στα χέρια μου
Σαν κουλουράκι πασχαλιάς.

ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ





                         ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ




“ Το βλέπεις αυτό το σημάδι στο χέρι; Το’ χω από παιδί. Θυμάμαι μέχρι και σήμερα πώς το απέκτησα. Έτρεχα ένα βράδυ μαζί με τα άλλα παιδιά  προς το φράχτη της Πατράκαινας, ένα μισοσκότεινο τοίχο, τυλιγμένο με γιασεμί. Βιαστική όπως πάντα, σκόνταψα κι έπεσα. Πρέπει να σκίστηκα από πέτρα γιατί ένιωσα ένα κάψιμο κι είδα στο σημείο που χτύπησα ένα  σημάδι, άσπρο σα πικραμύγδαλο στην αρχή που πήρε στη συνέχεια το σχήμα και το χρώμα του λειριού της  Παγώνας, της αγαπημένης κότας της μάνας μου.
 Παράξενο που το παρατήρησα αυτό και το είπα στην παρέα μου, λίγο πριν με πάρουν τα αίματα και βάλω τα κλάματα.
Είχε τρέλα με  αυτή την Παγώνα η κυρά Χρυσάνθη.  Όταν άρχιζε ο συναγερμός να σφυρίζει στο Βόλο ή το καμπανάκι να χτυπάει στον Άη Ταξιάρχη,  κι ενώ ο πατέρας έπαιρνε υπό μάλης τα ψειριασμένα μας χράμια  κι ανέβαζε στο σβέρκο του εμένα, πεντάχρονη τότε, για να τρέξει βιαστικά, όπως όλοι οι συγχωριανοί μας , να σκαρφαλώσει τον ανήφορο για το Τρανό Ίσιωμα, το ασφαλές από τα κανόνια των πλοίων του λιμανιού ή από τους μηχανοκίνητους, στον αμαξωτό δρόμο, Γερμανούς, τότε  εκείνη χώνονταν στις πυκνοφυτεμένες  φασολιές  “πουλ, πουλ, πουλ”, φωνάζοντας, “πού είσαι μωρή Παγώνα  και θα μας προλάβουν”. Και ήταν ικανή θανάσιμα να καθυστερήσει περιμένοντας τη στιγμή που η κότα θα πηδούσε στον ώμο της και θα κούρνιαζε εκεί. Τότε μόνο κατέβαινε τις σκάλες κι έμπαινε στο τέλος της ουράς των ανθρώπων που έτρεχαν.
Ο πατέρας λαχάνιαζε από το άσθμα που τον ταλαιπωρούσε από παιδί κι από το, ελάχιστο, βάρος μου, λαχάνιαζε ανεβαίνοντας και βλαστημώντας την τύχη του “δε φτάνουν όλα τα άλλα, έχω κι αυτή τη μουρλή, τρέξε Γιωργάκη μου μπροστά” έλεγε  στον αδελφό  μου, “μια φωλιά της Παγώνας να εξασφαλίσεις πρώτα”  σάρκαζε, κι ο Γιώργος που καταλάβαινε τι ήθελε να πει, έτρεχε να πιάσει κάποια σπηλιά  στην καλύτερη περίπτωση ή κάποιο  απάγκιο, στη ρίζα  βράχου- ο τόπος ήταν γεμάτος από τεράστιες πέτρες κι από καλύβες φιλόξενων βοσκών που τάιζαν, πρώτα εμάς τα παιδιά, κι αν περίσσευε και τους μεγάλους, με αχνιστό, φρέσκο ψωμί κι ίσως και γάλα.
Μέναμε λίγες μέρες εκεί, για μας  ήταν ο Παράδεισος, κι ύστερα κατεβαίναμε στο χωριό μετρώντας, τις περισσότερες φορές, ερείπια κι αποκαΐδια. Θάβαμε τους νεκρούς, γέρους συνήθως που δεν μπόρεσαν να μας ακολουθήσουν, επιδιορθώναμε πρόχειρα τις  ζημιές, κάναμε την παράκληση της Παναγιάς μας, στον Άϊ Νικόλα, οι περισσότεροι όλη την ώρα γονατιστοί  - ήταν το μόνο τάμα που μπορούσαμε να εκπληρώσουμε.
Τα παιδιά ξαναβρίσκαμε τη γειτονιά, τα κολοκύθια που είχαμε για κούκλες εμείς τα κορίτσια και τα καλάμια άλογά τους τα αγόρια. Αρχίζαμε και πάλι το “καράβωμα”, το δημοφιλέστερο παιγνίδι τόπων βουνίσιων με πολλά νερά, όπως ο δικός μας. Ρίχναμε στο αυλάκι  που κατέβαζε το νερό στα κτήματα μεγάλα κομμάτια από φλούδες δέντρων, ξυλάκια, σκληρά φύλα και, τρέχοντας πλάι στο αυλάκι, τα παρακολουθούσαμε να κατεβαίνουν, στα μάτια μας τεράστια ποταμόπλοια, άλλα ξεπερνώντας τα εμπόδια κι άλλα σταματώντας λίγο πιο κάτω.
Το απόγευμα ακούγαμε τη μπάντα των ιταλών να κατεβαίνει προς τον Άη Ταξιάρχη. “Ο σασά και τριαλό”,  τραγουδούσαν και μπροστά τους, πριν κι απ το μαέστρο, πήγαινε ένας μικρόσωμος ανθρωπάκος, ο Ντούλιας. Έκανε, όπως πάντα, κωμικές, άναρχες κινήσεις, διευθύνοντας δήθεν, κινήσεις που έφερναν το γέλιο σε όσους παρακολουθούσαν.  
Όταν έπεφτε το βράδυ, τρέχαμε να κρυφακούσουμε την Πατράκαινα.
 Ήταν μια μεσόκοπη γυναικούλα που βλέπαμε κάθε πρωί να περνάει, μαυροντυμένη πάντα, να πηγαίνει στους μπακάληδες του χωριού που μοίραζαν με το δελτίο αλεύρι, λάδι κι όσπρια. Όταν νύχτωνε κάθονταν στην αυλή της, χωρίς να της περνάει από το μυαλό ότι κάποιοι την παρακολουθούσαν.
Με το αυτί κολλημένο στις πέτρες οι  μικρότεροι, ζητούσαμε από τους μεγαλύτερους και τολμηρότερους που σκαρφάλωναν στον τοίχο, να μας περιγράφουν και το τι βλέπουν, έτσι για να έχουμε μια πλήρη σκηνή- εικόνα και λόγο.
Η γυναίκα λοιπόν, τραβούσε στην αυλή δυο καρέκλες και τις έβαζε γύρω από το ξύλινο τραπεζάκι, πλάι στη μεγάλη κερασιά. Τοποθετούσε δυο πιάτα, τις περισσότερες φορές άδεια, και κάθονταν.
“Δημητράκη, φάε το ψάρι σου”, έλεγε κοιτώντας  προς την άδεια καρέκλα.
“ Χόρτασα, Χαρίκλεια, σε ευχαριστώ”, απαντούσε στον εαυτό της με μια βραχνή φωνή.
“Μήπως κρυώνεις; Να σου φέρω το κασκόλ;”
“ Όχι, γυναίκα” συνέχιζε, πάλι με αντρική φωνή, “μείνε λίγο ακόμη, σε λίγο θα γεμίσουν πυγολαμπίδες τα μαλλιά σου”.
Κι όλοι, σιγά μη μας ακούσει, γελούσαμε, γιατί ξέραμε ότι ο Δημητράκης ήταν θαμμένος στη ρίζα της κερασιάς, κομμένος στα δυο, από γερμανική οβίδα”.