Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

ΠΩΣ ΔΕΝ
Πώς χώρεσε τόσος πόνος
Στις τσέπες των κοντών παντελονιών
Που φορούσαμε παιδιά;
Τόσες προσδοκίες
Βραδινοί αποχαιρετισμοί
"Αύριο πάλι"που σήμαιναν "ποτέ"
Εκλείψεις και διαψεύσεις;
Εμείς πιστεύαμε
Ότι μαζεύουμε βώλους
Και αρχαία φυστίκια.
Περπατούσαμε ανέμελοι με τα χέρια
Εντός τους
Και δεν ακουμπούσαμε χαμένους έρωτες
Ευχές που δεν θ' άνθιζαν ποτέ
Φίλους που επέπρωτο να γίνουν άστρα.
Αγγίζαμε χαρταετούς κι όχι ερείπια.
Πώς δε νοιώθαμε τον Καιρό
Να λιγοστεύει σαν τη βροχή
Πριν το ουράνιο τόξο;

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
H Στιγμή της σύλληψης
Μοιάζει με τον τελευταίο
Νυχτερινό
Επιβάτη της αυτοκινητάμαξας
Με το σηκωμένο γιακά και τη βαλίτσα.
Ύστερα εμείς
(Αν θέλουμε ναμαστε
Οι εμείς-μεσα-στο-ποίημα)
Ψάχνουμε φθαρμένες εικόνες
Για πλαίσιο:
Το  τρενάκι
Που κουβαλούσε πηλό
Να γεφυρώνει δρομαία
Εαρινά νέφη.
Τις αγριόχηνες να τρυπούν
Το ΄πέπλο του λυκόφωτος.
Τα αερόστατα που,γέρνοντας
Απειλούσαν τους αχυρώνες.
Η αλήθεια είναι ότι
Μέσα στο στίχο ζούμε
Με τους τρόπους και την οικονομία
Ενός χρυσόψαρου στη γυάλα.

ΣΥΜΦΥΡΜΟΣ
Τα νυχτερινά γιασεμιά
Ανεβαίνουν στον ουρανό
Και παίζουν με τους αστερισμούς.
Έτσι, δεν καταλαβαίνεις
Αν
Ό,τι έδρεψες
Για την αγαπημένη
Είναι λουλούδι
Ο Σείριος
Ή ο Πολικός

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΤΑΖΕΡΑ
Δεν περιμένω πολλά
Καθώς ο χρόνος μικραίνει
Τα χελιδόνια κουράζονται
Και τα σεντούκια κλείνουν
Ένα-ένα, ερμητικά
Με περισσότερες φωτογραφίες
Και λιγότερα παιγνίδια
Με κάποιες κάφτρες
Νυχτερινών τσιγάρων
Καθησυχαστικές
Για τον κακό λύκο
Που χάθηκε οριστικά στα παραμύθια:
Ένα κλαράκι ανθισμένης αμυγδαλιάς
Μου φτάνει
Ένα παιδικό
Μονόλεκτο,δειλινό,αυτοσχέδιο
Τραγούδι-
Κάτι σαν το "απιτιρινούια".
Κι ίσως το τελευταίο ποίημα-
Αυτό που μουφερε ο Άη Βασίλης
Κι η μάνα το ακούμπησε στην εταζέρα.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013


ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
"Εαυτόν εκένωσε, μορφήν δούλου λαβών"
Αν ψάχνουμε το Νόημα
Μακρύτερα απ' τον εσμό
Των λαμπιονιών
Τα πτερόεντα "εις έτη πολλά"
Και τα της γλώττης ηδέα
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΠΑΛΙΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
Ξεκινούσαμε
Βουλιάζοντας στο χιόνι
Απ'του Κούγκουλου.
Δωμάτιο μοναχικό με κήπο
Μαρουλάκια να τινάζουν το λαιμό
Μέσα απ' το απέραντο λευκό-
Χαρά των σεισοπυγίδων
Και του κοκκινολαίμη.
"Να τα πούμε;"τολμούσαμε
Αν και γνωρίζαμε την απάντηση:
"Ουοχ',έχου θλίψ'".
Είχε κομμένο πόδι στο μηρό
Από κρυοπαγήματα στην Αλβανία.
Τού'λειπε το χωριό του το Καστράκι
Η ακολουθία του Μεγάλου Μετεώρου.
Του'λειπε και το Τσικάγο
Όπου ένα καιρό-παιδί-έβλεπε
Άλογα κάρρων πυροσβεστικών
"Να ζεύουντι μαναχάτα".
"Άστον, μωρέ",έλεγε ο Αλέκος
"Πάμε στη νονά μου, τη Ζαντερογλίνα
Να μας δώσει, απ'το σεντούκι φλουριά".
Ο Ζαντέρογλου
Διάσημος τότε ποδοσφαιριστής
Μας άκουγε στην πόρτα
Έδινε στον Αλέκο δίφραγκο
Και στη χάρη μου μια πενταρίτσα.

 

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

ΟΝΕΙΡΟ ΓΑΤΑΣ ΣΕ ΧΡΩΜΑ ΒΙΟΛΕΤΙ
Προσδοκώ μια Ποίση απλή κι ασύνθετη
Χωρίς παρενθέσεις με λάβαρα προγόνων
Κι αίματα πετεινών.
Χωρίς αιφνίδιες αντιστροφές
Για να
Στεγνώνουν τα κρεμασμένα στον αέρα
Συναισθήματα.
Ένα ποίημα σαν τους γάτους των  κεραμιδιών
Που ονειρεύονται
Τον κίνδυνο σε χρώμα βιολετί.
Προτιμώ την πράξη από τη θεωρία.
Το Μιχάλη Κατσαρό με το νερό
Για τους αυχμηρούς καιρούς
Να μην απαξιώνει τον Έζρα Πάουντ-
"Υπήρξεν" έλεγε "και ποιητής":
Ακουμπούσε κάτω τα μπιτόνια
Και του άπλωνε το χέρι.
Αυτό είναι ποίημα.

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

ΚΙ ΟΤΑΝ
Κι όταν αρχίσεις να σκάβεις
Για το, εντός σου
Κάρβουνο ή διαμάντι
Με νύχια
Με δόντια-
Θυμήσου:
Η αξίνη πάντοτε πέφτει
Απ'τον Ουρανό.

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013


ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Πάριδε,Κύριε,τη δριμεία αλαζονία μου.
Γεωσκώληξ είμαι
Θρέμμα των πετεινών τ'ουρανού.
Το γνωρίζω αυτό, όσο
τις γραμμές της παλάμης μου.
Ο φοβισμένος φύλακας της δραχμής
Που μου την εμπιστεύθηκες
Και που την έθαψα στο χώμα.
Ο αποδέκτης των ουαί
Η ανέλαιος λαμπάδα
Ο οικοδόμος της άμμου.
Ίσως που και που να είχα
Ένα υγρό κόμπο
Στην άκρη των ματιών.
Τώρα που το'πα, το θυμάμαι
Αγαπούσα τους αποσταμένους.
Τους πρόσφερα ένα αγκωνάρι
Για στασίδι-
Μου' μοιαζαν τόσο πολύ.
Ίσως κι ένα ποτήρι δροσερό
Να πρόσφερα σε διψασμένο.
Τίποτε άλλο.
Συγχώρησε, Κύριε, τη φιλαυτία μου.

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

ΚΑΠΟΤΕ
Κάποτε κουραζόμαστε.
Το πάθος
Να κοινοποιούμε εμπειρίες
Όπως η γνώση μας
Για το  ελλείπον μισό
Του φεγγαριού
Μικραίνει.
Από φωτιά του Άη Γιάννη
Γίνεται πυγολαμπίδα.
Από μια πόλη
Κίτρινη χαλκογραφία.
Η σιωπή
Κατισχύει
Της νυχτωδίας.
Κι ένα λευκό περιστέρι
Χάνεται στη βροχή.
Κάποτε γινόμαστε
Της Ποίησης
Αχθοφόροι.
Ο ΣΠΕΝΣΕΡ ΚΑΙ ΤΑ ΣΑΒΡΙΔΙΑ
"Τους κοίμησα στρωματσάδα" είπε η γιαγιά."Ήρθαν για το παζάρι και μου'φαγαν-δεκαπέντε
νοματαίοι-όλα τα σαβρίδια που μου'φερες να μαγειρέψω".Είχαμε γυρίσει απ' το REX, δώδεκα και
κάτι,ο θείος ο Κώστας δούλευε μηχανικός εκεί, και κείνο το βράδυ παίζαμε το "Γέρο και τη
θάλασσα" κι είχαμε κλάψει κι οι δυο όταν ο Σπένσερ Τρέησι,έφτασε στην ακτή, με το τεράστιο
ψαροκόκκαλο του ξιφία που είχε πιάσει και που τον έφαγαν οι καρχαρίες."Άντε πάμε να
τσιμπήσουμε και να κοιμηθούμε-είμαι ψόφιος απ'την κούραση"είπε ο θείος, τακτοποιώντας τη
μπομπίνα.Στο σπίτι, της οδού Χατζηαργύρη,είδαμε μ'έκπληξη, πάνω από δέκα συγγενείς του παππού
να κοιμούνται σκόρπιοι στην αυλή-είχε πανσέληνο.
Ένα πελώριο άνθος της μανόλιας έπεσε-καθώς ο θείος απαντούσε με γκρίνια στις δικαιολογίες της
γιαγιάς- έπεσε στο λευκό πρόσωπο ενός κοριτσιού αλλά δεν το ξύπνησε.
ΟΙ ΓΥΠΑΕΤΟΙ
Και θα εναλλάσονται οι γυπαετοί
Με τα λευκά ρόδα-
Δεν είναι στο χέρι μας μια επιλογή

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

ΠΡΕΠΕΙ Ν΄ΑΠΟΚΟΙΜΗΘΗΚΑ
Πρέπει ν'αποκοιμήθηκα
Μέσα σ' ένα τρυφερό παραμύθι
Απ' εκείνα που έχουν
Ευτυχισμένο τέλος.
Αυτή την αίσθηση έχω
Μόνος σε τούτη την ακτή
Χωρίς συντρόφους
Δίχως προοπτικές
Άμοιρος των εντάσεων.
Ή
Ένας- ένας
Ανελήφθησαν οι σύντροφοι
Κάηκαν οι αγαπες
Έγιναν αστέρια τα τραγούδια.
Κι όμως
Μ'αρέσει τούτη η μοναξιά.
Λέω να μαζέψω τους κρωγμούς
Των γλάρων
Να τους φυτέψω στην άμμο.
Κι όταν φυτρώσουν
Λεπτόμισχα λουλουδάκια
Να'χω κάποιους
Να διηγούμαι
Το παραμύθι της ζωής μου.΄

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΝΟΗΜΑ
Το "τί" και το "πώς"
Μπορεί
Κάποτε να τα τα βρούμε.
Το "γιατί" είναι
Που θα μας κρύβει πάντα
Ο Ουρανός.
ΟΛΙΓΑΡΚΕΙΑ
Μια φλόγα κεριού δε ζητάει πολλά:
Ένα παλιό εκκλησάκι μόνο
Ν'ανάψει τα καντήλια του
Ενώ χαμηλότερα
Θα ξετυλίγεται ο ποταμός
Μακρύς και ασημένιος
Σα συναξάρι.
Μια αγάπη
Ζητάει
Να φωτίσει
Τις σκοτεινές της απολήξεις
Τα "πάντοτε" και τα "αντίο".
Θέλει
Ένα πρόσωπο γωνιώδες και πικραμμένο
Να το-
Σα σμίλη-
Απαλύνει.
Τη νυχτοπεταλούδα
Να της φωνάξει "πρόσεχε"
Κι ένα παλιό παραμύθι
Να παίξει με τις νεράιδες
Και τα βασιλόπουλά του.
Θα υποκλιθεί
Μονάχα
Στης "λεπτής ανάσας αύρα"
Και θα χαθεί
Όπως ένα
Τραγούδι
Μέσα
Στη
Νύχτα.



 

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013


ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΝ ΤΗΝ ΤΣΟΥΛΗΘΡΑ
Οι λέξεις οξειδώνονται
Στη χρήση των αιώνων
Περνώντας από ρερυπωμένα στόματα
Ακουμπώντας σε νεκρές ψυχές
Ραγισμένες όπως τα πεσμένα φύλλα.
Αν βρείτε κάποια απ'αυτές
Μη της μιλήσετε-
Ξεπλύνετέ την μόνο
Με κρασί και νερό 
Κι αφήστε τη να συνεχίσει
Το ταξίδι που επέλεξε.
Υπάρχουν, βέβαια, και άλλες λέξεις
Που μένουν άφθαρτες
Όπως τα λείψανα των αγίων.
Λίγες πάντως είναι όσες
Περνούν σε συχνότητες
Που συλλαμβάνουν μονάχα
Οι ονειροπόλοι.
Τις πιάνουν τότε εκείνοι
Ανεπαίσθητα
Από το χέρι.
Και σεργιανούν μαζί
Στα σοκκάκια
Των ποιημάτων.
Ψάχνουν την κοντινότερη
Παιδική χαρά
Να παίξουνε παρέα
Την τσουλήθρα.

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥΣ

Οι λέξεις δεν ακινητούν
Σαν τους νυχτερινούς φρύνους
Στα τενάγη.
Ούτε πέφτουν, μοναχικές και παγωμένες
Απ' τους μουσικούς μονολόγους
Των απελπισμένων.
Ενίοτε, δρουν μοναχικά και με οξύτητα:
Κρατούν αιχμές και δόρατα
Και πολεμούν-
Στη Ρητορική αίφνης.
Ή αφήνονται στα δάχτυλα του Καιρού
Λειαίνονται, όσο τα βότσαλα
Και τότε φωνάζουμε:
"Να ένα ποίημα".
Με τις λέξεις κατασκευάζονται
Ερμαίοι λόφοι-
Οδοδείχτες
Προς τη
Σιγή.
Των απολύτων τη Σιγή:
Του ρόδινου της προέλευσης
Του χρυσαφένιου του προορισμού.

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013


Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΣΟΥ
Κι εκεί που θα σβήσει η μορφή σου
Στην άκρη του χωματόδρόμου
Θα τιναχθεί από τη γη ένας κρίνος
Ένα χωνί από στρουθία
Γεμάτο φως
Θα γυρίζει σαν τις παλιές σβούρες
Τις χρωματισμένες με μολύβια
Ένα παιδί θα σηκώσει το χαρταετό του
Ένα παιδί με σφιχτό στόμα
Και δυο ηλιοτρόπια στα μάτια.
Όλα αυτά θα τα πω απουσία σου
Όλ'αυτά και τον υπόλοιπο κόσμο.
ΩΣ ΟΝΑΡ
Περπάτησα δρόμους νυχτερινούς
Με τετρασύλλαβα στα δόντια
Για προσφιλών αναχωρήσεις
Για της μοναξιάς τα άνθη.
Σχεδίασα με το δάχτυλο στο σκοτάδι
Πικτογραφήματα
Που κανείς δεν θα διάβαζε
Εκτός από μένα και τ'άστρα.
Στα γύρω βουνά άναβαν φρυκτωρίες
Παρενθέσεις του ανείπωτου.

"Ως όναρ,ως άνθος,ο βίος παρέρχεται"....

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ
Kαι κάποια βράδια του χειμώνα, έρχονται όσοι έχουν χαθεί, τρυπώνουν στα σκεπάσματα, ξαπλώνουν
κάτω απ' το μαξιλάρι, πλάι στη σοκολάτα που-παιδί- εύρισκες κάθε πρωϊ, και σε
νανουρίζουν.Μερικοί είναι χάρτινοι-όπως ο ήρωας του Ουναμούνο,στην "Καταχνιά", εκείνος που όταν ο δημιουργός του προσπάθησε να τον σκοτώσει, κραύγασε "μα εγώ,Δον Μιγκελ,θέλω να ζήσω".Άλλοι  αφήνουν, διακριτικά και με τρυφεράδα, ο,τι σου απάλυνε τη ζωή:Η γιαγιά Χρυσάνθη τα  δυο κόκκινα χέρια της που σε υπηρετούσαν, ο πατέρας τον ώμο που σ'ανέβαζε, η μάννα τις  ιστορίες απ' τα κατοχικά παιδικά της χρόνια.Είναι μαζί τους κι ο Άγγελός σου που απλώνει στο πρόσωπό σου τις λευκές του φτερούγες,η ευχή "καληνύχτα" των παιδικών σου φίλων κι εκείνο το αστέρι,ο Αλντεμπαράν που έψαχνες επι χρόνια, στο ζοφερό θόλο.
 

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Η ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ
Αγαπώ την τεθλασμένη-
Εκείνη την παραπλανητική
Γραμμή των ανοιξιάτικων
Ταξιδιών των εντόμων
Και των πουλιών.
Μοιάζει με της Ποίησης
Τις απόπειρες
Όταν άλλα ξεκινάς να γράψεις
Κι άλλα σου βγαίνουν
Ή
Με των χελιδονιών τις πορείες
Που κόβουν τον εύδιον ουρανό
Όπως εκείνα θέλουν.
Ίσως σημαίνει
Η προτίμησή μου αυτή
Το θέλγητρο
Μιας ατέρμονης πορείας
(Δεν χαρακτηρίζεται η ευθεία
Συντομότερη πάσης γραμμής;)
Του έρωτα
Της ζωής.
Ίσως πάλι να θυμίζει
Την ελευθερία του μεθυσμένου
Το ρίσκο του παίκτη
Του παιδιού το τραγούδι.
Αγαπώ την τεθλασμένη
Που σπάει τη μονοτονία
Όπως ο τρελός τις αόρατες πόρτες.
Όπως το τραγούδι τους γυάλινους πύργους.





Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Τί να τα κάνω τα ποιήματα;
Όταν ο κόσμος ματώνει
Εκείνα παραμένουν στις προθήκες τους.
Ποτέ δεν βουτήχτηκαν
Σ'ένα κάδο απορριμάτων
Για να δουν πόσα χέρια θα τα ψαύσουν.
Μιλούν για δάκρυα αλλά δεν κλαίνε.
Τη στιγμή που κάποιος πεθαίνει
Μπροστά μας
Εκείνα μας γυρίζουν το κεφάλι πίσω.
Το τραγούδι τους σπάζει το θρήνο
Όπως ένας διάττων χωρίζει τον ουρανό.
Τί μου χρειάζονται οι στίχοι;
Στην ερημία των πόλεων
Αναζητούν καθρέφτες
Και καλλωπίζονται στα κοιμητήρια.
Ταϊζουνε με μάννα κι αμβροσία
Την κενοδοξία μας.
Λέμε "ως εδώ"-
Μα δεν ξεμπλέκουμε εύκολα με τα ποιήματα.
Μας αγκαλιάζουν όπως
Γυναίκα
Αγαπημένη.
Μας κυνηγούν όπως
Οι Ευμενίδες
Για της δικής μας της ψυχής
Το φόνο.

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

ΙΣΩΣ
Απ'τη στιγμή που το δαχτυλίδι
Έπεσε ανάμεσα
Στις ενωμένες μου παλάμες-
Ώς σήμερα-
Ακούω μόνο
Λαχανιασμένους χτύπους ρολογιών
Αδιάκοπα βήματα του Χρόνου
Κούφιο ήχο
Σε στέρνες σκεπαστές.
Κάθομαι οκλαδόν
Σε παρενθέσεις που ανοίγουν μόνες
Και κλείνουν
Για ν'ανοίξουν οι καινούργιες
Μετακινώντας με ξανά.
Το παρόν-πριν ανθίσει-γίνεται παρελθόν.
Καμμια δε μου προσφέρεται ερμηνεία
Ενώ τα πράγματα
Περιφέρονται γύρω μου
Απορημένα.
Δε με φωτίζουν ούτε
Οι, των τοίχων
Αλλόκοτοι γραφίτες.
Ελπίζω μόνο
Ιδιαίτατα
Τις δειλινές ώρες:
Ίσως πέσει από τον ουρανό
Το νόημα-
Ως πόκος ένδροσος-
Στα, σε σχήμα
Ικεσίας πλέον
Υφωμένα μου
Χέρια.
Να έφταιξε
Λέτε
Εκείνο το δαχτυλίδι;



Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

ΑΤΕΡΜΟΝΗ ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΑ
Υπάρχουν κάποιες μνήμες
Θολές,όπως το εσωτερικό τζάμι
Όταν έξω βρέχει
Και μπορείς, πάνω του με το δάχτυλο
Να μεταμορφώσεις τη γυναίκα της γωνιάς
Με την κόκκινη ομπρέλλα
Σε ιβίσκο.

Όταν σταματήσει η βροχή
Για μια στιγμή-
Μόνο-
Οι μνήμες αυτές

Φωτίζονται.

Κι έρχεται τότε
Η Άνοιξη,
Με τα πουλιά και τα λευκά νέφη.
Απ'τα σεντούκια πετάγονται
Παιδικές ζωγραφιές και μικροί στρόβιλοι
Χιόνι από πέταλα
Και κάποια μακρινή
Γραμμοφωνημένη μελωδία.

Για μια μόνο στιγμή

Πριν όλα σβήσουν
Στην ατέρμονη
Απροσδιοριστία.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

ΑΣ
Ας ακολουθήσουμε τον Φ.Σ.Φιτζέραλντ
Στη μέθοδο
Του "μουσικού πριονιού".

Αν εκείνος εύρισκε σπασμένα πιατικά-
Κόβοντας μ'αυτό-
Ένα σερβιτόρο πολυτελούς ρεστωράν,

Εμείς
Στα χέρια ενός παιδιού,
Θ'ανακαλύπταμε
Ηδύπνοα
Ρόδα,
"Μη"
Και
"Γενηθήτω". 
(Μ'ένα νι,παρακαλώ).

Το φόβο,
Αν σκάβαμε
Το στέρνο ενός αλόγου.

Κι ένα,
Απίστευτα απλό,
"Νυν απολύοις",
Στην καρδιά
Κάθε
Σοφού.



Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΜΟΥ ΕΚΛΕΙΨΗ
Ο Άλλος δεν είναι η Κόλασή μου,
Ούτε,βέβαια,ο Παράδεισος.
Άσοφα σοφίσματα σοφών, όλα αυτά.

Ο Άλλος είναι ο καθρέφτης μου.

Κάθε γκριμάτσα οδύνης
Στο πρόσωπό του,
Είναι σημάδι και δικού μου πόνου.
Κάθε τριαντάφυλλο στο χέρι του,
Ποίημα που εμπνεύστηκα και του προσφέρω.
Η ραγισματιά του, ένας χωρισμός μου.
Το παλίμψηστο, ο Καιρός.
Το χώμα είναι η κοινή μας φθορά.

Κι ένα μπλε φεγγάρι-
Αυτό που δε θα το δω-
Η μοναχική μου έκλειψη.

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΩΦ ΧΩΡΙΣ ΘΕΩΡΙΕΣ
Σας έχω ξαναμιλήσει για την Αντριάννα
Τον τραβεστί σφάχτη, με τις γαλότσες
Και την κοτσίδα,στο πίσω του φαλακρού του
Κεφαλιού.

Ματωμένος,

Ένας Ρασκόλνικωφ
Χωρίς θεωρίες,

Έτρεχε καθημερινά στην οδό Αθηνών.

Τις Κυριακές φορούσε ροζ ταγιέρ
Και πουλούσε, φτιαγμένες στο κοπανέλι,
Δαντέλες αιθεροϋφαντες
Έξω από την Εκκλησία.

Τί σημασία έχει αν όλα
Έχουν πλέον σβήσει;
Εγώ σηκώνω τη σημαία
Μιας, του ευτελούς
Ποίησης.

Συγχωρήστε με.

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

ΧΙΟΝΙ ΑΠΡΙΛΙΑΤΙΚΟ
H,εξηκοντούτις,Δεσποινίς Οικονομάκη
Δεν ακούγονταν στην παράδοση.
Οι νότες, άηχα έπεφταν
Απ'το στοματάκι της.
"Πείτε σ' αυτόν τον αλιτήριο
Να μη κάνει
Με το ποδήλατό του
Τόση φασαρία"-
Ζητούσε επιτακτικά.

Βέβαια, ο αλιτήριος βρίσκονταν
Μέσα στην αίθουσα
Και τραβούσε την άκρη του σπάγγου
Του δεμένου στο κουδούνι
Του δικού του
Ποδηλάτου
Είχε περάσει το σχοινί
Απ'το ανοιχτό παράθυρο.

Ήταν ολόγλυκος Απρίλης

Αλλ'έξαφνα άρχισε να πέφτει
Ένα ανάλαφρο χιόνι

Τρυφερότερο απ' τις μύχιες
Προθέσεις
Της Δεσποινίδας

Που ήθελε ν'ακούμε
Τα νυχτερινά του Σοπέν
Ενώ εκείνη καθάριζε
Το σουσάμι
Απ'το κουλούρι της.