Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Μ' ΕΝΑ ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΜΑΡΚΑΔΟΡΟ

 ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΤΑΝΑΓΙΑ

                                    Ή

Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ


(……με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Τότε στη θέση των αυτοκινήτων έτρεχαν οι ίσκιοι των εαρινών νεφών  ή ,σαν τους ιπτάμενους δερβίσηδες, χόρευαν στρόβιλοι από άχυρα.  Σούστες και ποδήλατα περνούσαν μπροστά από ηχηρά πεταλωτήρια  και εδωδιμοπωλεία βελούδινης σιωπής. Η οδός Αλμυρού, η χαράσσουσα διαγωνίως το τουρκικό νεκροταφείο, μπροστά από το σταματημένο εργοστάσιο  του «Φωταερίου», το κυκλοτερές ερείπιο, έστριβε προς τη συνοικία των Παλαιών. Χωματόδρομος που διασχίζαμε ξεκινώντας από το 9ο Δημοτικό Σχολείο και πηγαίνοντας στα καθησυχαστικά σπίτια μας.

(……. οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)
 

-Το Σχολείο, καλοσχεδιασμένο με τον τρόπο του  Τζιόρτζιο ντε Κίρικο - ξύστε πρώτα καλά τα μολύβια σας-, λειτούργησε ώς το 1955, καιρό του μεγάλου σεισμού στο Βόλο, δυο- τρία χρόνια αργότερα από τότε που πετροχελίδονα, σαν τις εναπομείνασες στιγμές μας μαύρα, τινάζονταν από τα χάσματα και διόρθωναν τις χωρίστρες των μαλλιών μας. Εμείς υμνούσαμε με τον κύριο Ηλία Κώτση, τον βιολιστή, ως χοράρχη, την ‘‘πανώρια πολιτεία, νεράιδα του γιαλού, νυφούλα ζηλεμένη, του Παγασητικού’’. Πάνω βάραιναν μελανίτες  πασπαλισμένοι  με την αλευρόσκονη των σιλό του λιμανιού. Στα διαλείμματα παρηγορούσαμε τους πενθούντες συμμαθητές, κατοίκους του τσιγκομαχαλά  - κάθε δεύτερη μέρα έπαιρναν από το μάθημα κάποιον κλαμένοι συγγενείς. Οι ταλαιπωρημένοι μικρασιάτες γονείς τους έφευγαν ένας- ένας αφού, μετά τον μαύρο ουρανό της Σμύρνης, τις υγρές πέτρινες κάμαρες με τη βαριά μυρουδιά του καπνού και τα τσαντίρια πλάι στα αβαθή υπήνεμα, έζησαν τη χαρά ενός δικού τους σπιτιού , έστω φτιαγμένου από λαμαρίνες και κόντρα πλακέ.

(….. στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Στο δρόμο από το σχολείο για το σπίτι περνούσαμε επίτηδες, μεγαλώνοντας την απόσταση, μπροστά από το φασουλάδικο του Τανάγια. Ένα παλιό χάνι με άχρηστους χαλκάδες ν’ ακουμπούν πάνω στον κόκκινο τοίχο. Περνούσαμε επίτηδες για να μιαν οσφραντική εμπειρία , να ζήσουμε μία προεισαγωγή στο αχνιστό πιάτο που μας περίμενε στο σπίτι. Σαλιγκάρια τηγανιτά που μάζεψε η κυρα Λένη απ’ την μαγούλα  με τα θυμάρια και τις φραγκοσυκιές, χόρτα από τα χωράφια του Τζαχρή που μάζεψε η μητέρα και αντέδωκε (σκεπασμένο πιάτο μη ζηλέψουν οι γειτόνισσες), όσπρια με μαύρο ψωμί. Καπνισμένα από το πετρέλαιο γκαζιέρας ΚΟΡΜΠΑ. Και το μισόκιλο, στην άκρη του τραπεζιού, του πατέρα σφραγισμένη ρετσίνα. «Αχ, το κρασί ξεχάσαμε» έλεγαν καθημερινά κι ο πατέρας «θα φτύσω και έφτασες…». Περίμεναν και τη ρέγκα που είχε επίσης ξεχαστεί. Αλλά στις γωνιές μας σταματούσαν οι μάγκες και μας καλόπιαναν –είχαμε χορτάσει άλλωστε με τη μυρουδιά στου Τανάγια- και μας ζητούσαν ν’ αγοράσουμε, στα δέκα μας τόσο αθώοι, ‘‘ ένα πενηνταράκι σηκοβάρα’’.

(… και συμπληρώνει με μαρκαδόρο:…. στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)


-Η με το σαγόνι ενωμένο με τη μύτη κι ένα χνουδωτό ημιμύστακα, γριά Άννα η κατσικού, έδενε τον τράγο της σ’ έναν από τους κρίκους  στο χάνι του Τανάγια. Στο διπλανό κρίκο κοιτούσε ηλίθια η ξένη γίδα . Άφηνε το σχοινί λίγο- λίγο ως τη συντέλεση του γεγονότος που της απέφερε ένα δίφραγκο. Η ταρίφα για ένα ζευγάρωμα. Η Άννα, που και μάγισσα  τη φωνάζαμε, εννοώντας το, ιδιαίτερα όταν μας κυνηγούσε, έμενε στο ερειπωμένο «Φωταέριο».

(…… Πλησιάζει και συμπληρώνει με μαρκαδόρο:…στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Τρέξαμε στη θάλασσα με κομμένες κουβέντες. Η Βάσω ( ή Διοτίμα) με τις μακριές κοτσίδες μου έλεγε για το δάσκαλο και τα παιδιά. Θα’ χαν ανακαλύψει τη φυγή μας. Στα ρουθούνια μας πένθιμη μπουκαδούρα. Περάσαμε πλάι στη θολή, χωρίς ναυτίλους, θάλασσα. Μέσα από την παραγκούπολη, σπρώχνοντας απλωμένα εσώρουχα, ακουμπώντας σε καρότσια γεμάτα χαρτόκουτα, φτάσαμε στο «Φωταέριο». Την ροτόντα που κάποτε δούλεψε για τον φωτισμό της πόλης με γκαζοφάναρα.. Μπροστά στο έρημο κτίσμα στέκονταν η Άννα και ένας γέρος. Πιο πέρα ο τράγος τέντωνε το σχοινί βελάζοντας προς ένα αδιάφορο κατσικάκι. ‘‘Παντρευτήκαμε χτες’’ δικαιολογήθηκε η μάγισσα. Ξαφνικά ο τράγος έσπασε τα δεσμά του. Η Βάσω ( ή Διοτίμα) μου έσφιξε το χέρι .

(……Ένα ερείπιο το χάνι του Τανάγια. Αντί για φασολάδα μυρίζει πλέον  υγρασία και φόβο. Τα φαντάσματα αρχαίων αλογοκεφαλών αναβοσβήνουν στα παράθυρα. Στην ξύλινη πόρτα υπάρχει κρεμασμένη μια ταμπέλα: « Βρίσκομαι απέναντι». Εκείνος πλησιάζει και συμπληρώνει με μαρκαδόρο: ….στο οικόπεδο με τους  ανθισμένους ασφοδέλους.) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου