Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ


ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ
Τα ημιτελή-και γι' αυτό κάπως παραπονεμένα-ποιήματά μας,υπήρξαν
κάποτε υγρές πεταλούδες, στα λιβάδια  που μας ανέψυξαν παιδιά.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΟΜΗΤΩΝ

ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΟΜΗΤΩΝ

Στην εποχή των κομητών και των αεροστάτων-Μάη, περίπου δειλινό και
κραμβόοσμο- η όποια αόρατη λυσίκομη,αγνοούσε τα κοιμισμένα πουλιά και
κραύγαζε: Τον αχερώνα-είναι ό,τι μας απέμεινε.Δεν την ακούγαμε.Η μόνη,
άλλωστε, άλως του φεγγαριού δεν ήσαν τα κρυμμένα χέρια της, ούτε η
αδιέξοδη κραυγή της. Αν και, φανερά, τα χρόνια μας καίγονταν, δεν
παρατηρούσαμε
Παρά
Μια
Κόκκινη
Σε γόνατο
Ανταύγεια
Γιάννης Τσίγκρας

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

ΛΕΠΙΔΟΠΤΕΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΓΚΙΣΕ



ΛΕΠΙΔΟΠΤΕΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΓΚΙΣΕ


-Ένας πελώριος, κυρτός γέρος, με γένι εαρινό σύννεφο και μια πλαστική παιδική κιθάρα κρεμασμένη στον ώμο, κάθισε στο σιδερένιο τραπεζάκι έξω από το περίπτερο. -Δυο παγωτά σοκολάτα, παράγγειλε. Κι άνοιξε, με τα ολόγερα δόντια του, ένα μπουκάλι ρετσίνα. Έκανε το σταυρό του και - ήταν γαλάζια τα μάτια της, ήταν όμορφη, πρόφερε: Ό,τι άκουγα καθημερινά από αυτόν την ίδια πάντα ώρα, στο ίδιο σημείο, συνοδευτικό του ίδιου πάντα σχήματος.

-To περίπτερο της οδού Αθηνών υπήρξε για μένα, και για τα χρόνια από το ‘65 έως το ‘87, το σχεδιαστήριο του τόπου, των ανθρώπων αλλά και του χρόνου που τα πάντα αλλοίωνε. Δεκάδες ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια αλλά και ρεπορτάζ για τα περιοδικά στα οποία ταυτόχρονα εργαζόμουν, γράφτηκαν πάνω σε χαρτόκουτα τσιγάρων, σε στάσεις άβολες, πότε στο γκισέ, πότε ακουμπώντας σε μπροστινά ράφια, πότε στο γόνατο, τα καλοκαίρια στο σιδεροτράπεζο.
    Στα χαρτονάκια αυτά χώρεσαν σκίτσα προσώπων με μια κυμαινόμενη έλλειψη αριστερά στο στήθος, έλλειψη που σήμαινε, μάλλον αμήχανα αποτύπωνε, την απουσία νοήματος υπαρκτικού. Χώρεσαν δίπλα σε απλές μεγάλες συνθέσεις, όπως εκείνες των εκδρομέων της Καθαρής Δευτέρας ή της Πρωτομαγιάς, όταν γειτονιές ολόκληρες πάνω σε μακρύκαρα διέσχιζαν τον, τότε μονόδρομο, τραγουδώντας τον «Χαραλάμπη» ή το «Στρώσε το στρώμα σου για δύο», περνούσαν πλάι σε γλάρους που διέγραφαν χαμηλούς κύκλους με κέντρα, ένθεν κι ένθεν του δρόμου, δέσμες βούρλων και θυσάνους καλαμιών.

-Εκτός από τον γέρο μας επισκέπτονταν κι άλλοι, τυλιγμένοι την υπέρτατη μουσική: Ο νεαρός με την τεράστια μύτη που δίδασκε, χειρονομώντας, τ’ αστέρια, ή Σαλοκατίνα, η ρακοφόρος και ρακοσυλλέκτρια που παρουσίαζε τα γεροντόπαχά της ως βασιλόπαιδος κύηση – ο Παύλος με αγκάστρωσε όταν πέταξε πάνω μου με το ελικόπτερο. Ή κάποιος άλλος που κυνηγούσε τον ίσκιο των τηλεγραφόξυλων για να ζυγιστεί σε πλάστιγγα και να υπολογίσει μ’ αυτό τον τρόπο την ηλικία του.

-Να ανοίξουμε παρένθεση εδώ: Υφίσταται ένα πρόβλημα στη γραφή, κεφαλαιώδες για όσους δεν στηρίζουν στον αέρα ένα κείμενό τους. Το έχουν όσοι από άγνοια ή φόβο παζαρεύουν τη νομιμότητα της μυθοπλασίας. Ο Παπαδιαμάντης, για παράδειγμα, αντιμετώπισε την οργή φιλικού του ζευγαριού, όταν, σε πασχαλινό του διήγημα, "σκότωσε" το ροδομάγουλο κοριτσάκι τους, την Κούλα.
Το όνομα-καθαρή φωτογραφία αποτελεί  την κατά τον ποιητή «πέτρα» (βεβαιότητα) η οποία πρέπει να αρθεί. Εντούτοις και το «νερό» που υπάρχει απο κάτω (ασάφεια, πολυσημαντότητα) δεν προσφέρει κατ’ ανάγκη σιγουριά. Δεν είναι οι λογοτεχνικοί ήρωες που ζητούν να ‘χουν άποψη στην Ποίηση – θέμα ακραίο με το οποίο καταπιάνεται ο Μιγκέλ Ουναμούνο  - στην Τέχνη που τους γεννά και τους συνέχει. Αυτοί κρύβονται μέσα στο ίχνος που – όπως ο Χρόνος – αφήνουν. Πραγματικός εχθρός του Ποιητή, για να θυμηθούμε τον Γιώργο Χειμωνά, είναι ο ενεδρεύων αναγνώστης. Πότε σου ζητάει την, έτσι κι αλλιώς αλλότρια της Λογοτεχνίας, ιστορική πιστότητα, πότε φοβάται μη γίνει ο ίδιος ή οι δικοί του το πιόνι στη σκακιέρα της Τέχνης.

-Περνούσαν κι ο Κώστας ο Μαμουνατζής κι ο Τσιγκιτσάγκας, αγόραζαν καπνό-για το περιτύλιγμα μόνο. Ο Τσιγκιτσάγκας κλείδωνε, στην κλαίουσα του πεζοδρομίου, το ποδήλατο με το μισό τιμόνι κι ύστερα χάνονταν στις σπηλιές της κοντινής μαγούλας Παλατάκι, τις σπηλιές με την αιγορίγανη και τις αγριοσυκιές. Ο γερο Τσιγκιτσάγκας, με τις ματωμένες προθέσεις  είχε τις φόδρες του γεμάτες μαύρη.
Περνούσαν – λίγο ατμώδεις – πίσω απ’ τους μικρούς άσπρους λόφους.
 Σε λίγο θα έφθανε σε μας η οσμή της υπέρτατης ευτυχίας τους.
Όταν λιγόστευαν απότομα τα σάμαλι «Χατζή» καταλάβαινα ότι κάπου κοντά είχε αγκυροβολήσει βαπόρι από την Περσία.

-Μπορούμε αυθαίρετα να τοποθετήσουμε, ακριβώς απέναντι από το περίπτερο, το εκκλησάκι που λευκάζει στα πρωινά μας ενύπνια. Από μέσα ακούγεται ένα αιθέριο χερουβικό. Πότε-πότε ανοίγει η γαλάζια πορτούλα με το γλυπτό σταυρό και εμφανίζεται ανήσυχος ο δορυφόρος Άγιος Μερκούριος.

-Από τους εργάτες των γειτονικών σφαγείων ξεχώριζε η Αντριάννα. Ο μόνος σφάχτης τραβεστί που γνώρισα. Με φόρεμα μαύρο, αξύριστα πόδια, γαλότσες κι ένα κότσο πάνω από μια μεγαλειώδη φαλάκρα. Επιπλέον  κωφάλαλος. Δεν απαντούσε στα πιτσιρίκια που έτρεχαν πίσω του, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του. Καθημερινά έπλενε γαρδούμπες στο ποταμάκι πλάι στα σφαγεία. Τάιζε μεγάλα λαβράκια και κέφαλους. Από το περίπτερο, με μιαν υπέροχη παντομίμα κίνησης των μασητήρων, αγόραζε μαστίχα Χίου και σοκολάτες. Τις Κυριακές στην εκκλησία, ανέβαινε στο γυναικωνίτη με λυμένα τα μαλλιά- έπιαναν το πίσω μέρος του κεφαλιού. Στη μέση πάντα φαλάκρα. Φορούσε ταγιεράκι μοβ και τακούνια στιλέτο. Έπαιρνε το αντίδωρο  και έσκυβε ταπεινά σε υπόκλιση,σε άντρες και γυναίκες. Με κάποιες από τις τελευταίες είχε αποκτήσει υποτυπώδεις κοινωνικές σχέσεις. Αντάλλασσαν συνταγές για ραβανί ή, μ’ ένα α-πα-πα-χαμτ τους έδινε πλέξεις για ωραία κασκόλ και με ένα ε-κι-μπι-σα το κοκορέτσι για να πετύχει ,υποστήριζε, θέλει αργό ψήσιμο.


            -Μία μικρή μου ιστορία  με ήρωα τον Κώστα τον Μαμουνατζή  δημοσιεύτηκε κάποτε σε τοπική εφημερίδα. Σε μία, περίπου επινοημένη , ερωτική ιστορία ( ο Κώστας είχε ερωτευθεί μια κονσοματρίς που για τις ανάγκες του διηγήματος, την έκανα τραγουδίστρια) είχα παρουσιάσει μιαν εξαίσια αυτοκτονία του. Παρόλο που του άλλαξα το όνομα, ο τρόπος του εγχειρήματος  τον έκανε να υποπτευθεί ότι αυτός ήταν που έδρασε στο πόνημά μου . Ο ήρωας μου έπλεε με μπλε κουστούμι  και γραβάτα, άπνους έπλεε στα αβαθή. Είχε, λέει, προσπαθήσει να καρφώσει μιαν, άχρηστή του πλέον, ανθοδέσμη,  με τον τρόπο που κάρφωνε το θυμαροκλώναρο στο βυθό για να πιάσει  γαριδούλες και ψαράκια. Πίστευα ότι ούτε να διαβάσει ήξερε. Ήλθε εν τούτοις  ένα πρωί, μ’ ένα άσπρο λουλούδι πικροδάφνης, όπως πάντα, στο αυτί, ήλθε και μου κλάφτηκε «με ποια μούτρα θα κυκλοφορήσω τώρα » και «γιατί μου το έκανες αυτό;».Ψέλλισα «τι ακριβώς» και ξέσπασε « γιατί να γράψεις ότι είμαι ποντικομούρης (το έγραψα αυτό ), δεν μπορούσες να γράψεις για κάποιον άσχημο νέο με καλή καρδιά;».
 Αυτό τον πείραξε.
            Τον ξαναβρήκα μετά από δώδεκα χρόνια. Είχα αφήσει πλέον το περίπτερο. Καλοκαιρινό μεσημέρι ήταν και ο Κώστας σκοτεινός, κακοντυμένος ,χωρίς το λουλούδι στ’ αυτί, με χαιρέτησε με σφιγμένα χείλη. Οι πρώτες του λέξεις ήταν «θ’ αυτοκτονήσω ». Επανέλαβε δυο και τρεις, σαν κολλημένο πικάπ. Κάποια φωνή, μου εξήγησε, του το ζητούσε  επίμονα. Τρελάθηκα. Νόμιζα ότι σχεδίασα τη ζωή του. Το σύνδρομο του θεού. Τον παρηγόρησα. Τον μετέφερα στο Μετόχι του Φλαμουρίου, ο γέροντας Συμεών του διάβασε τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου .Του έδωσε ευλογία ένα κίτρινο κομποσχοίνι. Έφυγε και δεν δέχτηκε να εξομολογηθεί. «Δεν έχω κάνει τίποτε εγώ, άλλοι φταίνε» φώναξε.
            Χαθήκαμε για ένα διάστημα. Προσπάθησα να ηρεμήσω.
Κάποιο πρωί είδα πρωτοσέλιδο το άψυχο σώμα του, ένα παραμορφωτικό σκέπαζε την τελευταία, μελανή του γκριμάτσα.
            Μετά την  εξόδιο  ακολουθία, έμαθα, οι μαμουνατζήδες πέρασαν πρώτα απ’ το περίπτερο και ύστερα χάθηκαν στις σπηλιές της μαγούλας Παλατάκι.
           
-Κάπου εκεί βρίσκεται ο αναγνώστης , αγαπημένος εχθρός, και μου ζητάει επίμονα να πυκνώνω, κυρίως να  μην αποκαλύπτω:
Ένα alarm αυτοκινήτου
Ξύπνησε στις πέντε το πρωί
Συν τοις άλλοις
Και τους πεφιλημένους μας νεκρούς.
Κι άναψαν αιφνιδίως
Ο κυρ Γιώργης ο Σπανός με τα κίτρινα μουστάκια
Ο άγιος Χόντος, η κόρη του
Η Αρετή, που στόλιζε χριστουγεννιάτικα αλμυρίθια
Κι ο εγγονός του ο Αχιλλεύς, ο ένδοξος σφενδονιστής.

Ξύπνησε και μια παγωνιά
Γεμάτη καρδερίνες  και κάλαντα.
Ο Αράπης
Μ’ ένα κουπί φυτρωμένο στον ώμο
Να εμποδίζει τα φτερά

Κάηκαν τα μανουάλια δεκαπέντε εξωκλησιών
Στη σκόνη του σιδεροτράπεζου
Ο Λευτέρης ο Μουντανιώτης
Σχεδίασε τον φόνο της άπιστης
Γιάννης Τσίγκρας

ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΥΒ


ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΥΒ


«Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά» τσίριξε η γιαγιά «να αφήσεις το ρολόι στη θέση του».Και μόνον εμείς δεν νιώσαμε ευρωπαίοι το κυριακάτικο εκείνο πρωί των αρχών της δεκαετίας του 70- οι δείκτες του στρογγυλού μισοσκουριασμένου ξυπνητηριού, που σαν διάνος  μπροστά στο μαχαίρι μας κοίταζε, παρέμειναν στη θέση τους και η ώρα δηλώνονταν συνήθως με το επίθεμα « όπως και παλιά» ή, μπροστά σε ξένους, με την διασάφηση  «με την παλιά την ώρα».
Βέβαια, ξένους δεν πολυδεχόμασταν στο δωματιάκι της οδού Σόλωνος. Κάποιοι παλιοί συμμαθητές από εκείνους που συναντούσα τα πρωινά, τους έβλεπα να ανεβαίνουν πλάι μου στο ανθρώπινο ποτάμι της Πανεπιστημίου και τους φώναζα με το επίθετό τους, όσο κι αν μου ήσαν κάποτε αγαπημένοι- στο μικρό όνομα θα γύριζαν δεκάδες από τους οδοιπόρους του πρωινού. Σπανίως, γείτονες της γενέτειρας. Αυτοί ήσαν οι πλέον διαχυτικοί. Ζητούσαν  την αναψυχή της πατρίδας σε κάθε αναφορά κοινής μνήμης, σε κάθε λέξη που είχε ακουστεί  κι αλλού.
Η  γιαγιά, όταν φεύγαμε, εγώ για τη Σχολή και η Ρούλα για το Γυμνάσιο, ανέβαινε τη σκαλίτσα με το κοπανέλι στο χέρι κι έβγαινε στο στενό πεζοδρόμιο. Περισσότερο από τη δαντέλα την ενδιέφερε ο έπαινος των περαστικών. Έβρισκε αφορμή τότε να  μιλήσει για το όμορφο Πήλιο με τα φιρίκια και τα κρύα τα νερά- κυρίως κουβέντιαζε με ασφαλίτες που κουράζονταν να παρακολουθούν την απέναντι Νομική.
 Κάποτε, ένα μικρό γαλάζιο πουλί στάθηκε στην άκρη του σκαλοπατιού της  εισόδου. Η γιαγιά εξακολούθησε για μεγάλο διάστημα να πιστεύει ότι ήταν η ψυχή του παππού η οποία ήρθε ανάμεσα σε αυτοκίνητα, κορναρίσματα, φωνές  παιδιών από την αυλή του απέναντι Πνευματικού Κέντρου, ψαλμωδίες που έρχονταν από το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, ήρθε για να μιλήσει μαζί της: «Γιατί, μωρέ Γιαννάκο» του είπε με παράπονο «γιατί έφυγες και με άφησες μόνη, να’μαι τόσο μακριά από το χωριό, το τσαγγαριό σου, τις κατσικούλες μου και την Αποκρίτσα, μακριά από τον κήπο, τον Αηνικόλα και τον παπαΜαραθά, τον άγιο άνθρωπο…». Παράπονο βουκολικό, σαν εκείνο του ποιητή που μιλούσε στο σταυραητό  τα βουνά και τα ρουμάνια του τόπου του.
Εκείνο τον καιρό ταυτόχρονα με τις σπουδές έπιασα και δουλειά στο γραφείο του κ. Τριάντη. Ένας ψιλόλιγνος γέροντας που , ολομόναχος, με τις αναμνήσεις μιας κόρης που χάθηκε  στα δεκαεπτά της, ζούσε σε ένα παλιό διώροφο του Κολωνού με αυλή που σκίαζαν ροδόκορφα  ενδημικά βρωμόδεντρα. Δεν έκανα και τίποτε σπουδαίο. Tου διάβαζα τις εφημερίδες της ημέρας, ήμουν επίσης υποχρεωμένος να ακούω τις αναμνήσεις του και τους δεκάδες δίσκους όπερας που ήταν η μεγάλη του αδυναμία. Του διάβαζα για τον αδόκητο θάνατο του νεαρού Ωνάση- η εφημερίδα είχε εκείνες τις πανάθλιες φωτογραφίες τσίγκου από το κατεστραμμένο αεροπλάνο του. Κι ακόμη για την εκτέλεση του Λυμπέρη, του παιδοκτόνου ή για την πτώση του Αλλιέντε.
Πηγαίνοντας το πρωί στη δουλειά μου άκουγα από τις ανοιχτές πόρτες των οίκων ανοχής τις καθαρίστριες να τραγουδούν « μου τηλεφωνήσαν και μου είπανε…», ενώ τα μεσημέρια που σχολούσα μπερδευόμουν σε μικρούς στροβίλους από πέταλα ακακίας και σπουργίτια που άναρχα κι ερωτευμένα πετούσαν ανάμεσα στα πόδια μου. Από το παράθυρο έβλεπα παιδιά να χαράσσουν σε καπό αυτοκινήτων τον ακριβό λόγο  «θέλω πλύσιμο» κι ύστερα να χάνονται κάτω απ΄ τις αραβικές ακακίες, πίσω από τα γιασεμιά.
Τα απογεύματα, με τον απόηχο του τάκα-τάκα, του παιγνιδιού με τα δυο  συγκρουόμενα σφαιρίδια, μύριζαν σουβλάκι με γιασεμί, ενώ στα παράθυρα έγερναν γυναίκες και έφηβοι με   άδειο βλέμμα. Οι νεαροί στους δρόμους γάβγιζαν το μικρό όνομα ενός αστέρα των γηπέδων, του Ύβ Τριαντάφυλλου.
« Αν τα καταγράψεις όλα αυτά κι όσα ακόμη σου συμβούν όσο να φτάσεις την  ηλικία μου- και σου εύχομαι να φτάσεις- θα έχεις ζήσει όχι μία αλλά πέντε ζωές» μούλεγε ο κύριος Τριάντης όταν  τον έκανα κοινωνό των ταπεινών αυτών εμπειριών μου.
Στη βιβλιοθήκη του υπήρχε ολόκληρο το έργο του  Νίτσε και φαντάζομαι ότι στον Ζαρατούστρα είχε διαβάσει και είχε αποδεχτεί πλήρως τη θεωρία της «Αιώνιας Επιστροφής».
Υπήρχε μια πανάρχαια γραφομηχανή στο γραφείο του και, μαθαίνοντας, έγραψα ένα μικρό διήγημα:
Ήταν η περιγραφή μιας βόλτας στο Λυκαβηττό ενός δημοσίου υπαλλήλου, από αυτούς που γνώρισα μέσα από τα βιβλία του Κάφκα ή του Γκόγκολ. Καταπιεσμένος, όλη την ημέρα καταχωνιασμένος σε ένα ανήλιο γραφείο, το μόνο που ακούει είναι το χτύπημα της γραφομηχανής. Κάποιο πρωί επαναστατεί και, αντί να στρίψει προς την πολύβουη πόλη, σκαρφαλώνει στο λόφο.
Παράξενα, γιατί του ήσαν άγνωστα, πουλιά πετούν ανάμεσα στις πευκοβελόνες.   Κεντημένες στα δέντρα καρδιές υπαινίσσονται ιστορίες με τέλος. Παίρνει το πλάγιο μονοπάτι. Κοτσύφια του σφυρίζουν κι ο αντίλαλος του σφυρίγματος χαράζει την πρωινή σιωπή. Σε  πλέγμα- σαγήνη που κρατάει το γαλάζιο του Θεού. Οι φωνές των ανθρώπων δεν ακούγονται πια, μόνον ένας μακρινός βόμβος, σαν βογκητό  διαρκές –η πολιτεία που πεθαίνει, σκέφτεται ο ήρωάς μας
Και πράγματι πέθανε η πολιτεία για εκείνον. Ανύπαρκτο το γραφείο με τους συναδέλφους που, πριν για ένα εφτάωρο σκύψουν στα χαρτιά τους πίνοντας τον καφέ τους, μετρούν το τί και το πώς των απόντων-και πάντα στο ίδιο αστείο καταλήγουν: «Μη το λέτε κουτσομπολιό- κοινωνική κριτική είναι».
Η δειλινή πολιτεία έμοιαζε να αχνίζει, ένα ιώδες ονείρου γίνονταν όλα.

Ξαφνικά ακούστηκε ένα τακ και μια ποιητική εικόνα που ταξίδευε στο μυαλό του ήρωά μας  (το κορίτσι με τον ανανά στο κεφάλι να διασχίζει μια σκοτεινή γειτονιά ενώ ακούγεται βόμβος ελικοπτέρου) εξαφανίζεται.
Τα πράγματα παύουν να έχουν την παλαιά τους ενάργεια, μπερδεύονται, χάνονται. Δεύτερο τακ, τώρα το καταλαβαίνει είναι ο ήχος της γραφομηχανής και ακολουθεί τρίτο Απανωτά χτυπήματα λες και βρίσκεται στο γραφείο.
Ο ήρωάς μας στρίβει κι αρχίζει να κατεβαίνει  τρέχοντας το γλιστερό από τις πευκοβελόνες μονοπάτι.  Σε ελάχιστο χρόνο βρίσκεται στην πόλη.
Οι υπέροχες πολυκατοικίες της τον κυκλώνουν, θαυμάσιοι κουρδισμένοι άνθρωποι τρέχουν σαν κι αυτόν στους δρόμους. Έχει πλέον καθησυχάσει.
Είναι σχεδόν  ευτυχισμένος.

Αυτό ήταν το πρώτο  μου διήγημα. Το έστειλα μαζί με ένα δειλό σημείωμα στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ του Πέτρου Χάρη. Μου απάντησαν με εκείνες τις  μικρές φράσεις που τύλιγαν τα συγκοπτόμενα ονόματα:«Αξιόλογο, το κρατούμε».

Πέρασαν έκτοτε 32 χρόνια. Άλλαξαν τα πάντα σε μένα και στον κόσμο .Ξέχασα, φυσικά, και κείμενο και περιοδικό.
 Προχτές μόνο, ψάχνοντας στο GOOGLE με τον  γνωστό ναρκισικό τρόπο- τι να λέει για μένα άραγε, ας ψάξω στο όνομά μου;- βρήκα την αναφορά εκείνη στο αγοραφοβικό alter ego μου, σκαναρισμένη σε σελίδα του περιοδικού.
Μάιος του 1971 έγραφε.
Γιάννης Τσίγκρας

ΦΟΥΓΚΑ;



ΦΟΥΓΚΑ;

1.      Το ερώτημα του Κωνστάντιους Κωνστάντιους – όνομα για μια προσωπίδα απ’ τις σχισμές της οποίας διέκρινες σε μιαν αεικίνητη στατικότητα τα ουράνια μάτια του Σαίρεν Κίκεργκωρ – υπήρξε αγωνιώδες:  Υφίσταται η επανάληψη; Η Στιγμή χωράει στο πάλι και πάλι του ταχυδράματος; Είναι ο προσωπικός μας χρόνος κυκλικός; Πέρα απ’ το μετά υπάρχει το νέο, το καινό, το ίδιο ή το κενό – η μαύρη τρύπα, τόπος μιας αέναης διερεύνησης; Μήπως μόνον η ερώτηση για την επανάληψη επαναλαμβάνεται;

2.      Κάτω απ’ την ανθισμένη κερασιά άσπριζαν τα οστά του άντρα της – μια οβίδα απ’ το λιμάνι προς το βουνό τον είχε κόψει στη μέση, πριν τρία χρόνια. Η Πατράκαινα έστρωνε το τραπέζι για το δείπνο. Τοποθετούσε τελετουργικά τα πιάτα κάτω από τη λάμπα της ασετιλίνης. Πάνω στο άσπρο τραπεζομάντιλο έπεφταν νυχτοπεταλούδες. Μακριά, στις στροφές, ακούγονταν ιταλικά μαρς από τη χορωδία: «Ο, σασά κε τριαλό». Η γυναίκα τράβηξε την καρέκλα της κοιτάζοντας προς τη ρίζα της κερασιάς:
    «Φάε, Δημητράκη, πρώτος» λέει κι απαντάει βραχνά στον εαυτό της:
      «Δεν πεινάω, γυναίκα». Σηκώνοντας το πιρούνι κι αλλάζοντας τη φωνή της πάλι μιλάει.
    «Ωραία βραδιά απόψε, άντρα μου». Ο διάλογος συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο.
      «Ναι, όμορφα, γυναίκα. Τα μαλλιά σου γέμισαν αστέρια».
Στη βάση του αρχαίου μαντρότοιχου ο μικρός Τσιγκιτσάγκας ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Γιάννης Τσίγκρας

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ



ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ


Ο τρελός που δραπέτευσε από το διήγημα «Λεπιδοπτερολόγος του γκισέ» πάτησε σε έναν ίσκιο φανοστάτη κραυγάζοντας «Το επόμενο βήμα μου εισάγει στην Άνοιξη».
Γιάννης Τσίγκρας

ΤΟ ΣΙΔΕΡΟ Ή ΤΟ ΛΙΚΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ



ΤΟ ΣΙΔΕΡΟ Ή ΤΟ ΛΙΚΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Στη μέση περίπου του μαντρότοιχου κατά μήκος του χωματόδρομου που σήμερα ονομάζεται οδός Νεαπόλεως, διαθέτει σήμανση και η κίνηση της έχει προλάβει να προξενήσει κανα- δυό θανατηφόρα με Αλβανούς, οι οποίοι διέσχισαν μίλια για να μάθουν ότι τα ποδήλατα σταματούν σε προσκρούσεις με φορτηγά, στη μέση λοιπόν του τοίχου υπήρχε κάθετος  ένας μικρός κλειστός σωλήνας.
Ίσως να ήταν παλαιού τύπου πυροσβεστικός κρουνός, ίσως να τον τοποθέτησαν παλαιότερα για να περνούν τα νερά των ψυγείων Μουστακαλή, έξω από τον περίβολο. Τότε δεν υπήρχαν υπόνομοι, τώρα που το σκέφτομαι μάλλον από εκεί άρχιζαν οι αλυκές κι η θάλασσα τον καιρό που χτίστηκαν τα επιβλητικά κτήρια των ψυγείων.
Για μας τους πιτσιρικάδες  των «αναπηρικών», αυτό το έπαρμα χρησίμευε μόνο για να σκαρφαλώνουμε και να βλέπουμε πάνω απ’ τη γεμάτη σπασμένα γυαλιά κορυφή του τοίχου. Με πέτρες είχαμε καθαρίσει, σχεδόν λειάνει, το μέρος εκείνο του μαντρότοιχου – έτσι ακουμπούσαμε άνετα, οι μικρότεροι τα χέρια κι οι μεγαλύτεροι τον αγκώνα. Το πρόσωπο άγγιζε στοχαστικό την κλειστή παλάμη.
Αυτό δεν γίνονταν απ’ όλους μας. Κάποιοι έτρεχαν, τραβώντας, με μεγάλα λάστιχα κεφαλόπουλα από τον βούρκο, πέρα από την οδό Αθηνών. Άλλοι γονάτιζαν μπροστά στη μεγάλη δεξαμενή, όπου αγελαδοτρόφοι ζύγιζαν το γάλα που κουβαλούσαν με σούστες σε τσίγκινα κουτιά. Το εργοστάσιο παστεριώσεως γάλακτος ΕΒΟΛ κρατούσε όσους δεν παρακολουθούσαν το ξεφόρτωμα των αυτοκινήτων, ακριβώς απέναντι.
Ένας – ένας, με τη σειρά, ανεβαίναμε το σωλήνα, τρίβαμε τα, παλιά μας έτσι κι αλλιώς, ρούχα πάνω σ’ ασβεστωμένα, ξερά βρύα και βλέπαμε τους εργάτες να ξεφορτώνουν από τα φορτηγά τενεκέδες με τυρί ή τελάρα φρούτων γεμάτα  φρου – φρου, αλλά και μεγαλύτερα κουτιά που δεν γνωρίζαμε το περιεχόμενο τους.
Τι μαγεία μπορεί να προσφέρει ένας τόσο στενός χώρος, … Τι νιώθαμε με τα παραγγέλματα, το «έλα», το «πιάσε», τους μικροκαβγάδες… Στα μάτια μας γυάλιζαν αδέξιες φαινομενικά επαναλαμβανόμενες κινήσεις, ιδρωμένα σώματα και τα είδωλα του ήλιου στους τενεκέδες.
Μέσα στους εργάτες βρίσκονταν και παιδιά, μεγαλύτερα μας βέβαια. Δεν έκαναν τις βαριές δουλειές. Οδηγούσαν με χειρονομίες, όπως «πίσω- πίσω» και «έλα» και «κόψε λίγο», οδηγούσαν τους οδηγούς των παλιών MAZDA και VOLVO. Οι πιο μάγκες μάζευαν από τους σωρούς άδειους τενεκέδες και τους πουλούσαν στους σαμαλάδες – αυτοί είχαν το χαρτζιλίκι. Οι τελευταίοι μας πρόσφεραν το καπάκι τους, ολοστρόγγυλο σαν τιμόνι, σε μια προσπάθεια καλοπιάσματος για να τους πληρώνουμε τα χρέη.
Σαμαλάδες μπορούσαν να γίνουν όσοι περνούσαν, μ’ αποτυχία και μιζέρια συνήθως, την Τετάρτη Δημοτικού.
Συνεργάζονταν με τον παρασκευαστή του γλυκού που έμενε στα προσφυγικά της Ν.Ιωνίας. Είχε κληρονομήσει από τον πεθερό του την συνταγή και την κρατούσε μυστική. Από τη γεύση πάντως ήταν σίγουρο ότι περιείχε γλυκάνισο και μαστίχα.
Αυτός λοιπόν ο σαμαλοποιός έδινε στους πιτσιρικάδες γεμάτες τάβλες και μια σπάτουλα. Μετά το σχολείο, και μερικές φορές αντί του σχολείου, εκείνοι γεωγραφούσαν τις παρυφές της πόλης με την ίδια πάντα κραυγή – «Σαμαλάααααακι, πολύ γλυκό…»
Οι σαμαλάδες λοιπόν αυτοί μας χάριζαν ό,τι, μαζί με τους χρυσοζούζουνες, τις καρδερίνες και τους μεταξοσκώληκες, αποτελούσε το όνειρο μας εκείνων των χρόνων. Οι κάτοχοι του «τιμονιού» παρίσταναν τους οδηγούς κι οι άλλοι, συνήθως οι μικρότεροι, έτρεχαν πίσω τους φωνάζοντας «έλα-έλα», «πίσω-πίσω», «σιγά» , «κόψε δεξιά»….
Βέβαια υπήρχαν και οι προνομιούχοι με όχημα, τα παιδιά με το τσέρκι. Οι πιο μεγάλοι έτρεχαν, με τη φούρκα στο χέρι κι ένα βουητό παλαιάς μηχανής, στους καλοστρωμένους χωματόδρομους. Αυτούς δεν τους ενδιέφερε το σίδερο – έτσι το λέγαμε.
Κάποιο κυριακάτικο πρωί γύριζα από την Εκκλησία των Αγίων Αναργύρων και η συνήθεια περισσότερο μ’ έκανε να πάω (αν και ήταν απαγορευμένο- ειδικά τη μέρα αυτή) προς το σίδερο. Είχα αρκετό καιρό να κινηθώ προς τα βορειοανατολικά όρια της συνοικίας – τρόμαζε τους γονείς μας η οδός Λαρίσης με τα ταχύτατα ανατρεπόμενα. Έτσι, με ξάφνιασε ένα τεράστιο μπαλόνι, έτσι το ‘βλεπα, σαν παλιό αερόστατο, μπροστά στην πόρτα του υπόστεγου, πλάι στο συγκρότημα των ψυγείων.
Δεν με ξάφνιασε το ότι η μετάδοση της εμπειρίας μου (παλιά κακή συνήθεια) άφησε απαθείς τους περισσότερους φίλους μου. Μου έκανε τρομερή εντύπωση πως, κάποιοι από αυτούς, γνώριζαν και περί τίνος, ακριβώς, επρόκειτο: «Ένα μεγάλο κεφάλι καρνάβαλου φτιάχνουν» μου είπαν, «είναι για την αποκριάτικη παρέλαση».
Από την επόμενη,  με τη σάκα στον ώμο, παίρναμε σειρά. Έπρεπε όλοι να δούμε τις τεράστιες πινελιές που, πέφτοντας, παρουσίαζαν σιγά – σιγά  ένα πρόσωπο με κλαυσιγέλωτος έκφραση. Υποτίθεται, ότι τινάζονταν από ένα σεντούκι, σαν το τζίνι του Αλαντίν.
Νιώθαμε συνδημιουργοί, είμαστε έτοιμοι να προτείνουμε, ξεχάσαμε τα καπάκια των τυροτενεκέδων, τις συναλλαγές με τους σαμαλάδες, ξεχάσαμε τους χρυσοζούζουνες, τις καρδερίνες και τους μεταξοσκώληκες. Όλοι περιμέναμε τη μέρα της παρέλασης.
Σ’ εκείνη την καρναβαλική γιορτή του 1963, στην οδό 2ας Νοεμβρίου, οι πάντες προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν, μέσα στη σοκολατοβροχή, το δικό τους άρμα. Υπήρχαν βέβαια και όσοι, ποιητικοί ιστορητές, κατέγραφαν τη σύνολη εικόνα. Υπήρχαν κι όσοι ζούσαν την ένταση του χρόνου έξω από τον χρόνο.
Πλάι στο «οε, οε, οε,οε…» ακουμπούσε το «να το δικό μας» κι ύστερα απαλά «την έπιασα», πιο πάνω ένα «Θανάσηηηη» οξύ.
Κυρίαρχο άσμα  τότε, ο Χαραλάμπης. 
Ήμουν ανεβασμένος σε μια ταρατσούλα, που υπάρχει ακόμη, κι έψαχνα εναγωνίως «τον άνθρωπο του Μουστακαλή», αυτό ήταν το όνομα του άρματος. Και χειροκροτούσα τρελά όταν πέρασε μπροστά μας, χάνοντας την ευκαιρία να πιάσω αρκετές σοκολάτες που, σαν χειμωνιάτικα σπουργίτια, έπεφταν γύρω.
Αυτό το λίγο – πιο – γεωμετρικό από όσο το ξέραμε, αυτό το περισσότερο αληθοφανές που είδαμε στις πινελιές του μας ξάφνιασε, όμως, όπως και να το πεις, ήταν ο δικός μας καρνάβαλος.
Το ίδιο βράδυ είδα τον πιο έντονο εφιάλτη της ζωής μου. Ένα όνειρο που δεν ξέχασα και στις παραμικρές του λεπτομέρειες, για χρόνια, και ενώ η μνήμη αραίωνε σαν μεσημβρινό συννεφάκι αιθρίας.
Είδα ότι από το γιαπί του Αναστασόπουλου τινάχθηκε ο καρνάβαλος, ο αγαπημένος μου κι έτρεξε πάνω μου. Μόνο που τώρα είχε πάνω του κάτι το τρομαχτικό. Ήταν αίσθηση περισσότερο και λιγότερο εικόνα.
Το βδέλυγμα της ερημώσεως, ως εννόηση. Με κυνήγησε, έτρεξα.
 Κι, όπως συμβαίνει σε ανάλογα ενύπνια, φορούσα παντόφλες.
Πέρασαν δεκαετίες από τότε.
Δεν λέω ότι ξαπλώνω  πλέον με τα αρχαία μου όνειρα διπλωμένα στο μαξιλάρι μου. Ο άνθρωπος μεγαλώνει κάθε στιγμή.
Νομίζω ότι από την ιστορία που σας διηγήθηκα απέμεινε το παιδί που ακουμπάει τον αγκώνα του δεξιού χεριού στην κορυφή του μαντρότοιχου με τον καρπό να εγγίζει το μάγουλο.
Μπροστά του περνούν, όπως τότε περνούσαν τα φορτηγά με το τυρί, οι ιστορίες ενός κόσμου που ζητάει χρονικογράφο.
Γιάννης Τσίγκρας

ΟΙ ΤΑΥΡΟΙ


ΟΙ ΤΑΥΡΟΙ
Την ώρα που ο κόκκινος ήλιος βυθίζονταν στα ερείπια του τείχους των Δημητριέων,  στην κορυφή της μαγούλας Παλατάκι, ένα κοπάδι ταύρων ξεχύθηκε ανάμεσα στα σπίτια του Συνοικισμού Αναπήρων.
Τα ζώα οδηγούνταν στα Παλαιά Σφαγεία, πλάι στο ποτάμι της Μπουρμπουλήθρας. Τα οδηγούσαν δυο εκδοροσφαγείς. Ενας πήγαινε μπροστά, κραυγάζοντας «ανοίξτε χώρο», ενώ ο δεύτερος, κρατώντας ένα μακρόστενο σανίδι, μιλούσε τους φθόγγους μιας άγνωστης, στους κουρασμένους ανθρώπους της γειτονιάς, γλώσσας. Έτρεχε άναρχα προς όλες τις κατευθύνσεις , κινούνταν όπως ο τρελός του ζατρικίου. Κι οι δυο φορούσαν ματωμένες λινάτσες γύρω από τη μέση.
Τα λιγοστά παιδιά έτρεξαν στο κοντινό δάσος με τα αλμυρίθια, τα πιο άφοβα κρύφθηκαν πίσω από βούρλα, σπάζοντας τα αυγά των γλάρων.
Οι νοικοκυρές τράβηξαν στις αυλές τις καρέκλες που είχαν απλώσει στους χωματόδρομους, έκλεισαν τους φούρνους, έσβησαν τις πυροστιές , πέταξαν στο δρόμο ποτιστήρια ή φαράσια γεμάτα καβαλίνα.
Το τραινάκι, που κουβαλούσε  πηλό από τα έλη του Διμηνίου στο κεραμοποιείο Τσαλαπάτα, ακινητοποιήθηκε με ένα σφύριγμα βραχνό κι ο οδηγός του προσπάθησε να χωρέσει ένα ανοικονόμητο μπόι στο βάθος της μικρής μηχανής.
Τα ζώα χτυπούσαν τα μπροστινά τους πόδια, ρουθούνιζαν καφτερά. Κάποιο στάθηκε μπροστά σε μια τενεκοπαράγκα. Από το εσωτερικό της ακούγονταν κλάμα μωρού, μια ανδρική φωνή κραύγαζε χούι. Έξω από την περιφραγμένη με σκουριασμένο συρματόπλεγμα αυλή, πάνω σε ένα σωρό από αλάτι έμεινε ένα πλεχτό γαντάκι. Πριν λίγη ώρα σκαρφάλωνε πάνω του το εγγόνι του άνδρα ενώ εκείνος άνοιγε την ταμπακέρα του κάτω από κίτρινα μουστάκια. Ο ταύρος έκανε το γύρο της αυλής, ύστερα βαριεστημένα ακολούθησε τη σκόνη που άφηνε το υπόλοιπο κοπάδι.
Ένας άλλος ταύρος χτύπησε με το κούτελο την ερμητικά κλεισμένη πόρτα του περιπτέρου της γειτονιάς. Έσκυψε και μύρισε ένα ανοιχτό βιβλίο με τις ιστορίες του Ταρζάν και του Γκαούρ , που είχε αφήσει, τσιρίζοντας, ο μικρός γιος της ιδιοκτήτριας. Με το χτύπημα δεκάδες κουτιά έπεσαν στο κεφάλι της γυναίκας και του παιδιού που είχαν αγκαλιαστεί πίσω από την πόρτα. Οι άνθρωποι αυτοί που δούλευαν στο καπνοπωλείο (έτσι ονομάζονταν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το περίπτερο) είχαν αντιμετωπίσει κι άλλου είδους απειλές. Συχνά άκουγαν ξέπνοες κραυγές από τις θυρίδες: «Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου». Μοίραζαν τότε στα πιτσιρίκια με τα ξύλινα όπλα σοκολάτες της δραχμής. Στους πιο μάγκες έδιναν τραπουλόχαρτα ή δίφραγκα.
Το πόδι του τελευταίου οδηγού που έδιωξε το ζώο σκόνταψε σε μια παγίδα, ένα σύρμα κρυμμένο στα χόρτα, πιασμένο δεξιά – αριστερά με καρφιά.
Την ίδια ώρα, κι ενώ έβαφε η δείλη τα Κέρατα της μαγούλας και ξυπνούσαν μικρές τεφρές κουκουβάγιες και ρυτιδωμένες χελώνες, ο Τσαλούχας σηκώθηκε από τα αγκαθερά βούρλα και ύψωσε απειλητικό, προς το κόκκινο κουρνιαχτό που απομακρύνονταν, το μικρό του χέρι. Με το άλλο κρατούσε ένα σπασμένο μισότουβλο. Ο Τσαλούχας σφύριξε δυνατά και πετάχθηκαν από το δάσος των αλμυριθιών ο Αράπης κι ο Κουτρουμπέλιας. Ο πρώτος φυσούσε το γδαρμένο του χέρι.
Κι οι τρεις τους κατευθύνθηκαν στο πράσινο γηπεδάκι του Κενταύρου. Στην άκρη του γηπέδου μαζεύτηκαν γύρω από το στύλο, όπου άναβε ήδη ο γλόμπος. Με απότομες χειρονομίες άρχισαν να περιγράφουν την επιδρομή, με τον τρόπο που άλλες φορές έπαιζαν ξανά και ξανά όσες ταινίες έβλεπαν ξαπλωμένοι (και εν ημιυπνώσει) στα χαλίκια των θερινών κινηματογράφων. Σαρλό και ξιφομαχίες και τα οχτάρια του μεθυσμένου Μανέλη, όταν έτρωγε τις ελιές, φτύνοντας στο χαλί τα κουκούτσια.
Απέναντι από το στύλο βρίσκονταν στο σπίτι του Αράπη και πιο πέρα του Στυλιανού Παλαιού. Ο τελευταίος ήταν ένας φεγγερός, σαν φέτα καμπίσιου τσιγκούνη, πενηντάρης. Εφτά εμφράγματα είχαν τυπώσει μια καρδιά ασκητή. Διάβαζε τα βράδια τον Αββά Ισαάκ, κάτω από το φως του κήπου που πρόβαλε τα φύλλα της κληματαριάς στον απέναντι τοίχο. Τα καναρίνια του, εκείνη την ώρα, κοιμούνταν εξουθενωμένα από το κελάηδισμα. Το μεγάλο παράπονο του Στυλιανού Παλαιού ήταν αυτά τα νυχτέρια των παιδιών – του στερούσαν την εν κόσμω αποταγή.
Την ώρα που ψηλότερα από τον γλόμπο άναβε ο κομήτης του Χάλλεϋ, σαν λάμπα κρεμασμένη στο πουθενά, το τρίο έγινε κουαρτέτο. Ο Μπουραζόπουλος, μεγαλύτερος στην ηλικία, ιεροσπουδαστής και λάτρης του νυχτερινού θόλου, όχι μόνο της γνώσης αλλά και της έκστασης, φτωχός τόσο που έφτιαχνε με εφημερίδες κυλινδρικά τηλεσκόπια, έφθασε στο στέκι, γεμάτος ερωτήσεις οι οποίες ποτέ δεν θα έπαιρναν απάντηση από τους υπόλοιπους: Πότε ο μέγας αστρονόμος ανακάλυψε τον κομήτη; - Είμαστε όλοι φτιαγμένοι από αστρική ύλη; - Μόνοι στο σύμπαν;
Τον περισσότερο καιρό, κι ενώ έπεφτε η νύχτα, άρχιζε απ’ τα παιδιά μια κατάθεση μονόλογων – κατ’ ευφημισμόν μπορούσε να ονομασθεί συζήτηση. Για το ποδόσφαιρο, τις μεγάλες γυμνές γυναίκες ή το τραγούδι. Κάποτε ο Στυλιανός Παλαιός τους κατέβρεξε με το νερό των καναρινιών. Ήταν όταν επί μια εβδομάδα, κρατώντας μια σύνοψη, έψαλλαν ως αργά, τα σχοινοτενή Εγκώμια. Πετάχτηκαν πάνω «φτου, ρε» φώναζαν «θα μας κολλήσεις καμιά αρρώστια με τα βρωμόπουλά σου».
Το βράδυ που ακολούθησε την εισβολή των ταύρων δεν πρόλαβαν να μιλήσουν πολύ. Μια μαύρη Όπελ παρκάρισε μπροστά στο σπίτι του Αράπη. Κατέβηκαν ο οδηγός και μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Όταν μπήκαν στο σπίτι ακούστηκαν κλάματα, ο Αράπης έτρεξε. Στην αυλόπορτα γύρισε στους φίλους του και χαμηλόφωνα «την έφεραν» είπε «είναι στο αυτοκίνητο, θα την πάνε στο χωριό».
Ο Κουτρουμπέλιας τινάχθηκε αυτόματα, ανέβηκε στον προφυλακτήρα κι έσκυψε στο σκοτεινό τζάμι. Κάτι παλιό ζωντάνευσε η μνήμη του, μια αρχαία ευδία.
********
 Η θάλασσα έχει τραβηχτεί, ξεπροβάλλουν τα βράχια.  Ακούγεται ένα μάρς, η μπάντα αόρατη. Ένα γαλάζιο μπαλόνι πετάει πάνω από την προκυμαία. Ακολουθεί ένα παιδί. Περπατάει αργά κρατώντας έναν άσπρο γλάρο.
Γιάννης Τσίγκρας

ΟΤΑΝ ΚΛΕΙΔΩΝΟΜΑΙ Ή Η ΑΜΦΙΣΗΜΙΑ ΤΟΥ ΕΚΝΟΜΟΥ



ΟΤΑΝ ΚΛΕΙΔΩΝΟΜΑΙ

Ή

Η ΑΜΦΙΣΗΜΙΑ ΤΟΥ ΕΚΝΟΜΟΥ

Σας τηλεγραφώ από τη βάση μιας χοάνης πράσινης / Μακρινίτσα / που πιέζεται μάλλον ελαφρά στο πάνω μέρος από ανενεργούς, εδώ και έτη φωτός, μελανίτες.
Ανάμεσα στα δέντρα ξεχωρίζει πελώρια η μορφή του Καρόλου / Όγλ/, του δημοσιογράφου που πέθανε από βόμβες αγγλότουρκου ναυάρχου /188…/ επειδή ήταν σίγουρος ότι μόνον ο στόχος του τελευταίου δεν θα επλήττετο. Έτσι /κατέφυγε/ εδώ, με κάποια γυναικόπαιδα - τονίσατε, παρακαλώ, την οδύνηρή μου υπεραισθησία.
            Στην άκρη του δρόμου γηραιές γερμανίδες φωτογραφίζουν τον Παγασητικό.
Γιάννης Τσίγκρας

Ο ΠΑΝΑΓΙΤΣΑΣ Ή ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΗΛΙΚΙΑΣ



Ο ΠΑΝΑΓΙΤΣΑΣ Ή
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
                                                      
Πάντα παραδείσια ομολογώ την αίσθηση των αίθριων κυριακάτικων πρωινών, αμέσως μετά την απόλυση, στο προαύλιο των Αγίων Αναργύρων.
Η αυλή γέμιζε από κόσμο. Άντρες με μακριά παλτά ζεσταίνονταν από έναν κρύο ήλιο. Περνούσαν δίπλα απ’ το πηγάδι του αγιάσματος και κατευθύνονταν προς το καφενείο με τα μπιλιάρδα και τα ποδοσφαιράκια. Οι γυναίκες με τα μαλλιά πιασμένα κότσο αγόραζαν στα πιτσιρίκια μαλλί της γριάς ή μηλαράκι ζαχαρωμένο, ενώ πάνω από τα κεφάλια τους έκρωζαν κοράκια αφημένα σ’ ένα γλυκό βοριά που τρέλαινε τους ανεμοδείχτες.
Μετά το αντίδωρο έτρωγα το τετράγωνο γεμιστό μπισκοτάκι κι έσπαζα στη φούχτα μου τα σαρκώδη φύλλα του κισσού που σκέπαζε το τοιχάκι του αγιάσματος. Ανάμεσά μας μπλέκονταν αρχαϊκοί και ειλικρινείς ζητιάνοι. Ο κουτσο–Γιάννης ο σιωπηλός, άπλωνε το χέρι του σε ορθή γωνία, μ’ ένα ρακένδυτο, ισχνό όσο και οι νέες λεύκες των δρόμων σώμα. Πιο πέρα το χαζο–Φταλιώ, ένας θηλυκός Φάλσταφ, σωρός από λίπος, αυτό που θάλεγαν οι παπαδιαμάντειοι αγυόπαιδες σαβουρόκοφα, λοξύγγιαζε παρακαλώντας και βρίζοντας. Υπήρχε ακόμη ο ευγενικός και καλοντυμένος λεπτός κύριος που στη συνέχεια έπαιρνε ένα – ένα στη σειρά τα σπίτια ζητώντας (μόνιμη ταρίφα) μια φετούλα ψωμί – τόσο ψωμί τι τόκανε;
Τελευταίος έβγαινε από την εκκλησία ο Τάκης ο Μπούλιας ή Παναγίτσας. Παχύς – παχύς, με γαλάζιο πάντα κοστούμι, τεζαρισμένο κι επιμελημένα σκόρπιο στο γυμνό κρανίο μαλλί. Γέμιζε το γιλέκο του με δεκάδες εικονίτσες. Εκείνα τα χρόνια κυκλοφορούσαν όσο και οι φωτογραφίες των ποδοσφαιριστών. Η Αγία Παρασκευή, ο Άγιος Δημήτριος, η Αγία Ευγενία. Πριν περάσει κάποια κατάστηθα, ο Τάκης την φιλούσε. Ύστερα μας μιλούσε για τη θαυματουργό της δύναμη. Τον προφύλαγαν όλοι αυτοί οι άγιοι από τις πτώσεις που του 'φερναν οι συχνές κρίσεις επιληψίας. Τον προφύλαγαν  κι απ’ τους κακούς ευταξίες που τον απομάκρυναν στη μεγάλη Είσοδο από τα πόδια του ιερέα, όταν έπεφτε μπρούμυτα και τα καταφιλούσε.
Όταν ο Τάκης έβγαινε από το ναό τρέχαμε με τις φούχτες γεμάτες πώματα λεμονάδας, λεμονίτας, μπυράλ, που βρίσκαμε σκαλίζοντας σαν κότες το χώμα γύρω απ΄ το περίπτερο του Παρίση. Του τα προσφέραμε έχοντας την εντύπωση πως θα τον ξεγελούσε η ομοιότητα με τις εικονίτσες. Εκείνος έβαζε μετάνοια και τα ’παιρνε για να μη μας στενοχωρήσει. Αγαπούσε τα παιδιά, τους ομηλίκους του, αυτό το τεράστιο παιδί.
Κάποτε, την ώρα του κηρύγματος, ο δαίμονας που τον βασάνιζε τον χτύπησε άσχημα. Τον είδαμε ξαφνικά να βουλιάζει μ’ ένα βογκητό στους καπνούς του λιβανιού, να χάνεται σ’ έναν τόπο καταδικό του. Ρεύματα τον τραβούσαν και τον τίναζαν, παράξενες πρέπει να συναντούσε στροφές και μια αύρα που έρχονταν από  κήπους εδεμικούς οι οποίοι, εκείνες τουλάχιστον τις στιγμές, ένιωθε ότι του ήσαν απαγορευμένες. Το στόμα του είχε γεμίσει αφρούς και πάλευε με αόρατους εχθρούς. Συνήλθε κάποια στιγμή, φώναξε «εσύ φταις, παπα–Δημήτρη» και κοιμήθηκε ροχαλίζοντας φριχτά εκεί στο σολέα, στα πόδια των ψαλτών και του έκπληκτου ιερέα, οι οποίοι θα έπρεπε να συνεχίσουν: Η Θεία Λειτουργία δεν διακόπτεται, ακόμη κι αν στη διάρκειά της πεθάνει ο ίδιος ο λειτουργός.
Ο Τάκης ο Παναγίτσας ή Μπούλιας έμενε σ’ ένα δωματιάκι φτιαγμένο μέσα στα πεύκα του κτήματος Σέφελ, στα Πευκάκια. Στην αυλή μια κληματαριά σκίαζε μπουκάλια, τενεκεδάκια, φαλακρές πλαστικές κούκλες, ζιπουνάκια σκισμένα, ένα οινοπνευματί σκαμνί, έναν προφυλαχτήρα αυτοκινήτου, ένα κλουβί μ’ ένα παπούτσι μέσα, πέντε άσεμνα νεροκολόκυθα – τα κουβαλούσε με τον ιδρώτα του προσώπου του ο Τάκης.
Λίγα μέτρα πιο πέρα έσβηνε η θάλασσα. Τότε κολυμπούσαμε εκεί. Ανάμεσα σε σάπια καΐκια, το τσιμεντένιο πλοίο βουλιαγμένο απ’ τα χρόνια της κατοχής, λαβράκια που γύριζαν βαριά, σαν βυζαντινοί άρχοντες, στο βυθό, ενώ πάνω μας πετούσαν γλάροι και τσικνιάδες.
(Εδώ βρισκόταν η εκτός των τειχών παραλία της αρχαίας και παλαιοχριστιανικής Δημητριάδας, επομένως από εδώ τρύπωσαν πειρατές και λεηλάτησαν την πόλη, μασκαρεμένοι, κατά τον Κεκαυμένο, σε πραματευτές από δω, σίγουρα, πέρασαν παλαιότερα και Καρχηδόνιοι ελέφαντες).
Στα δικά μας χρόνια την ήρεμη παραλία, δίπλα στον ταρσανά, όπου ναυπηγήθηκε η Αργώ, διέσχιζαν τα ποδήλατα, που σήμερα ονομάζουμε νταλίκες, τα γκόρεκ και τα μπίσμαρκ, στολισμένα με σημαιάκια στο μπροστινό φτερό και στο τιμόνι χάντρινες καρδούλες. Ορισμένα είχαν και ραδιοφωνάκια, φτιαγμένα από φανάρι, τυλιγμένο σε νάιλον κάλτσα, που δούλευε με το δυναμό του τροχού. Ο γείτονάς μου ο Κρεμαστάς είχε και μια ταμπέλα στο πίσω φτερό ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΑΝ ΜΕ ΑΓΑΠΑΤΕ, ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΜΗ ΜΟΥ ΖΗΤΑΤΕ. Αυτός ταξίδευε χιλιόμετρα, κάποτε έφτασε με το ποδήλατο ως τα Τρίκαλα. Με το ίδιο όχημα πηγαίναμε για μπάνιο στη σκάλα στα Πευκάκια, κάτω από την ταβέρνα του Θωμά, εκεί που η θάλασσα τραβιόταν αποκαλύπτοντας βράχια απρόβλεπτα και στεγνά καβούρια.
Μια τέτοια νταλίκα δανείστηκε κάποτε ο Τάκης. Ανέβηκε επίσημα, με τα καλά του, το κουστούμι και το γιλέκο. Σχεδόν τελετουργικά. Κάποιοι τον έσπρωξαν στην ανηφόρα. Πέρασε θριαμβικά δίπλα από τις ανατιναγμένες αποθήκες τις πνιγμένες στις αγριοσυκιές, πέρασε με ταχύτητα μέσα από τα πεύκα. Στο τέλος του δρόμου σταμάτησε. Γύρισε και μας κοίταξε. Στο δυσμικό ήλιο έλαμψαν τα παράσημα, οι άγιοί του. Κι όπως κοίταξε λοξά (οι επιληπτικοί φοβούνται τις λάμψεις)

                                                                        φταρνίστηκε δυνατά
ή
                                                                        άρχισε αργά ν’ αναλαμβάνεται στους ουρανούς 
ή
                                                                        μας κοίταξε τρυφερά


Κι αυτό υπήρξε το τέλος της παιδικής μου ηλικίας.
Γιάννης Τσίγκρας

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ



ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ


Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1955. Το γράφει με πράσινο, ξεβαμμένο μελάνι στο πάνω μέρος. Το παιδί που εικονίζει φοράει γκρίζα φουφούλα, τα ποδαράκια του είναι λιγνά, τα μάτια του μαύρα  μεγάλα. Κρατάει στο χέρι μια πλαστική πεταλούδα πάνω σε ρόδα, παιγνίδι που γέμιζε εκείνα τα χρόνια τους πάγκους των παζαριών, μαζί με κούκλες πλαστικές, γιογιό, σβούρες πολύχρωμες και, σπανίως, αυτοκινητάκια και μπουλντόζες.
Το παιδί είναι ο Κυριάκος. Γιος της Μαρίκας, πρώτης ξαδέλφης της μάνας μου, κόρης της Ανδρονίκης, της μοναδικής αδελφής της γιαγιάς μου.
«Βίος και πολιτεία» ήταν το επίθεμα κάθε κουβέντας που γίνονταν  γι’ αυτή στο σπίτι. Δεν το ’λεγαν εντούτοις μ’ εκείνη την σκληράδα την πλήρη απαξίωσης. Το ψιθύριζαν σχεδόν τρυφερά και (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί), λίγο εύθυμα.
Παιδί του πρώτου γάμου της Ανδρονίκης, γάμου που κράτησε λιγότερο από χρόνο, η Μαρίκα μεγάλωνε περισσότερο στο σπίτι της θείας της, της γιαγιάς μου, και λιγότερο στην οικογένεια της: Η μάννα της είχε ξαναπαντρευτεί. Είχε ακόμη χαλαρές σχέσεις με την αδελφή της την Άννα, σχέσεις που διατηρήθηκαν σ’ αυτήν την μορφή μια ολόκληρη ζωή.
Στην Κατοχή, εικοσάχρονη κοπελίτσα, τη συνεπήρε το όνειρο του ωραίου ένστολου συντρόφου. Είχε αλλεπάλληλες σχέσεις με Ιταλούς. Άλλοτε με κοκορόφτερους αξιωματικούς που έμεναν στο «Θεοξένεια», της Πορταριάς, άλλοτε με φαντάρους που έψαχναν, με το δίκοχο αναποδογυρισμένο, τα καμένα ραδίκια του χειμώνα και τις νυσταλέες χελώνες της άνοιξης.
Μετά από κάθε αποτυχημένο ειδύλλιο, γύριζε στο σπίτι της γιαγιάς, έβαζε τα κλάματα κι ορκίζονταν ότι ποτέ δεν θα ξανακοίταζε άνδρα. Ο παππούς τής έλεγε ξερά «μείνε» και της ακουμπούσε ένα κομμάτι ψωμί, πλάι στο πιάτο με τα φασολάκια, τα μαζεμένα από τον κήπο της γιαγιάς – τη δροσιά  του πρόλαβα κι εγώ στην αρχή της δεκαετίας του ’60.
Με την απελευθέρωση η Μαρίκα, μεγαλοκοπέλα, έπιασε το βελόνι. Είχε κάποιες γνώσεις από τα φιγουρίνια που αγόραζε η μάννα της, την ΑΤΘΙΔΑ και την ΦΙΛΟΚΑΛΛΟΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ. Είχε δουλέψει κι ένα καιρό στην μοδίστρα του χωριού.
Εκείνα τα χρόνια έβλεπες τις γυναίκες να στέκονται ακίνητες με τις ώρες, ενώ οι μοδίστρες, με τις καρφίτσες στο στόμα, διευθετούσαν μεγάλα, πολύχρωμα κομμάτια υφάσματος. Τα μπουκωμένα σχόλια τους ήταν για το «γέμισμα» και το «τράβηγμα», μπροστά σε μισοφωτισμένους καθρέφτες. Κάποτε έβγαζαν τις καρφίτσες από το στόμα και με ένα «ευχαριστώ, δεν είμαι φίλος» έπιαναν το πιατάκι με το γλυκό του κουταλιού που τους σερβίρονταν.
            Το μεσημέρι έτρωγαν στο σπίτι που έραβαν. Οι τρόποι τους στο τραπέζι σχολιάζονταν, γι αυτό και οι περισσότερες ήσαν διακριτικές και σιωπηλές.
            Η Μαρίκα, άξια κι όμορφη, δεν άργησε να αποκατασταθεί. Ένας εμπορευόμενος από την Ξάνθη, ο Βαγγέλης, την είδε στο σπίτι πελάτισσας, του  άρεσε και την ζήτησε από τον πατριό της. Δεν χρειάσθηκε δεύτερη σκέψη από καμιά πλευρά. Ο νιοστός έρωτας της τριαντάρας εξαδέλφης της μάνας μου στεφανώθηκε με δόξα και τιμή.
            Ο γάμος της κράτησε όσο ακριβώς και της μάνας της. Λιγότερο από χρόνο. Ένα απόγευμα, την ώρα που γύριζαν από την παραλία, τυλιγμένοι την οσμή του ιωδίου, με τις εικόνες της «Καζαμπλάνκα», που μόλις είχαν απολαύσει στο REX, να κρέμονται στα βλέφαρά τους και τα φιστίκια να φουσκώνουν στις τσέπες τους, ο Βαγγέλης της είπε ξαφνικά «αύριο φεύγω». Τον ρώτησε «για πού» και δεν πήρε απάντηση. Εντούτοις του ετοίμασε τη βαλίτσα του το επόμενο πρωί, τον φίλησε στο μάγουλο  πριν ανέβει στο αμαξάκι με το άσπρο άλογο. Ήταν το τελευταίο τους φιλί.
Είχε νέα του 40 χρόνια αργότερα. Κάποιος δικηγόρος της Θεσσαλονίκης την ανακάλυψε στην Τρίπολη. Ο Βαγγέλης είχε πεθάνει και της άφησε δύο διαμερίσματα στην Ξάνθη. Η, εβδομηντάχρονη πια, Μαρίκα δεν διεκδίκησε τίποτε. Έτρεμε στην ιδέα ότι ο δεύτερος άνδρας της, ο Νίκος, ένας φοβερά ηθικολόγος τσομπάνης της Αρκαδίας, θα μάθαινε κάτι από το παρελθόν της. Δεν του είχε μιλήσει ούτε για τον άντρα της ούτε για το γιο της τον Κυριάκο.
            Ο Κυριάκος γεννήθηκε οκτώ μήνες μετά την φυγή του πατέρα του. «Ένα κοψιδάκι, τόσο δα» έλεγε ο παππούς. Εκείνο τον καιρό η μάνα του αντιμετώπιζε τρομερά προβλήματα. Όταν, πέντε χρόνια μετά την γέννηση του, η Μαρίκα εγκαταστάθηκε με τον γιο της στο Καπακλί, στη γειτονιά μας, αποφασίσαμε, στη πρώτη μας επίσκεψη, αντί για γλυκά ή λουλούδια να τους δωρίσουμε ένα τσουβάλι καυσόξυλα – ο χειμώνας εκείνος ήταν ιδιαίτερα βαρύς.
            Έμεναν σε ένα δωματιάκι, στο βάθος μιας αυλής. Μια μανόλια σκίαζε τον κήπο με τα μαρουλάκια και τα σκόρδα. Καθώς μπαίναμε, ο πατέρας, η μητέρα κι εγώ, ακούσαμε το κλάμα του μικρού Κυριάκου. «Πεινάει» μας εξήγησε η Μαρίκα. Το παιδί ήρθε πλάι μας. Θυμάμαι τα φλογερά του μάτια καρφωμένα στην αρχή πάνω μου και στη συνέχεια σε μία ταλιρίσια σοκολάτα που εμφανίστηκε στα χέρια του πατέρα μου. Το κλάμα σταμάτησε.
Με τον Κυριάκο γίναμε αχώριστοι. Τρέχαμε τα μεσημέρια στους χωμάτινους δρόμους με τα νυχτολούλουδα και τις πικροδάφνες. Σπρώχναμε με σιδερόφουρκες τσέρκια. Τα βράδια κρυβόμαστε στο φράχτη με τα σιαμαμίδια και μετρούσαμε τα αστέρια. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε με την μητέρα για μπάνιο στον Άναυρο. Στην αμμουδιά τρώγαμε κεφτεδάκια και τηγανιτές μελιτζάνες.
Κάποτε πήγαμε και στο παζάρι. Η Μαρίκα, καμαρώνοντας το λουλουδάτο φόρεμά της, μας ανέβασε στο «γύρο του θανάτου» και στα «αλογάκια» - ο πατέρας μου πλήρωνε. Φεύγοντας περάσαμε από τα χαλβατζίδικα και από τους πάγκους με τα παιχνίδια. Η θεία μάς αγόρασε από μία πλαστική πεταλούδα.
Δεν ξέρω γιατί και πως ο τετραπέρατος Ανδρέας ο φωτογράφος κατάφερε να καδράρει τον Κυριάκο με το παιχνίδι αυτό. Μας κυνηγούσε θυμάμαι, έκανε αστεία για να μας φωτογραφίσει, χόρευε κιόλας. Έπιανε απίθανες πόζες μας. Αλλού γουρλώναμε τα μάτια, αλλού χορεύαμε κι εμείς. Ο Κυριάκος πάντως δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το παιχνίδι με το οποίο φωτογραφήθηκε. Θυμάμαι τρελαινόταν να παίζει με μια πλαστική μπουλντόζα μου – την είχε φέρει ο Αϊ Βασίλης. Ώρες ολόκληρες στην αυλή με τα χώματα το καλοκαίρι, κάτω από το τραπέζι τον χειμώνα, έκανε μανούβρες, μπρος – πίσω, τα χειλάκια του μαζεύονταν σε ένα βρρρ-βρρρ, πατούσε πόδια - χέρια και χαλίκια. Όταν έρχονταν η μάνα του να τον πάρει (δούλευε τότε στο Γερμανικό) τσίριζε «γιατί εμένα, μαμά, δεν μου έφερε μπουλντόζα ο Αϊ Βασίλης;». Η Μαρίκα τον παρηγορούσε, «δεν σε ξέχασε αγόρι μου, θα σου φέρει του χρόνου». Όταν τ’ άκουγε έπαιρνε ένα ύφος ονειροπόλο. «Όταν θα χω τη δική μου, μεγάλη μπουλντόζα, θα ανέβω επάνω, θα σας χαιρετήσω όλους και θα φύγω μ’ αυτή μακριά».
Ο Κυριάκος πραγματοποίησε το όνειρό του. Το επόμενο καλοκαίρι ο μπουλντοζιέρης που έστρωνε το οικόπεδο όπου σήμερα υπάρχει το 18ο Δημοτικό Σχολείο, άκουσε τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν πιο πέρα ποδόσφαιρο και σταμάτησε. Δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί.
Προσηλωμένος στη δουλειά του δεν πρόσεξε πως οι ερπύστριες μάζεψαν το μαγεμένο απ’ τη θέα του μηχανήματος παιδάκι.
 Το μεσημέρι της κηδείας θυμάμαι τα τζιτζίκια στη σκονισμένη ακακία του δρόμου. Ένα μοβ λουλούδι ισορροπούσε μόνο στον ξερό λαχανόκηπο. Μακριά ακούγονταν η φωνή ενός πλανόδιου «κλουβάκια, πουλάκια, κρεμάστρες». 
Γιάννης Τσίγκρας  

TA ΠΡΩΤΑ ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ



TA ΠΡΩΤΑ ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ
-         Ο Θανάσης ο διαπορθμευτής κέρδισε τα ισότιμα των μελλοντικών οβολών του «εύγε», περνώντας τους γέροντες γονείς του πάνω σε μια πλατιά σανίδα που οδηγούσε σπρώχνοντας μ’ ένα καλάμι – από την εξώθυρα στην αυλόπορτα του σπιτιού τους. Περνούσε πλάι σε τυλιγμένα σε δίχτυ περιστέρια, μια μέρα που μύριζε έντονα πρωϊνό περίπατο σαλιγκαριών.
-         «… κατά την οποία ορίζονται οι σχέσεις που υφίστανται ανάμεσα στα κείμενα, η ανάλυση και η προσέγγιση ενός λογοτεχνικού κειμένου ως ανακατανομή των συστατικών από προγενέστερα κείμενα» σημείωσε εκεί, στο τραπεζάκι του ζαχαροπλαστείου. Ενώ τελείωνε, μία ψηλόλιγνη γυναίκα ακούμπησε μπροστά του ένα άδειο ποτήρι.
-         Τα φθινοπωρινά μεσημέρια, οι άγιοι και οι νεκροί στάζουν από τα θυμητάρια και, ανεβαίνοντας τους όχθους, μαζεύουν τα πρώτα κυκλάμινα.
Γιάννης Τσίγκρας

ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ



ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ

Υπάρχουν άνθρωποι που διεξέρχονται, ή μάλλον γλεντούν, ένα βίο σαλτιμπάγκου. Στο κέντρο μιας ομήγυρης, βασική τους μέριμνα είναι η διασκέδαση των άλλων, με μια παραμόρφωση δική τους – όπως στους καθρέφτες του λούνα παρκ.
Στα παιδικά τους χρόνια μόρφαζαν και χειρονομούσαν παίζοντας επινοημένους στη στιγμή ρόλους, υπολογίζοντας κυρίως την κρίση του αρχηγού της παρέας – νευρόσπαστα του ταπεινά.
Αργότερα, με μια κατάχρηση του αυτοσαρκασμού και της αυτοαναφοράς που παράγει γέλιο, συνέχισαν με προσοχή και συνέπεια να χρωματίζουν ανάλογα κάθε στιγμή της ζωής τους.
Φαντάζομαι ότι το δόγμα τους είναι το «η γελοιότητα οφείλει να με ακολουθεί έως το θάνατο μου».
Και-συνήθως- είναι αυτός ο θάνατος κοντινός, μια που τα κωμικά σχήματα κάποτε εξαντλούνται.
 Τις περισσότερες φορές αιτία του είναι ένα πολύπλοκο ατύχημα, στη ρίζα του οποίου εμφιλοχωρεί η καθαρή βλακεία: «Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά» συμπεραίνουν όλοι. Κι αργότερα, πολύ συχνά, στην ανάμνηση του βίου και του τέλους τους, οι συγγενείς και φίλοι νιώθουν να αναδεύεται εντός τους ο πικρός κλαυσίγελως.
Στα τέλη της δεκαετίας του 70’ ο συμμαθητής μας στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο, Γιώργος Σταμουλάκης σηκώνονταν για εξέταση στο μάθημα της Λογικής με μιαν απόλυτα ισόρροπη κατακόρυφο ακροβάτη τσιρκολάνου- περπατώντας δηλαδή με τα χέρια - και άφηνε άναυδους τους συμμαθητές του και τον καθηγητή ο οποίος επέμενε ώς τη στιγμή εκείνη στο «ράβδος στη γωνία άρα βρέχει». Κάποιες φορές στα διαλείμματα, με μια  μαύρη μπέρτα παρίστανε τον Ζορό. Στο χέρι κρατούσε ως ξίφος, σπασμένο σκελετό γυαλιών. Κι άλλοτε, με το «ορέ Έλληνες» των Κολοκοτρωναίων, εισέβαλλε στην αίθουσα καβάλα σε ένα ημιθανές γαϊδουράκι.
Το πρώτο καλοκαίρι μετά την αποφοίτησή μας, διαβάσαμε για τον "άτυχο θάνατό" του. Εργάζονταν στα τσιμέντα της ΑΓΕΤ και προσπάθησε να πηδήσει από την ταράτσα ενός εξαόροφου κτηρίου στο απέναντί του- τρία μέτρα  απόσταση. Έφυγε  βολίδα  στο κενό.
Λίγα χρόνια αργότερα ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής, αφού έπαιξε στα κείμενά του με δεκάδες μάσκες που εμφάνιζαν και έκρυβαν, όπως σε παλίμψηστο, μιαν απροσδιόριστη εντέλει σεξουαλική ταυτότητα, βρέθηκε στραγγαλισμένος στο σπίτι του. Φορούσε γυναικεία ρούχα κι είχε ξεχάσει να ξυρίσει τα πόδια του.
Άλλη περίπτωση παράξενου θανάτου μου αφηγήθηκε, καθισμένη κάτω από την κυδωνιά της αυλής της, παίζοντας στα χέρια της ένα κίτρινο κρίνο, η σεβαστή κα Ελένη Δουκίδου. Θανάτου γελοίου, επομένου μιας απόλυτα γελοίας στιγμής.
«Η Βασιλική Πουτούλη, κάτοικος Πορταριάς, ξύπνησε εκείνο το πρωί με μια παράδοξη διάθεση. Κατέβηκε αμέσως στο κατώι και κρύφτηκε πλάι στο κιούπι όπου αποθήκευαν το λάδι. Τον καιρό τη Κατοχής στο στόμιο του σκεύους αυτού  τυλίγονταν ο λαφιάτης, το τρομερό στην όψη φίδι με τα κέρατα που το αγαπούσαν γιατί καθάριζε τον τόπο από τα ποντίκια. Σε λίγο άρχισαν να περνούν από μπροστά της οι πουλάδες με την πρωινή τους γκρίνια. Δεκαεπτά στη σειρά. Άσπρες, κόκκινες, ψαρές. Τελευταία τα δύο κοκόρια. Πρώτος ο μικρός, μ’ ανήσυχα τινάγματα του κεφαλιού, ελάχιστα διαφορετικός από τις κότες. Τελευταίος έρχονταν ο άρχοντας του κοτετσιού. Παχύς, βαρύς, με πολύχρωμη ουρά και βαριεστημένο βάδισμα. Αυτόν έβαλε στο μάτι η Βασιλική. Όρμησε, τον άρπαξε, άρπαξε και τη σούβλα για το κοκορέτσι και ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα. Βγήκε στην αυλή, πλάι στον αμαξωτό δρόμο. Πατώντας του το κεφάλι, σούβλισε τον πετεινό, άναψε μια μικρή φωτιά με τα κάρβουνα, πέρασε τη σούβλα στις φούρκες και άρχισε να  τη γυρίζει. Το πουλί έκραξε τρομαγμένα, ενώ λαμπάδιαζαν τα φτερά του. Η Βασιλική άνοιξε και ένα μπουκάλι ρετσίνας.
Οι περιπατητές του αμαξωτού δρόμου σταμάτησαν ξαφνιασμένοι. Τα γύρω παράθυρα άνοιξαν. Ακούστηκαν γέλια. Οι επιβάτες ενός λεωφορείου που κατέβαινε αργά, άρχισαν να χειροκροτούν. Ο εισπράκτορας φώναζε «μέσα τα κεφάλια σας».
Εκείνη τη στιγμή βρήκε ως την πλέον πρόσφορη να την  επισκεφθεί ο παπα Μαραθάς. Την ήθελε χαλαρή και εύθυμη για να της ανακοινώσει μετά το γλυκό που τον τρατάρισε:  «Ο γιος σου παντρεύεται την ερχόμενη Κυριακή. Σε παρακαλώ μην φέρεις αντίρρηση. Σε φοβάται για κάτι τέτοιο».
Η Βασιλική εκτός από το γιο της, είχε και δύο κόρες "της παντρειάς".
Ακόμη κι εκείνα τα χρόνια ίσχυε η τρομερή και ανθρωποφάγος συνήθεια της σειράς προτεραιότητας προς αποκατάσταση, με πρώτο το αβρό φύλλο. Πολύ συχνά, ο γιος της Βασιλικής άκουγε τη συμβουλή-  προτροπή- απειλή: «Να τελειώσεις πρώτα με τις αδελφές σου και ύστερα να βρεις και εσύ ένα καλό κορίτσι».
Το καλό κορίτσι βρέθηκε πρόωρα.
Οι ατμοί του κρασιού, τα χειροκροτήματα, οι κραυγές του πετεινού επιβράδυναν τα αντανακλαστικά της Βασιλικής. «Ναι παπά μου, όπως πεις εσύ», είπε στην αρχή. Ύστερα σοβαρεύτηκε και τον ρώτησε με παράπονο: «Τι σου έκανα και με χτύπησες; Και μάλιστα εδώ;». Και έφερε το χέρι στο γόνατο.
 Κι απότομα έγειρε στην καρέκλα.
Η δεκαπεντάχρονη τότε Ελένη Δουκίδου θυμάται ότι κατέβασαν τη σωρό της         Βασιλικής από την εξωτερική σκάλα που σχημάτιζαν πέτρες κάθετα σφηνωμένες  στην πεζούλα με το άγριο γιασεμί.
Λέω στην αφηγήτρια ότι έχω σκοπό να εντάξω στη σειρά των γελοίων θανάτων τη διήγησή της. Κι αρχίζει τότε μιαν άλλη ιστορία, διαφορετική.
«Τα χρόνια της Κατοχής υπήρξαν αφόρητα σκληρά για όλους και ιδιαίτερα για εμάς, τα παιδιά. Περισσότερες φορές θυμάμαι τον εαυτό μου να κοιμάται –ενώ μακρινοί ούρλιαζαν λύκοι- στις σπηλιές, για το φόβο των βομβαρδισμών, και λιγότερες στο κρεβάτι μου.
Υπήρξαν όμως και διαλείμματα περισσότερο ξένοιαστα. Τότε βρίσκαμε ξανά την αθωότητα του παιχνιδιού. Θυμάμαι ότι, λίγο πριν βραδιάσει, γελούσαμε πίσω από το φράχτη με τα αστεία παραμιλητά της Πατράκαινας. Δίπλα μου στριμώχνονταν και ένα σκελετωμένο παιδί- ο Νίκος.
Ο Νίκος περνούσε κάθε πρωί από το σπίτι μας. Χτυπούσε την πόρτα και με μια φωνή οξεία και βραχνή, σαν του παπαγάλου, έθετε το ίδιο πάντα στερεότυπο αίτημά του προς τη μάνα μου: «Θείτσα Χρυσάνθη,  δώσε μου σε παρακαλώ ένα κομμάτι ψωμί, πολύ σε παρακαλώ, είπε η μαμά μου , ένα κομμάτι ψωμί γιατί πεινάω». Δεν άλλαζε ούτε λέξη, ούτε τόνο.
Πειραχτήρι μόνιμο εγώ του ζητούσα να το επαναλάβει για να του δώσω δύο κομμάτια ψωμί.
Και επαναλάμβανε τα ίδια λόγια με τον ίδιο τρόπο- σαν σε κασέτα.
Ένα βράδυ δεν ήρθε ώς το φράχτη. Δεν παραξενεύτηκα, ούτε τον αναζήτησα. Η προσοχή μου για άλλη μια φορά ήταν στο τρελό παραλήρημα της γριάς.
Το πρωί το είδα ξαπλωμένο με τυμπανισμένη κοιλιά στην άκρη του αμαξωτού δρόμου.
Η μάνα του βουβή πλάι περίμενε το κάρο να μαζέψει τη σωρό.
Ένιωσα τον κόσμο να βουλιάζει. Θυμήθηκα πόσο τον βασάνισα.
Ακόμη και τώρα με παιδεύει κάποια βράδια η ανάμνησή του.
Τώρα πες μου που θα εντάξεις αυτή την ιστορία. Στους κωμικούς, στους πικρούς, στους φρικτούς θανάτους;».
Δεν απάντησα.
 Ζήτησα μόνο να μου μιλήσει λεπτομερέστερα για το λήρο της Πατράκαινας.
«Ήταν συμπαθητική και λιγομίλητη. Ευγενική με όλους και απόλυτα λογική στην κουβέντα της. Τα απογεύματα έβγαζε δύο καρέκλες γύρω από ένα τραπέζι της αυλής. Έστρωνε το τραπέζι με δύο πιάτα και διπλά μαχαιροπίρουνα. Ύστερα, παριστάνοντας ότι τρώει, μιλούσε στο κενό απέναντί της: ‘‘Φάε Δημητράκη το κρέας σου’’ και απαντούσε η ίδια: ‘‘Δεν πεινάω, Μαργιολή’’. ‘‘Κρυώνω Δημητράκη’’ συνέχιζε. Κι ακολουθούσε η απάντηση του …Δημήτρη, του Δημήτρη που βρισκόταν θαμμένος στη ρίζα της κερασιάς της αυλής, κομμένος στη μέση από γερμανική οβίδα:
 ¨Μείνε, γυναίκα ακόμη λίγο. Όταν βραδιάσει θα γεμίσουν πυγολαμπίδες τα μαλλιά σου».


Γιάννης Τσίγκρας

ΗΔΥ ΚΑΙ ΑΔΙΑΣΤΑΤΟ ΦΩΣ




ΗΔΥ ΚΑΙ ΑΔΙΑΣΤΑΤΟ ΦΩΣ


            -Η κρυφή εκδίκηση του  γελωτοποιού
            είναι να μένει αυτός που είναι
            και σε καιρούς που μέδουσες
            δανείζονται τη σάρκα των νεφών.

  Η Άνοιξη έμπαινε ως οσμή νεκρών κριτσιναριών. Κι ύστερα ο τσίγγινος πετεινός τρελαίνονταν – το κεφάλι πάντα προς τον Βορρά. Ο ανεμοδείχτης αυτός βρίσκονταν στην πιο ψηλή κορφή της κρεβατιάς με τα χειμερινά σταφύλια. Τον είχε φτιάξει ο θείος ο Δουλάς, δεύτερος γαμπρός της γιαγιάς Χρυσάνθης στην αδελφή της την Ανδρονίκη – ο πρώτος άνδρας της είχε πεταχθεί στην απεραντοσύνη και την αιωνιότητα να πάρει τσιγάρα, ένα ζεστό μεσημέρι του 1936.
 Ολική η έκλειψη του.
 Ο Δουλάς, προϊστάμενος τμήματος της Ηλεκτρικής Εταιρείας, έφθανε στο σπίτι μας στο Καπακλή με ένα υπό μάλης ξύλινο κουτάκι. «Πάμε» μου πετούσε μεταξύ πρότασης κι ανέκκλητης απόφασης. Βαδίζαμε ως τα μπλόκια του Παλαιού Λιμεναρχείου. Αυτές τις  ανοιξιάτικες μέρες πηγαίναμε για ψάρεμα.
 Εκείνος περπατούσε μπροστά με μεγάλο διασκελισμό ψάλλοντας «ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας…» Τον πρώτο σαργό που έπιανε μου τον έδινε να τον κρύψω καλά στο κουτί με τα εργαλεία «για να μη τον ματιάσουν».
 Υπήρχε κάτι σκληρό και σκοτεινό εκείνα τα πρωινά, τα μπλόκια γεμάτα βρύα κι η θάλασσα, περισσότερο εντός μας, να ροχθεί κι οι βάρκες απέναντι μας μπροστά στον ήλιο – μια Αχερουσία.
Κάποιο μεσημέρι, από αυτά που γεμίζουν τα ταβάνια με φευγαλέες σκιές, γυρίζοντας απ’ το ψάρεμα, σταθήκαμε πλάι στην τουλούμπα της παλιάς Αγοράς – υπάρχει ακόμη. Ένα κόκκινο ιδρωμένο άλογο έπινε νερό στην ποδιά με τα πολύχρωμα χαλίκια. Ο ιδιοκτήτης του χτυπούσε την αντλία με δύναμη.
 Πίσω ακριβώς η κυρά Στέλλα, ως ογκώδη μελανίτη τη θυμούμαι, πρόσφερε στον παππού μου, τον πατέρα του πατέρα μου τον καφέ του. Ήταν το διάλειμμα αυτό, αμέσως μετά το κολατσιό. Ο Παππούς είχε στην παλιά Λαχαναγορά την κτισμένη, όπως αργότερα αποδείχθηκε, πάνω σε ιουστινιάνεια τείχη, ένα μικρό, σκοτεινό σαν βόρειο παραμύθι, μαγαζάκι. Είχε και εφτά υπαλλήλους.
 Σπανίως πλέον τον έβλεπα, ο πατέρας μου πειραγμένος επειδή μέσα στα πρώτα εγγόνια του παππού, που τους δωρήθηκε ένα ποδήλατο όταν εκείνος κέρδισε τον πρώτο αριθμό στο λαϊκό, δεν συμπεριλαμβανόμουν εγώ, για κάποιο άγνωστο λόγο. Παλαιότερα που πήγαινα στο μαγαζί έβλεπα τους εργάτες να πλέκουν ξερούς μίσχους σκόρδων, να φτιάχνουν μικρές ή μεγάλες πλεξούδες. Μιλούσαν για τον Ολυμπιακό και την ΕΔΑ που συνέπραξε με τον Παπανδρέου. Ο παππούς έσκυβε στον λογιστή τους «Βουνοτριπίδης, εκ Πτολεμαΐδος, χρέωση τόσο, πίστωση τόσο». Γύρω στις δέκα σταματούσαν για κολατσιό-ψωμί φρέσκο μπαγκέτα, ελιές ζαρωμένες, σκόρδο.
Kι έξω ο τυροπιτάς ανεβοκατέβαινε. «Σε ψάχνει» μου έλεγαν. Ο τυροπιτάς υπήρξε το πρώτο θύμα μου, όταν μάθαινα ποδήλατο, στους στενούς δρόμους του λόφου των Παλαιών. Σκυφτός, δεν είδα το καροτσάκι του, χτύπησα πάνω. Οι τυρόπιτες και τα ζαχαρωτά ψωμιά σκόρπισαν μαζί με τα θρύψαλα την βιτρίνας, μέσα σε ξερά πλατανόφυλλα.
Έκτοτε ο βιοπαλαιστής (που έγραφαν και τα βιβλία) έγινε ο μπαμπούλας μου. «Εδώ είναι» φώναζαν οι υπάλληλοι του παππού και κρυβόμουν μέσα στα σκόρδα, πάνω από τον σολέα, όπως φάνηκε αργότερα, όταν γκρέμισαν την Αγορά, της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας.
 Η ποδιά γέμισε νερό. Στο λαιμό του αλόγου μεγάλοι ανέβαιναν κόμποι. Στο άλλο πεζοδρόμιο πέρασε η κουτσή Λίζα – ένα δεκάχρονο, και βαλέ, σκυλί με μαζεμένο το δεξί του πόδι. Και πίσω του ο ψάλτης των Αγίων Θεοδώρων. Είχε, όπως κάθε πρωί, πιάσει κουβέντα μ’ έναν συνομιλητή, κρυμμένο προφανώς στην υγρή γλυσίνα.
 Στην οδό Λαρίσης σταμάτησε ένα λεωφορείο - ΧΛΟH έγραφε στην παλιά του ταμπέλα. Κατέβηκε ένα κορίτσι μ’ ένα ζουζούνι να πετάει εμπρός του, δεμένο με κλωστίτσα. Το ακολούθησα την ώρα που ο Δουλάς κουβέντιαζε καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με τον παππού.
Διασχίσαμε την Στιγμή όπως ο τυφλός ακκορντεοντίστας περπατά ένα δρόμο με ανθισμένες κουτσουπιές. Κόψαμε μια παπαρούνα άδειου τοπίου.
 Διαπιστώσαμε ότι τα όρια της μουσικής είναι φτιαγμένα από μουσική.
Ξάφνου στην άκρη της κλωστής άναψε ο χρυσοζούζουνας. Και το φως μεταδόθηκε ώς το κορίτσι και στη συνέχεια  ώς τα πράγματα και τα φαντάσματα.
Ήταν ένα φως ηδύ και αδιάστατο.
Γιάννης Τσίγκρας

Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΛΕΝΗ



Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΛΕΝΗ

Πέρασε δίπλα μας, στις ανδρώες θέσεις εισβολέας, όπως άλλωστε συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια και ήταν τόσο διακριτική , όχι για μας ,αλλά για όσους με κλειστά μάτια συνήθιζαν να  προσεύχονται, άλλωστε η ανθισμένη τιλιά στο προαύλιο του Αγίου Τρύφωνα σκέπαζε κάθε άρωμα -τι άλλο πειρασμικά από μια γυναίκα να αισθανθούν όσοι καταλάβαιναν πού βρίσκονταν  την Κυριακή στις εννιάμιση το πρωί.; Κάθισε κάτω από την αγιογραφία του ιεράρχη Αγίου Νεκταρίου, έβγαλε από την τεράστια τσάντα της ένα σακούλι κι άρχισε να μασουλάει και να φτύνει  στο χαλί της Εκκλησίας σπυριά ωμού σταριού:Ήταν το δικό της μνημόσυνο σ΄όσους έφυγαν κάποια τρυφερή νύχτα, αφήνοντας απότιστο το φύκο της βεράντας, ξεχνώντας εντελώς τη συνέχεια αγαπημένων τηλεοπτικών σειρών, έφυγαν με ένα τελευταίο στεναγμό, χωρίς μια καληνύχτα σ΄ εκείνη, την εγγονή, την  κόρη , τη σύζυγο την αδελφή.
 Σε καιρούς που τα πράγματα έμοιαζαν νάχουν σταθεροποιηθεί σε άλλους δρόμους , οραματιστής όσο όλοι οι ατάλαντοι ποιητές, εγώ, ο γείτονας και παρατηρητής του παρατηρητηρίου της, έγραψα μια μπαλάντα με τίτλο το όνομά της: «Η δεσποινίς Ελένη». Η Ελένη η γεροντοκόρη που, παλαιότερα, μιλούσε μπροστά στο καντηλάκι με τη γιαγιά η οποία βρίσκονταν ήδη στο Επέκεινα, γκρίνιαζε με τη μαμά της, τη δύστροπη κυρα-Όλγα και το βράδυ, στην κλίνη που θα μπορούσε να καταλήξει παστάδα όσο και φέρετρο, αναρωτιόταν τι θα μπορούσε να συμβεί με το υγρό αστέρι που έβλεπε να τρεμοσβήνει πάνω από τα, σαν απειλητικές παλάμες, φύλλα της κληματαριάς:

Το αστέρι κάποιο βράδυ θα κυλήσει
Το πού μονάχα την ενδιαφέρει.
Στα μάτια του ωραίου που θα  φέρει
Ή στα δικά της μάτια πριν τα κλείσει.

Κατά το πρωθύστερο, να σημειώσω ότι είχε προηγηθεί στο ποίημα  μια περιγραφή λυρικότατη της νύχτας:

Έξω η βραδιά ανθίζει λυπημένη
Θρηνολογούν αναίτια τα τριζόνια.
Είναι δικά της τα φευγάτα χρόνια,
Καιροί που γεννηθήκαν πεθαμένοι.

O ωραίος βατραχόσχημός της, εκείνος που η Ελένη νόμιζε ότι θα μπορούσε να αποκαλύψει την πριγκηπική του μεγαλοπρέπεια-με τον γνωστό τρόπο των ερωτευμένων- ήταν εκείνη την εποχή της νεότητάς της o Γιώργος , ένας βιοτέχνης, ιδιοκτήτης κοντινού εργαστηρίου κουρτινών.
Στην πραγματικότητα, η δεσποινίς Ελένη είχε την ιδρωμένη φαλάκρα του ως της μέρας άστρο. Ένα άστρο που άδυτο θα παρέμενε για όλη της τη ζωή.
 Από τη βεράντα  του διώροφου σπιτιού της δεν έβλεπε απέναντι, στις παλαιές αλυκές, τα παιδιά που γκρέμιζαν εκείνη την ώρα το σπιτάκι των αλατωρύχων, ούτε τα σκουριασμένα σκαριά των πλοίων που έμοιαζαν να αράζουν μέσα σε κυλινδρόχορτα και βούρλα, τρομάζοντας τα μικρά γλαρόπουλα και τα ζευγάρια που ξάπλωναν εκεί
Κοίταζε εναγώνια το δρόμο  ψάχνοντάς τον.
 Το βλέμμα της δεν το κούραζαν οι πλανόδιοι με την απίστευτη  φωνογραφία του μεσημεριού-ψαράδες και μανάβηδες και ψιλικατζήδες, με κάρα που έσερναν βαριά άλογα ούντρας, ενώ πίσω τους έτρεχαν οι νοικοκυρές της μισής μαραμένης γαρδένιας σε γκαζοτενεκέ για να μαζέψουν την κοπριά-λίπασμα που έπεφτε πίσω από το ζώο σαν τη αποσιωποιητική στίξη των πρωτολείων στιχουργημάτων μας.

Η Ελένη  μοιράστηκε με τον πρίγκηπά της μια καθαρότητα μεσημβρινού πρωινού στις Αλυκές, πλάι στη θάλασσα που είχε ένα βαθύ μπλε χρώμα, ένα χρώμα που υπόσχονταν αιφνίδια αναδυόμενους ναυτίλους, κι εκείνα τα κωμικά και αλμυρά σπιθαμιαία αλογάκια, τους ιππόκαμπους που ξερνούσαν τα παιδιά  τους. Ακούονταν οι τενεκέδες και τα έι των  βαρκάρηδων, ενώ ο αέρας, φευγαλέα βελούδινος, έδινε την του αιώνιου υπόσχεση. Η Ελένη καθισμένη στην άμμο ένιωθε ένα αιχμηρό βούλιαγμα στο στήθος καθώς εκείνος της κρατούσε το χέρι. Αυτή υπήρξε η μοναδική, πρώτη και τελευταία, συνάντησή τους. Της εξήγησε ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να συνεχισθεί εκείνη η στιγμή, η στιγμή που, αν τον γνώριζε, θα δικαίωνε στην καρδιά της τον Σέρεν Κίκεργκωρ, επειδή υπήρξε η διαστολή ώς το άπειρο του δικού της χρόνου- σ΄ αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε αιωνιότητα. Πρέπει να τη θυμόταν εκείνη μέχρι την ώρα που ένας άναρχος αέρας φύσηξε στο μυαλό της, μερικές δεκαετίες αργότερα. Ο Γιώργος της εξήγησε ότι η σχέση του με την εργάτρια του εργοστασίου του, αυτή που εκείνη γνώριζε ήδη αλλά δεν ήθελε να παραδεχθεί, ήταν πολύ σοβαρή-πήγαιναν για γάμο.
Η Ελένη ξαναγύρισε στο μπαλκόνι και στο παραφύλαγμά της: Νάτος, περνάει τώρα, θα γυρίσει να την κοιτάξει…Κάποιες φορές η μορφή του έσβηνε ή έπαιρνε ξένα χαρακτηριστικά. Στις δυο-τρεις ερωτικές ιστορίες που έζησε στη συνέχεια κυρίαρχη ήταν η φαντασίωση: Του μιλούσε κοιτάζοντάς τους, τον αγκάλιαζε ακουμπώντας στα μπράτσα τους. Ο πρώτος εξ αυτών ήταν ένας υστερικός νεαρός- τον ανακάλυψε στο κοτέτσι της κρυμμένο  τη μέρα της επιστράτευσης το 1974. Από παντού ακούγονταν εμβατήρια, οι πάντες έτρεχαν απορούντες  και σχολιάζοντες. Η Ελένη παραξενεύτηκε κυρίως για τη συμμετοχή των ορνίθων της-είχαν αναστατώσει τον κόσμο με τα κακαρίσματά τους. Κατέβηκε στην αυλή, έσκυψε στη χαμηλή πορτούλα κι είδε έναν άνδρα να κλαίει με λυγμούς: Φοβόταν μη τον πάρουν στο στρατό. Μετέφηβος έντρομος που ησύχασε μόνο στο κρεβάτι της. Έμεινε εκεί ώς να κατασιγάσουν τα πράγματα, ξέρετε, εκείνη η ιστορία με τον πόλεμο που δεν ξεκίνησε, με τα άδεια από όπλα κασόνια, την πτώση της χούντας και την έλευση του Καραμανλή. Ο νεαρός έφυγε ένα μεσημέρι, με τον συνήθη τρόπο των ηρώων μου, πετάχτηκε για τσιγάρα και δεν ξαναγύρισε-προφανώς δεν κοίταζε προς το κοτέτσι καθώς σήκωνε το μάνταλο της αυλής.  Η Ελένη παρηγορήθηκε όταν διαπίστωσε ότι δεν κοιμόταν με κάποιο κλώνο του Γιώργου- πάνω σε μια κουβέντα που είχε με την χελωνόμορφη και χελωνόφρονη γιαγιά το κατάλαβε. «Δεν υπάρχει επανάληψη, το κάθε τι είναι μοναδικό, να κοιτάς μπροστά» της είπε και εκείνη την άκουσε-κοίταξε μπροστά, δηλαδή πίσω, καθώς ο άνθρωπος που τα όνειρά της πλέον στοίχειωνε την κύκλωνε, σαν το φίδι που περιγράφει τη θεωρία του εφέσσιου σκοτεινού φιλόσοφου, το φίδι που δαγκώνει την ουρά του: Άνω- κάτω ίσον εμπρός- πίσω, ίσον τέλος και αρχή. Όλα τα ίδια και μάλιστα τυλιγμένα με κουρτίνες. Ο επόμενος που διέλυσε αυτή την παραίσθηση ήταν ένας νεαρός ποδοσφαιριστής που τότε έπαιζε στην κοντινή αλάνα σε ερασιτεχνική ομάδα. Αργότερα έπαιξε σε ομάδα του κέντρου, ακόμη και στην Εθνική- τόσο ταλαντούχος. Εκείνο τον καιρό ντρίμπλαρε ακόμη και την κερκίδα των δυο σκαλοπατιών, ακόμη και το κίτρινο γκρο διάζωμα, περνούσε σε εαρινά λιβάδια και γλυκίφθογγους αιθέρες, γίνονταν ο ίδιος μουσική. Ύστερα τσακώνονταν με τους φιλάθλους και τους σημάδευε με το σπασμένο κεραμίδι του ξερού γηπέδου. Με την Ελένη γνωρίστηκαν κάποιο απόγευμα που  αυτός γύριζε από την προπόνηση κι εκείνη από μια βόλτα στα προσφυγικά. Τη συνήθιζε αυτή τη μετάβαση για την ιχνηλασία ενός κοντινού παρελθόντος, σε ποια αυλή είχαν ξεμείνει τα καρβουνάκια μνήμης που είχε τοποθετήσει η ξεδοντιασμένη μικρασιάτισσα (τη φαντάζονταν ως ξεπεσμένη παλαιά αρχόντισσα) ανάμεσα στα λαμπερά χόρτα, πού υπήρχε ένα άδειο κλουβί με  μανταλάκι πιασμένο στο σύρμα ή ένα μισάνοιχτο παράθυρο απ΄ όπου φαίνονταν η Αγία Παρασκευή η Επιβατιανή  μ΄ένα μπλε χρυσίζον φόρεμα . Εκείνο το απόγευμα είχε σκύψει κι εκείνη μαζί με αρκετούς  γείτονες και τον ποδοσφαιριστή σ΄ ένα από τα πηγάδια που έχασκαν χωρίς φιλιατρό μπροστά σε μια οικοδομή. Στο βάθος του διέκριναν να επιπλέει ένα λευκό κρανίο. Η Ελένη έβγαλε μια μικρή κραυγή κι άρπαξε φοβισμένα το χέρι του. Εκείνος την κοίταξε με απορία. Μετά από ένα χρόνο της είπε ότι έπρεπε να τον καταλάβει. Τον ζητούσε μια ομάδα της Α΄ Εθνικής σε άλλη πόλη. Η Ελένη, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, θυμήθηκε μια παλαιά αρραβωνιαστικιά που συζούσε σε  σκηνή μπροστά στο νεότευκτο πλέον σπίτι που κοιτούσαν κι οι δυο όταν αναπολούσαν τον παράδοξο τρόπο της γνωριμίας τους. Η κοπέλα  είχε εξαφανιστεί τότε. Κανείς από το σόι του άντρα δεν μιλούσε για εκείνη. «Να πας» του είπε «δε θα σταθώ εγώ εμπόδιο στην τύχη σου».
Στη σούπα των ευάριθμων ημερών που ακολούθησαν τον τελευταίο χωρισμό, τα αξιοσημείωτα είναι ένα όνειρο που είδε η Ελένη και που μέσω της γειτόνισσάς της, της Τσιτσώς, της επονομαζόμενης και Ρώιτερ, κοινοποιήθηκε στη συνοικία. Είδε, λέει, ότι βρίσκονταν στο πατρικό της σπίτι, στο χωριό, στο χειμωνιάτικο δωμάτιο. Κοιτούσε στον καθρέφτη και, τι παράξενο, ένα προσωπάκι μικρού παιδιού της χαμογελούσε. Όταν έπαψε να χαμογελάει, το στοματάκι του μετατράπηκε σε μια κίτρινη  πεταλούδα, από αυτές που, μαζί με τις σκιές στο ταβάνι, μετρούμε τα καλοκαιρινά μεσημέρια. Η πεταλούδα πέταξε ξαφνικά στο μισοσκότεινο δωμάτιο, χάραξε άπειρες τεθλασμένες πριν σβήσει, παραμένοντας ως αίσθηση παρουσίας (κι αυτό το τελευταίο, παραδόξως, το κατανόησε η Τσιτσώ). Στη θέση του στόματος παρέμεινε, ένα χάσμα, μια μαύρη τρύπα που διαρκώς, περιδινούμενη, μεγάλωνε, γέμισε υφάδια αράχνης κι άπειρα κόκκινα μάτια ενώ ακούγονταν από χορωδίες τα πένθιμα  ευλογητάρια των μνημοσύνων. Το δεύτερο συμβάν, νομίζω ότι ακυρώνει τον, μάλλον επιπόλαιο, χαρακτηρισμό μου του χρόνου εκείνου ως « σούπας ημερών»- στο κάτω –κάτω η ποιότητα του μετρήσιμου καιρού είναι υπόθεση απόλυτα υποκειμενική. Το δεύτερο γεγονός, λοιπόν, είναι η  αναγγελία θανάτου του Γιώργου τάδε, βιομηχάνου κουρτινών, που κήδευε εκείνη που η Ελένη δεν ήθελε ακόμη, ως σύζυγο του, να  αναγνωρίσει. Και τα τρία παιδιά του.
Η Ελένη χάθηκε από προσώπου γης. Μια πένθιμη σιωπή της ενός περίπου μήνα τη διαδέχτηκε ένα πρωινό στο μπαλκόνι όπου,  ημίγυμνη, τραγουδούσε το «Τρελοκόριτσο» και το «Α κάζα ντ Ιρένε», εκδρομικά τραγούδια των σίξτι΄ς.
Ύστερα μάθαμε ξαφνικά ότι παντρεύτηκε από προξενιό στην Αμερική. Άλλοι έλεγαν ότι τη ζήτησε σε γάμο ένας κατασκευαστής φερέτρων για σκύλους του Μανχάτταν κι άλλοι την φαντάζονταν σε φάρμα να κυνηγάει, στις εκρηκτικά αίθριες Κυριακές της, τους χνουδωτούς σπόρους των αγριάγκαθων που ονομάζουμε «κλέφτες»-τέτοια αβρή μονοτονία να σπάει.
Το θέμα είναι ότι γύρισε χήρα μαυροντυμένη. Δε μίλησε, έκτοτε, σε κανένα. Κλείστηκε σ΄ένα κουκούλι αφασίας. Αφασίας, όχι σιγής. Επειδή τα βράδια άρχισαν να ακούγονται  δυνατοί γδούποι στο σπίτι . Οι κοντινοί γείτονες κατάλαβαν τι σήμαιναν οι ήχοι αυτοί. Η Ελένη, με βαριοπούλα, γκρέμιζε τις μεσοτοιχίες. Περνούσε από την κρεβατοκάμαρη στην κουζίνα κι από εκεί, σε μια βδομάδα, στο σαλόνι. Κάποιες φορές έβγαινε και σε εξωτερικούς τοίχους, άνοιγε οπές και κοιτούσε. Κι ύστερα σταμάτησε ξαφνικά.
Ο αδελφός της, ο Φαίδων, που την επισκέφτηκε μια μέρα, εξήγησε στον κόσμο ότι στη θέση των μεσοτοιχιών είχαν κρεμαστεί μεγάλες λευκές κουρτίνες.
Γιάννης Τσίγκρας