Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013


Ο ΤΥΦΛΟΣ ΑΚΚΟΡΝΤΕΟΝΙΣΤΑΣ
Κι όταν τον ρώτησα τί σημαίνει
Ένα "Η σκοτεινή Νέκυϊα"
Στην ταμπέλλα του μικρού καφενείου
Ο πατέρας κίνησε τον δεξί του ώμο
Την ίδια στιγμή ακούστηκε
Το σφύριγμα αόρατου πλοίου
Κι ο τυφλός ακκορντεονίστας
Που κάθονταν απέναντί μας
Σηκώθηκε απ' την καρέκλα
Τινάζοντας από πάνω του
Άνθη μελικοκκιάς

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

ΜΟΝΟ
Μόνο που οι ποιητές, δε θ' άλλάξουν τον Κόσμο
Με πολύτροπα δάκρια
Και πολύκροτα "σαν"
Με ρωμαλέα
Κι αδαμάντινα
Ρήματα
Τί θα προσφέρουν στο κορμί μας
Οι περισσότερες ρυτίδες;
Τί θα προσφέρουν στην ψυχή μας
Οι περισσότερες ραγισματιές;
Ένα τραγούδι ανθισμένο περιμένουν ανυπόμονα
Εκείνοι των οποίων
Τετάρακται
Και κατώδυνός εστίν
Η καρδιά-
Όσοι νιώθουν 
Ότι αχνά συντονίζονται
Με μακρινά τους ακόμη
Χερουβικά
ΚΑT' ΟΝΑΡ
Απ'τα βλέφαρα κρέμεται ένας ύπνος
Γεμάτος κινήσεις αχνών σκαραβαίων
Η πόλη άδεια
Δίχως αδριάντες και ποδήλατα
Δίχως ένα κόκκινον ήλιο
Πιασμένο με μανταλάκι
Στην απέναντι ταράτσα
Οθόνες νεφών  κυνηγιούνται
Ψιθυριστά ακούγεται μια αφήγηση
Μακρυά σα συναξάρι
Σαν το ποτάμι που ασημίζει από ψηλά
Τις άναστρες νύχτες

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΑ
 
Μια νυχτοπεταλούδα στο φως της αυλής
Φάνηκε τεράστια στον απέναντι λευκό τοίχο
Τ'ανθάκια του γιασεμιού άσπριζαν πλάι μας
Ακούστηκε ένα χρεμέτισμα
Η κυρία Κλειώ είχεν ακουμπήσει
Το 45αράκι στο πικάπ
Κι ευθύς εμφανίστηκαν
Απ'το σκοτάδι,λες,κομμένοι
Ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, ο Μπαρμπαγιώργος
Κι ο πειναλέος ο καμπούρης
Με την οικογένεια
Οι άλλοι δεν το πήραν είδηση
Μα εγώ
Ακουσα το θίασο να μιλάει για τις ζωές μας
Τί κουβάλησε ο καθένας το μεσημέρι
Απ'το φούρνο
(Σίγουρα καρφωτή αυτή του Καραγκιόζη)
Ο δράκος, πριν πεθάνει,μου προφήτεψε
Φόβους μου μελλοντικούς 
Στο τέλος ήλθε κι ο Νιόνιος
Με μπουγαρινάτη κιθάρα
Για τση γυναίκες,έλεγε,και τσου καημούς
Πράματα -τότε μου- ακατανόητα
Μόνον εκείνη η πεταλούδα μεγάλωνε συνέχεια
Ώσπου τα σκοτεινά φτερά της ακουμπήσαν
Στης οικοδέσποινας τα μάτια

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

ΟΙ ΣΑΜΑΛΑΔΕΣ
Οι σαμαλάδες εμφανίστηκαν στις αρχές του 1960
Ήσαν δωδεκάχρονα παιδιά
Με μια τάβλα γλυκό κάτω απ' τη μασχάλη
Και μια σπάτουλα στο δεξί χέρι
Διέσχιζαν,διαλαλώντας, την πόλη
Την τετραγώνιζαν αυτή τη γενέτειρα
Το σχήμμα της έδιναν φακέλλων
Αυτά τα γράμματα δεν έμεναν ανεπίδοτα
Κάποτε τα άνοιγαν οι ίδιοι
Στην άκρη κάποιου χωματόδρομου με νυχτολούλουδα
Ισορροπώντας την τάβλα στο γόνατο
Και διάβαζαν τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν
Εύρισκαν λέξεις γλυκύτερες απ' το σάμαλι
Για την αγάπη που δε γεύτηκαν οι ίδιοι
Για την αγάπη που μπορούσαν να προσφέρουν


Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

ΥΨΙΠΕΤΕΙΣ ΚΑΙ ΧΟΪΚΟΙ
Οι λέξεις είναι όπως τα τοπία στα όνειρα
Δεν μεταμφιέζονται απλώς-
Μεταμορφώνονται
Μοιάζουν με τους εύθραυστους
Κορυδαλλούς
Στα χέρια των παιδιών
Βρίσκονται πάνω από
Τους πολύτιμους λίθους
Γιατί ονομάζουν
Το κάθε τί
Στο σύμπαν
Ορατό κι αόρατο
Υψιπετές και χοϊκό
Οι λέξεις αποτελούν κελύφη
Που περικλείουν την Ουσία
Όσων κατανοούμε και των επέκεινα α-νοήτων
Αποφαντικά ονομάζουν και το Υπέρτατο
Εντούτοις είναι τρυφερές
Όσο οι τεθλασμένες ανοιξιάτικων εντόμων
Όσον οι προθέσεις εκείνων
Που ανακαλύπτουν ένα ανθάκι
Σε μια σελίδα παλαιού βιβλίου

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

ΣΤΟ ΚΑΘΑΡΟ ΤΗΣ ΒΙΩΜΑ


Η Αγάπη δεν ακούγεται σαν το τζιτζίκι
Στον κλωβό δυο ενωμένων παιδικών χεριών
Καταργεί πολύχρωμες παντιέρες
Και θριαβικά του θανάτου εμβατήρια
Αψίδες δεν ανυψώνει
Τείνει προς το σημείο
Μηδέν
Του λόγου
Κι έξαφνα
Ως πράξη
Γιγαντώνεται
Η Αγάπη ανάβει ένα φως
Στο σκοτάδι της ψυχής
Όπου νυχτεριδόμορφοι πετούνε δαίμονες 
Υπάρχει ξένη προς
Το
Ίδιον
Βλέπει τον Άλλο
Κι όχι τους καθρέφτες

Την έμπονη προτείνει προσευχή:
Πέρα απ' την κούφη αγαπολογία
Να μας δοθεί να φτάσουμε
Στο καθαρό της
Βίωμα

(Στην Κατερίνα Δε. Στα. Πα.)

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

ΦΥΛΛΟΒΟΛΑ
Όλα τα στοχαστικά ποιήματα
Καταλήγουν, στο νόημά τους, φυλλοβόλα
Δεν υφίσταται, όμως,ένας Γαλαξίας αληθειών
Που να βεβαιώνει την ανάγκη της ύπαρξής τους
Η Αλήθεια δεν είναι φέτες καρπουζιού
Να τη μοιράσεις, όπως τα ιμάτια

Είναι ο μονοκόματος θείος χιτώνας

Ούτε τα αειθαλή κι ανθισμένα
Τα, επ'εμοί, αστικολυρικά στιχουργήματα
Tρέφουν ψευδαισθήσεις για την αιωνιότητα
Διακοσμούν, απλώς, τις γωνιές του μυαλού
Όπως οι ζωγραφιές στα παιδικά δωμάτια
Όταν μια ΄κάθετη γραμμή τιτλοφορείται"η γιαγιά μου"

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

ΚΙΚΙΡΙΚΙ
Σε κάποια αποκριάτικη Κυριακή του 1962
Είχε φορέσει καφάσι με τουλπάνι στο κεφάλι
Και φαρδιά στρατιωτικά παντελόνια-του αδελφού
Ήταν η μόνη που δε γνωρίσαμε
Της προσάψαμε,έκτοτε,το παρωνύμι
Κικιρίκι
Όταν ο πατέρας της έπαιρνε στον ώμο
Μια πλεξίδα σκόρδα για να βγει στη γύρα
Τον συνόδευε ώς την αυλόθυρα
Ανάμεσα σε εαρινά τριαντάφυλλα και πασχαλιές
Ύστερα ξεχάσαμε την παρουσία και των τριών
Μόνο στο πέρασμα του δρεπανηφόρου τους θυμόμαστε
Και προσέχαμε μη γελάσουμε με την παλιά
Εκείνη μνήμη την αταίριαστη στην περίσταση
Προχτές,βέβαια,ένα ανεμίζον κηδειόσημο στο στύλο
Με το επίσημο όνομά της
Μας θύμισε ότι εδώ και χρόνια
Δεν λαλούν στη γειτονιά οι πετεινοί
Τα σκόρδα τα πουλούν στα μάρκετ
Άρα, οι λιγότερο ευαίσθητοι, μπορούσαν
Να θυμηθούν και να γελάσουν
Μόνη είχε απομείνει άλλωστε, ποιος να πειραχτεί;

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΑΜΑΤOYME
Κάποτε σταματούμε να γράφουμε
Η ποίηση,σκεφτόμαστε,δε μας πρόφερε και πολλά

Στην πραγματικότητα, βέβαια, εμείς δεν προσφέραμε
Σ' αυτό που είδαμε σα γυάλινο πύργο που μας περιέχει
Και στους απέξω-όσους μελετούμε
Ως εμβριθείς λεπιδοπτερολόγοι

Η ποίηση είναι το ιαματικό λαδάκι
Απ' το άσβηστο καντήλι της γιαγιάς
Κι όχι η ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου

Στο ποίημα γρανάζια δε γυρίζουνε τροχούς

Ένας ξυπόλητος Χριστός μονάχα περπατάει
Και ευλογεί
Ακόμη κι εμάς

Τους θλιμμένους ναρκίσσους

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

ΙΑΣΟΝΟΣ 1960
Έσπρωξα την πράσινη πόρτα
Ο άντρας, με τόνα πόδι πάνω στ' άλλο
Ξερακιανός-το καβουράκι να του σκιάζει
Το μέτωπο και τα μάτια-
Μοιράζονταν
Κάτω από μυγόστικτη κορδέλλα
Ένα πιάτο τηγανητές μαρίδες
Μ'ένα μαύρο γάτο
Η σερβιτόρα ώρμησε πάνω μου
Πίσω ακούστηκαν χλιμιντρίσματα
Οι αμαξάδες έφταναν στην πιάτσα
Ένας- ένας με χλωμά πρόσωπα κ' ιδρωμένα άλογα

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013


ΕΔΩ
Εδώ που φτάσαμε φυσάει το Αιώνιο
Ρίχνει τα φύλλα από τις λέξεις
Ο τόπος που ακολουθεί ανθίζει
Σαν μια ασύνθετη, απλή,υπέρλογη
Καινούργια καλοσύνη

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

ΟΙ ΠΗΛΙΝΕΣ ΚΟΡΕΣ
Κάποτε ζούσα σε μια χώρα
Με βούρλα, αλμυρίθια και γλάρους
Με κεραμιδένιες κόρες
Που έπλεαν σε χθόνιο κρόουλ-πλάι σ' αετώματα
Είχαν προηγηθεί οι σεισμοί του '55
Και τα μπάζα δημιούργησαν τη Νέκυιά μου
Είχα κι ένα τσέρκι και μια φούρκα
Και την πεποίθηση ότι ήμουνα μεγάλος
Τόσο, ώστε να ζητώ απ'τα πήλινα αγάλματα
Να μου μιλήσουν για σκάλες και κήπους
Για παιγνιδίσματα του φεγγαριού
Με τα χαμένα δάχτυλα αρχαίων φοινίκων
Ακουμπούσα στο σαγόνι τις παλάμες και ρωτούσα
Συνήθως μου'κλεβε το τσέρκι
Ο πρώτος που περνούσε σαμαλάς

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

O πατέρας, η μανιά Σταυρούλα, ο θείος Τόλιος 1932

Ριζόμυλος. Σ΄εκείνες τις στατικές οικογενειακές πόζες -δοκίμια για τον Καιρό 

ΕΙΚΟΝΑ
Ευδία
Μακρινό και μισοσβησμένο
Ακούγεται σμυρνέικο μαρς
Στην΄προκυμαία
Το παιδί
Σε μια κορδέλα έχει δέσει ένα γλάρο                                             
Και τον ακολουθεί
Όπως το πεπρωμένο
Όπως το Χρόνο που μετριέται
Με τις
Ασημένιες
Ρυτίδες
Της θάλασσας

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

ΣΤΙΣ ΑΚΡΩΡΕΙΕΣ
Στις ακρώρειες των λέξεων
Φύεται μόνον ένα λουνα παρκ
Με ασφοδέλους στα στόματα όσων
Τις πρόφεραν κατά καιρούς

Στα όρια φυτρώνουν λουλούδια
Μ' εκείνο το ιώδες
Που προσδοκά την επανάληψη

Στις κλιτύες τους
Ανηφορίζουν ποιητές κι άλλοι επαίτες
Του νοήματος

Ενώ, ψηλότερα
Σε πορφυρά συννεφάκια
Εχουν στηθεί τραπέζια με μελανοδοχεία
Και οι τελώνες περνούν τα επιμανίκιά τους
Ζυγοί τοποθετούνται για να μετρήσουν
Το βάρος και τις προθέσεις των λαλούντων

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

ΕΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΙ
Μάζεψα τα ακριβά μου πράγματα και λόγια
Σ' ένα στρογγυλό κουτί
Από σοκολατάκια- του 1938
Εκεί που η μητέρα έθαβε παλιές φωτογραφίες
Ένα κουτί κυκλικό είναι
Με διαγώνιο ίχνη από σταγόνες
Σπέρματος μεταξοσκώληκα
Τοποθέτησα το πρώτο "ας"και πάνω του
Ένα "τρέχουμε;"
Πιο ψηλά το πρώτο δαχτυλίδι
Που κύλησε στη σχισμή των ενωμένων μου χεριών
Ένα φιλί, ένα διάττοντα, το πρώτο
Που εισέπραξα "όχι" και την οσμή
Κομμένου και μαλακού χορταριού
Ένα αγγελάκι, μόνο, δε χωρούσε
Έμεινε έξω κι έκτοτε
Στο μέρος βουίζει της καρδιάς
 

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

ΤΕΛΕΣΙΟΥΡΓΙΑ
Η ποίηση τελεσιουργείται
Στο βουερό άηχο της πράξης
Κι άπρακτο του λόγου
Ο οποίoς αποτελεί επίσης πράξη

Στο μεταλεκτικό
Κι όχι,κατ'ανάγκην, έξω απ' τη λέξη
Ενδεχομένως,εντός του πυρήνα της
Ανθίζει, ως ένας εκ των ένδον φωτισμός
Όπως στις βυζαντινές εικόνες

Την ποίηση τη βρίσκουμε στην εναργή ατοπία
Των αποφάνσεων
Γνωρίζουμε, κυρίως

Δεν
Αποτελεί
Ποίηση
ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ
Ογκανίζουσες οι αγριόχηνες πετούσαν, σφηνοειδώς
-Κι απ'τη Δύση-
Έξω απ' το σπίτι με το φούξια λαμπιόνι
Πέρασαν δυο άνδρες
Ο ένας έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του
Ο άλλος σκούπισε μια φυσαρμόνικα στο μανίκι

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Ο ΧΡΟΝΟΣ

ΟΙ ΘΕΡΙΝΕΣ ΜΑΣ ΝΥΧΤΕΣ
Λυσίκομη τη θυμάμαι
Μ'ένα διπλό φούλι στα χείλη
Ν'αναγγέλει το  μέγα Επερχόμενο:
Τη θερινή νύχτα, με τους γαλαξίες
Και τις μεθυσμένες νυχτερίδες
Άναβαν τότε- φρυκτωρίες-
Στους γύρω λόφους οι αστερισμοί
Ο Δεδούσης ξετύλιγε την Άρκτο
Εγώ κρατούσα την ουρά
Με τον Πολικό ανάμεσα στα φρύδια
Και το κάθε, στο Σύμπαν, παιδί
Αναλάβαινε το ρόλο του
Μόνο ένα μικρό
Μικρό και πικραμμένο
Στέκονταν κυρτωμένο στη γωνιά
Μιλούσε με το Χρόνο, τον κρυμμένο
Στο λαιμό της σκουριασμένης τουλούμπας
Στους ίσκιους των φυλλωμάτων
Που έπαιζαν στις ακιδωτές μάνδρες
Ποτέ δε μας μετέφερε τι του'λεγε
Όταν το καταλάβαμε ήταν αργά
ΤΑ ΟΝΤΑ
Η διερώτηση
"Γιατί να υπάρχουν τα όντα κι όχι το τίποτε;"
Μάλλον πρέπει να θεωρηθεί άστοχη
Τα όντα καλλύπτουν το "τίποτε"
Που είναι μια λέξη- ένα πράγμα
Στο πραγμοειδές του ανθίζουν λουλούδια
Σκοτεινά λουλούδια-πράγματα
Που ασθμαίνουν
Μικραίνοντας
Ή προσπαθώντας να απαλλαγούν
Απ'την ουσία τους
Παραμένοντας κούφια κελύφη απουσίας

Πώς να γράψεις ένα ποίημα στο τίποτε;
Σου χρειάζονται τα όντα
Όπως τα κάστανα στη γεμιστή κότα της γιαγιάς

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ
Η Ζωή δεν είναι το ημιτελές όνειρο μιας πεταλούδας
Που βαραίνει στο ακατανόητο ημίφως- τη νομιμότητα
Δεν χρήζει εκ μέρους μας, νοήματος
Όσα λείπουν από σένα, τα κρύβω εγώ
Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού μου
Στην εποχή που αντίκειται της διαχείρισης
Κι απαιτεί άλογη κτήση
Κύριε, δεν κατανοήσαμε τη δεύτερη μεγάλη εντολή
Εν ή κείνται ο Νόμος και οι Προφήτες
Συγχώρησέ μας

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

ΠΕΡΠΑΤΗΣΑΜΕ
Περπατήσαμε αυτούς τους δρόμους
Και σ'ευτυχέστερες στιγμές
Τότε που οι γυναίκες δίπλα μας
Όταν σταματούσαν για ένα "για φαντάσου"
Μύριζαν έντονα νεραντζάνθι
Τότε που στο στερέωμα
Γύριζαν κομήτες κι αερόστατα
Σαν ένα καρουζέλ που κυνηγούν οι φωτογράφοι
Περπατήσαμε αυτούς τους δρόμους
Μ'αέρα που σφύριζε: "ο Καιρός"
Φώναζε:"ο Καιρός είναι ο κανελί σκύλος
Που,έντρομος,κυνηγάει τον ήχο του πόνου του"

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

ΛΕΞΕΙΣ
Όλβιες οι λέξεις στην κουβέντα μας
Τι αχνοσήματα ουσιαστικά, τι ρωμαλέα ρήματα
Ουρές προθέσεων κι εγκλιτικών.
Εκείνο μόνο, το πικραμύγδαλο το νόημα
Παίζει, στη φράση, το κρυφτούλι
Σαν τα νυχτερινά παιδιά
ΕΝΑΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
Όταν Σ' άκουσα να λές
"Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά"
(αργότερα το μελετούσα στην άρνηση
και το πικρό μου κλάμα)
υπήρξα ο ευτυχέστερος του κόσμου.
Δεν φανταζόμουν το υδάτινο βουνό,
την άνοδό μου μ' ένα Σου "ελθέ",
τη βύθισή μου με το φόβο.
Κύριε,τώρα το ξέρω:
Οι πέτρες τόσο στέρεα συγκρατούν
Όσο εύκολα βουλιάζουν.

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013


ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΠΟΙΗΣΗ
Αγαπώ κάποιους ποιητές
που αγνοούν καλλιέπειες και άνθη.
Κάνουν το μολύβι τους νυστέρι
κι ανοίγουν την καρδιά του ανθρώπου,
αποκαλύπτοντας δράκοντες
ή
αστραφτερούς αγγέλους.
Αγαπώ κάποιους ποιητές
που, κοιτάζοντας βαθιά εντός τους,
βλέπουν τον Καιρό της Επιλογής και της Προσφοράς.
Το ποίημα, τότε, φαίνεται ο κρυφός μαργαρίτης
που φυλάχθηκε από τα δόντια των χοίρων,
χάρη του πονεμένου.
Το ποίημα,τότε, γίνεται το έλαιον και ο οίνος.

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ


Παράξενο
Υπάρχει και η θάλασσα
Τη θυμόμαστε,κάποτε, στους χωρισμούς
Αλλά και τότε τη γεμίζουμε ιπποκάμπους
Αστερίες και εσμούς ναυτίλων
Η θάλασσα, εντούτοις, μ' εκείνο το ρυτιδωμένο
-Στους βοριάδες-
Δέρμα
Υπόσχεται το οριστικό κι αμετάκλητο
Υπόσχεται την όχθη της
Στο παιδί που παίζει με τα κότσια
Τους κωπηλάτες που θρηνούν
Τον Ελπήνορα
Με τον τσακισμένο αυχένα
-Εκείνη της Νέκυιας
Τη μεθυσμένη σκιά-
Η θάλασσα μιλάει ταυτόχρονα
Στο κριτσινάρι και τον Αλδεβαράν
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ
Ανοίγω χωνάκια εαρινών στρουθίων
Τα γεμίζω με φως
Ένα κορίτσι απέναντι, περπατάει
-Ανάμεσα σε στροβίλους-
Με μάτια-υγρές μαργαρίτες
Κουρτίνες αποκαλύπτουν στο φύσημα του αέρα
Παλαιά έπιπλα, μια γυάλα με χιονισμένο τοπίο
Ακούγεται ακόμη και το σαράκι να ισοκρατεί
Κι όμως, το πόνημα μένει ατέλειωτο
Λείπει, θα ' λεγε ο Αλεξανδρινός
Η ποιητική του ιδέα
 
 

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

ΟΠΩΣ

Υπάρχουν ποντοπόρα πλοία
Που δεν αναχώρησαν από πουθενά
Και το νόστιμον ήμαρ τους δε θα ξημερώσει

Περνούν μόνο
Μακρινά
Κι
Άγρυπνα

Όπως οι άγγελοι
Και οι αστερισμοί

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

O ΙΣΚΙΟΣ

ΟΙ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΙ ΚΙ Ο ΓΕΔΕΩΝ
Ωτομοτρίς να ξυπνούν κορυδαλλούς και παπαρούνες
Στα σκοδοχώραφα του κάμπου

Σκονισμένοι αγριοβασιλικοί σε αυλές
Και
Πλατέες

Στα μπακάλικα να ζυγίζουν λειψά
Κιρκινέκια με το κρώξιμο του αναπότρεπτου
Δυο σανίδες το αναγκαίον και δή κάτω από αποστολιάτικη συκιά

Ο Κουρουμπλής να ταϊζει λουκουμάκι τη μαίμού
Που έδειξε στο "κοινον"
Πώς αγκαλιάζει η Γιουβουκλάκη τον Παπαμιχαήλ

Κι ο ίσκιος του οσιομάρτυρος
Γεδεών
Του δια Χριστόν σαλού
Να μακραίνει
Ώς την
Αϊδιότητα

Παιδικής
Στιγμής

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑ
Μεσημβρινή και βραδινή φωνογραφία
Στη δεκαετία του 50

O Σπυράκος-"γυαλικά σπασμένα κολούμεν"
Άγνωστος ποδηλάτης-"κουτια γάλα σκόνη αγοράζω, οι χούλα χουπ δέκα"
Κοντός κι αδύναμος-"πουλάκια,κλουβάκια,κρεμάστρες"
"Λεκάνες καθαρίζουμε"-ο Καραμούζας
"Μαστχάς παιδιά" και "Σαμαλάκι, πολύ γλυκό"
(Καραγκιόζης στο σπίτι της Κλειούς, από σαρανταπενταράκι
Κι ενώ έπαιζαν οι σκιές της κληματαριάς στούς τοίχους)
"Πω..πω..ένας φίδης" ή
"Είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών"

Σημείωση:Να προσθέσω παντού ουρές
Κι ότι ο Σπυρέτος τραγουδούσε την ικανότητά του