Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

ΓΥΑΛΕΣ ΓΕΜΑΤΕΣ ΣΙΩΠΗ
Εκείνα τα χρόνια,
τα κορίτσια μάς πετούσαν από τα παράθυρα
τα τελευταία όνειρά τους,έμοιαζαν με γυάλες
γεμάτες με σιωπή και γυρίνους,οι τυχεροί
που έπιαναν ένα απ' αυτά,το κρεμούσαν στο λαιμό,
σα φυλαχτό,τo κρεμούσαν πλάι στις πλανόδιες
φωνές του δρόμου και το άγγιζαν να διώχνει
τούς δικούς τους φόβους, τα βράδια που τούς ήταν
απαραίτητο το κλάμα και δεν είχαν με τί.



ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ
Aνάμεσα στον σίγουρο αιθέρα
και
της αβεβαιότητας τα νάματα,
έχει καθηλωθεί
το
τραγικό προσωπείο.

Η άρση του,
κουβαλάει ένα χαώδες λούνα-παρκ,
με τα φλας των φωτογράφων
ν'ανάβουν,

κι όλα θυμίζουν ό,τι νομίζουμε πως πέρασε,
χωρίς να γυρίσει κανένας διακόπτης









Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

ΣΕ ΔΕΚΑ ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ
Η κυρα-Στέλλα,ένα Ποτέμκιν,χωρούσε στις άβαφες
πόρτες,με το δίσκο της,εφτά χοντρές φουσκάλες το
φλιτζάνι,έλα καντάρη,φώναζαν στη Λαχαναγορά κι εμείς
δέναμε σκόρδα, με σάπιες ουρές,σε κοτσίδες, πλάι μας χαλβάς
Φαρσάλων Αγαπούλα
μόνο
κάτω από  το μπετόν,βαθιά,πολύ βαθιά, έψαλλαν τα κεκραγάρια
χοροί ιεροψαλτών της ιουστινιάνειας εποχής,τους ανακάλυψαν
έτη μετά, πλάι σε πλατανοδάση με πέτρινα αηδόνια,
εκεί,
σε δέκα
όλα κι όλα,
στρέμματα.

ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΚΛΟΟΥΝ
Ποίηση δεν είναι μια σύννομη
αυτοαναφορά,

δεν γεννήθηκε η Ιστορία για μας,
ούτε κυνηγούμε με σφενδόνες

το χαμόγελο του κλόουν,

το δακρυσμένο έλλειμμα του ονείρου
ή
ένα χάος που διαστέλλεται στο στήθος.

Ο ποιητής  κρατάει ψηλά μία λαμπάδα
ή
γίνεται ο ίδιος λαμπάδα,
γύρω της πεταλουδίζουν
αναρμόδιες λέξεις,
λέξεις οξείες κι ασκητικές
και μεγάλες άσπρες ιδέες.

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΙΝΟΥΜΕ ΤΟ ΦΩΣ
Κι ύστερα,έζησα την απομάκρυνσή σου,
ήσουν
χαμένη, μέσα σ'ένα λυπημένο όνειρο,
μακριά
έπαιζε ένα μαντολίνο,κι ένα
ανοιξιάτικο χιόνι σκέπαζε τη γη,
όπως στην "Πηγή των παρθένων".
"Θα σε ξανάβρω" σκεπτόμουν "αυτό είναι το ουσιώδες,
κι η Άνοιξη θα σκορπίζεται, σ' ανεμώνες
κι όνειρα μικρών πουλιών,θα'σαι σαν άγγελος
ξεντυμένος τα φτερά του,
μόνο που μοίρα μας
είναι
ν'αγαπούμε όλους τους αγγέλους
και τους ανθρώπους εξίσου,είναι να
πίνουμε
το
φως.

ΑΣΠΑΖΟΝΤΑΙ ΤΟ ΙΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
Γονάτιζε,μπροστά στα εικονίσματα και διάβαζε,
φωναχτά,την "Αμαρτωλών Σωτηρία"-
αν δεν πιστεύετε, δείτε το ως λαϊκό, κομψό κείμενο του 17ου αι.-
και
γιατί να ξεχνώ τη σφαίρα με το Λευκό Πύργο που χιόνιζε
όταν την κινούσες...
Κλαίω συχνά
γιατί στα ανέφερα όλα αυτά,
σε καιρούς που περνούσαν σαν άσπρα άλογα
σαν εωθινά πουλιά,
διαβάζονταν,  όπως
απαγγέλλεται
εμμελώς
ο τεσσαρακοστός ψαλμός και οι πιστοί
ασπάζονται το ιερό βιβλίο.

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014


ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΚΑΛΟΣΥΝΗ
Δεν αποκλείεται,σκέπτομαι, να είμαι
ο Ρασκόλνικοβ,
που γυρίζει, στην άκρη του τσεκουριού του,
ένα παιδικόν ανεμόμυλο-την ιδέα του για τη μία,
για τις,από καθαρή σύμπτωση, δύο "ψείρες,κειδά",
ο επιθεωρητής Πορφύρης αποκλείεται να'μαι,δεν παίζω
καλό σκάκι,δεν έμαθα να μπλοφάρω και,σ' ό,τι υπήρξεν
αντικείμενο μιας λαχτάρας μου,άπλωνα αμέσως το χέρι.
Έχασα,
μ'αυτούς τους άξεστους τρόπους,ανθρώπους και χρόνια,
νυχτερίδες και σκλαβάκια,
έχασα χρυσόψαρα σε νάιλον
σακούλες,

ναι τώρα που το σκέπτομαι,μετά τη μέση ηλικία έμαθα
ν'αξιώνω,
να γράφω μεγάλα ποιήματα για την απίστευτη καλοσύνη.


Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΜΟΝΟ ΤΟΤΕ
Κι ακούγονται  μακρινά τραγούδια,σ'ένα νησί
που υπήρχε αχαρτογράφητο,θα κοιτάζω πλάι μου,
σαν να΄ναι να συντονισθούμε,όμως το ξέρω,έχεις γυρίσει
τον ημεροδείκτη πολλές σελίδες μπροστά,αυτό το κενό
είναι γεμάτο ίσκιους,διψασμένους για αίμα τράγου,
εκτός από εκείνον του Ελπήνορα που θυμίζει πεταλούδα,
φτιαγμένη
απόνα τίποτε,μια απουσία χρώματος και στατικότητας
κι οι άνθρωποι
κλαίνε σε πλατείες μακρινές,γιατί ο καιρός
                                              ,γιατί το μαλλί της γριάς
                                               οι πεθαμένοι των χαρακωμάτων
τόλμησαν να παρατήσουν τα πλατανοδάση και τη βοή των αηδονιών,
να θυμηθούν τον κυρ-Νίκο και τον καρχηδόνιο ελέφαντα που μπορεί
να αξίζει όταν χάνεται-μόνο τότε.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014


 ΤΟ ΟΔΥΝΗΡΟ ΦΩΣ
Το ξέρω,δεν ενθουσιάζουν πάντες μου οι στίχοι,
ιδιαίτερα οι λέξεις που μιλούν
για το απόλυτο ή το κατώφλι,
το ίχνος που κατισχύει του προσώπου,
βρέχει
και πρέπει να γράψουμε για τη βροχή,
ονειρεύτηκα μια πανέμορφη
έξοδο,με βενζινάκατο του '60,σ'έναν ήλιο, σαν εκείνο
του Kλωντέλ,στον "Κλήρο του μεσημεριού",
όχι για  τα τρίγωνα
και τις προδοσίες,
αλλά για το μεσημέρι,


κι αν δε φύγουμε στο
απόγειο
τί ωφελούν ο λόγος και το πάθος,


δε λέω,
μεγέθη ελληνικά, μα πάνω απ' όλα,
το
οδυνηρό
φως.



ΠΩΣ;
Ο πρώτος΄μου στίχος,σ'όλα μου τα ποιήματα,
είναι αόρατος,
κι αποφαίνεται:
"Έχουμε όλοι υποχρέωση στη μέτρια ποίηση".
Πώς θ'αναδειχθεί ο μεγάλος,αν όχι συγκριτικά;



Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ
Εκεί που τελειώνει ο λόγος κι αρχίζει
μια άσπρη σιωπή,γεμάτη χιονανθρώπους,
-ναι,με το καρότο και τη σκούπα-
θα με βρεις,
εξακολουθώ να περιμένω τον χειμωνανθό
που μου'ταξες,
εντωμεταξύ αδειάζω τα έπιπλα
της καρδιάς μου,κάτι παλιές σαμπρέλες,
τα μάτια
της γάτας
στο απόλυτο σκοτάδι,άρρητα ρήματα,
μικρές
φαρέτρες,

περιμένω.



Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΕΠΙΠΛΑ
Κι άλλες φορές, η πόρτα ανοίγει,μπορώ
να' χω ένα σύντροφο στο κλάμα,
μόνο που δεν τον αναγνωρίζω,έχει πέσει
το σκοτάδι
στο δωμάτιο,
εικάζω ότι με συντροφεύει η Μαρία, έχει κι αυτή
τους λόγους της-
κάποτε μιλούσαμε επί ώρες
για το τρίξιμο του σαρακιού,στα παλαιά
έπιπλα της γιαγιάς.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ
Η λέξη "νύχτα" αδειάζει από φωνήεντα και σύμφωνα,
μένει μόνο του το, συμπαγές, αρχαίο σκοτάδι,

υπάρχουμε κι εμείς
κι απομακρυνόμαστε,
ποιος φεύγει
ποιος μένει,
μικρή σημασία έχει,

τα παιδιά κρεμούν τις τελευταίες φωνές στους φράχτες,
υπήρξαμε κάποτε κι εμείς παιδιά,
δεν μας έμαθε κανείς
ότι θα'ρθει ένα βράδυ αποχωρισμού,δεν το σκεφτήκαμε
οι ίδιοι, ώσπου μας το ψιθύρισε η ίδια η Άτροπος,
τροχίζοντας τα ψαλίδια της

αλλά,μερικές φορές,είναι αργά,πολύ αργά
ν'αλλάξεις ο,τιδήποτε

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΩΣ
Ας συνεχίσουμε να σπουδάζουμε το θάνατο
ώσπου
να
γίνουμε οι ίδιοι
καθαρή μουσική,
δίχως ανάγκες για το τί και το πώς.



ΠΕΡΑΣΑΝ ΤΟΣΟΙ ΙΙOΛΛΟΙ
Πέρασαν τόσοι άνθρωποι απ'αυτό το σπίτι....
Τα καλοκαιρινά βράδια,κοιτάζοντας τον Αποσπερίτη
τους μετρώ: Ο πατέρας που μ'έστελνε κάθε μεσημέρι
ν'αγοράσω ρέγκα και ρετσίνα,η μάνα σκυμμένη στη
ραπτομηχανή, η γιαγιά Χρυσάνθη με το κοπανέλι και μια κότα
στον ώμο.Η Ρούλα να ισχυρίζεται ότι, στο μαγαζί,ο μπαμπάς
πουλούσε "τσινά γαμόνια" και να χορεύει στον Αντρέα
το φωτογράφο,τσιφτετέλι.
Πέρασαν και ενοικιαστές,η σαραντάχρονη Χαρίκλεια
με τον,κατά μια εικοσαετία,νεότερο άντρα της,ο Θόδωρας
παντρεύονταν συχνά στον κάμπο κι έδινε στα συμπεθέρια
τη διεύθυνσή μας,να'ρθουν να γνωρίσουν τη μαμά του,
επαγγελματία μοδίστρα,η Χαρίκλεια είχε μια συλλογή
από καραγκούνικες τούφες μαλλιών,τη χαιρετούσαν σα
συμπεθέρα.Ήταν και τα ερωτεύσιμα μοδιστράκια της,
πέντε άλλαζε το χρόνο-πού να βρίσκονται όλοι αυτοί,
περάσατε
ο Γιώργος και συ,οι αγαπημένοι μου,με τον πρώτο μιλώ
η δική σου άηχη μουσική σε τυλίγει, σε μακρινούς γαλαξίες,
τί έμεινε εδώ,ένας γάτος που κάνει τούμπες και το παράθυρο
που, μεταξύ 10 κι 11, διασχίζει, τις θερινές ώρες,εκείνο
το αστέρι,ο Αλντεμπαράν.





Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

ΟΙ ΧΛΩΜΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Όλα τα ποιήματα είναι παυσίλυπα
κι ας μη το γνωρίζουν,δεν εννοώ μια Λούση Μπολ
για τους μελαγχολικούς,
σ'εκείνους συνιστώ ν'αφεθούν,
περίπατοι στη χειμερινή αμμουδιά και φαντασιώσεις,
ένα μπουκάλι ανάμεσα στα θαλασσόξυλα
-συνεχίστε
μόνοι παρακαλώ-
εννοώ το βράδυ
που κάθεται στο πληκτρολόγιο και,για δυο ώρες,
ξεχνάει τ'άστρα και τις σκοτούρες του,
ξεχνάει τα παραμύθια που επινόησε ενώ
τα παιδιά ζητούσαν την αλήθεια,
τους σκοτωμένους
απόνα
γιασεμί,
το χαίρε των ερώτων του,
ψέμματα,
δεν εννοώ μόνο το βράδυ,
είναι κι οι μεγάλες αποχωρήσεις
οι φίλοι που δίσταζαν να σου γυρίσουν την πλάτη,
αυτά σε κάνουν να ξεχνάς οι χλωμές λέξεις.




Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

ΑΣ ΜΟΥ ΜΙΛΟΥΣΕΣ
Οι αστερισμοί,εκεί ψηλά, μένουν καθηλωμένοι
στις τροχιές τους,
εδώ κάτω,αναβοσβήνουν τα πολύχρωμα
χριστουγεννιάτικα φωτάκια,
νυχτερινά αναρριχώμενα,σε τοίχους και μανόλιες.

Μένουμε εσύ κι εγώ.

Κάποιος, από τους δυο, απομακρύνεται,
δεν είμαι σίγουρος ποιος,

κι οι νύχτες αδειάζουν απ'τις συλλαβές τους
μένουν πανάρχαιο,συμπαγές, σκοτάδι.

Κάποτε έγραφα για τα παιδιά που κρεμούσαν τις τελευταίες
φωνές τους στους φράχτες,
τώρα μου λείπεις εσύ,ας ήσουν κοντά μου,
κι ας μου μιλούσες,

ακατανόητα έστω,
αλλά ας μου μιλούσες.



 ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΚΙΝΗΣΙΑ
Περπατώ εις το δάσος,όταν οι λύκοι είναι εδώ,
δηλώνω κυνηγός των κακών λύκων
είτε την Κοκκινοσκουφίτσα καταβροχθίζουν είτε
τα γουρουνάκια-ένας Ρομπέν των δασών που υπερασπίζεται
την αθωότητα,υπάρχει ένα απόθεμα αθωότητας στη φύση,
κυρίως,
αλλά τί είναι αυτό,μια σφραγίδα ανάμεσα σε δύο
αντίρροπους ποταμούς,ένας στοχαστής την ανακάλυπτε στο αρχαίο
δράμα,ιδίως στην τραγωδία, έλεγε, "η αθωότητα είναι ό,τι υπάρχει
ανάμεσα στην κίνηση και την ακινησία",γι αυτό σας ομιλώ, οι λύκοι
κινούνται, τα γουρουνάκια ακινητούν, η Κοκκινοσκουφίτσα αλληθωρίζει
"πώς άλλαξε η γιαγιά μου",δε σκέφτεται ότι μια αλλαγμένη είναι
μια άλλη γιαγιά-κι εγώ στέκω ακίνητος,σα πελαργός με δίκαννο.

Έξω βρέχει και θα μπορούσα να σας μιλήσω για τη βροχή.









Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

ΣΤΟ ΠΕΤΟ
Θέλω να γράψω ένα ποίημα υγρό,γεμάτο
λάμδα και ρο,γεμάτο νερόκοτες κι αλκυόνες,
με μικρούς σταυρούς που λάμπουν,κι άσπρα πουλιά

και μου βγαίνουν σκοτεινά άλογα κι ένας ύπνος βαρύς
γεμάτος απ' τα τρύπια ενύπνια της Ιφιγένειας
που αράδιαζε τα βαζάκια, με το γλυκό του κουταλιού,
στα σκαλιά της πλατείας.

Στον κάθε αγοραστή,καρφίτσωνε και μια γαρδένια στο πέτο.


ΔΕΝ ΚΑΠΝΙΣΑ ΠΟΤΕ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
Ξύνω καλά ένα μολύβι,την άκρη του θα'πρεπε
να τη βουτώ στο αίμα της καρδιάς,δεν το
κάνω,όχι,απλώς τοποθετώ εκεί ένα λαστιχένιο κεφάλι
γελωτοποιού,
δε βαριέσαι,όλα μπορεί να ανατραπούν,ακόμη και
αυτοί που μας λείπουν έρχονται κάποιες κρύες βραδιές,
σαν αίσθηση,κυρίως,καταφθάνουν,πίνουμε ένα κονιάκ,
ύστερα τους προτείνουμε να μείνουν,αρνούνται,φεύγουν
την ώρα που λαλούν οι πετεινοί,φαίνεται ότι συναισθάνονται
πώς συντελείται η προδοσία, ο πετεινός  τινάζει τα φτερά του κι
εκείνοι φεύγουν για να συνεχίσουν τον
ύπνο που τους ορίστηκε,τότε ψάχνω για το πρόσωπο του
κλόουν,συνήθως βρίσκεται στο τασάκι με τ'αποτσίγαρα,
μα εγώ δεν καπνίζω,δεν κάπνισα ποτέ στη ζωή μου.

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

ΠΟΣΟ ΜΕΓΑΛΩΣΑΝ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ
Μερικές φορές έχω την εντύπωση
πως κάποιος είναι έτοιμος να γυρίσει το πόμολο,
ψάχνω γρήγορα στα συρτάρια,βρίσκω τα πιο ωραία μου
χαμόγελα και τα προβάρω,ανοίγω ακριβή σαμπάνια,
δεν είσαι εσύ,
δεν είναι κανένας,
μια που μαζί μιλούσαμε
τέτοια ώρα,ακούγαμε το limpertango και παλιά τραγούδια,
δεν,
αλλά το πόμολο κατεβαίνει,αργά,σταθερά κι ανελέητα
και με συνέχει η αίσθηση
ότι κάτι παρέλειψα να πω,κάτι δεν πρόλαβα,σκέπτομαι
πόσο μεγάλωσαν οι νύχτες.
ΑΣ ΔΕΕΤΑΙ ΤΟ ΑΞΗΜΕΡΩΤΟ
Ευλαμπία είναι ένα όνομα
που μπορεί να φανεί σκοτεινή παλάμη
στον άσπρο τοίχο,αν περάσει γύρω από ένα γλόμπο,
ίσως ο θάνατος δε θα έπρεπε να χλιμιντρίζει στα κείμενά μας
τόσο συχνά
κι η νυχτοπεταλούδα ας δέεται
το αξημέρωτο,

το φως θα'ρθει, με τις θάλασσες και τ'ανθισμένα του
δέντρα και τις φωνές των παιδιών στα λιβάδια.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

ΑΛΗΤΟΓΡΑΦΟΙ
Έξω, διψούσαν τα σκυλιά με τα κίτρινα μάτια
κι εγώ,διαβάζοντας στα πλακάκια της εισόδου
τον Χάμσουν,α, δε σας σύστησα,Υλαγιαλή είναι
κάθε κορίτσι που εξιδανικεύουμε,μετουσιώνει τα
κόκκινα όνειρά μας σ'ένα "...μέρα"και το μολύβι
σαλιώνεται και το δοκίμιο τελειώνει.
Απλήρωτο.
Έξω περνούσαν τα κάρα,ύστερα έμαθα ότι κι ο
Κέρουακ έγραψε σε ρολό υγείας-αγάπησα όλους
τους αλητογράφους και,επιπλέον, τον μοναχό που
έγραφε εκ δεξιών,να προσφέρουμε στον κόσμο,
"Οι περιπέτειες ενός αγνώστου ασκητού",για την
αδιάλλειπτη προσευχή, έγραφε,
το προσευχητέον ή αναπνευστέον.
Την Υλαγιαλή, πάντως, τη γνώρισα στα ασπρόμαυρα
πλακάκια της κουζίνας,στο σπίτι της θείας Άρτεμης,
τότε που από την Αναλήψεως περνούσαν αραιά οχήματα,
ό,τι κουμάσι και να κατέληξε, ο Χάμσουν, μου πρόσφερε
το στερημένο μου, μια ζωή,ταξίδι:
"Κι είδα τη Χριστιάνια
ν'απομακρύνεται",
κόμπος είχε γίνει το μολύβι-απλήρωτα.
τα κείμενα.





Η ΣΤΕΡΗΣΗ,ΤΟ ΕΛΕΙΜΜΑ
Τί και σε ποιον να τραγουδήσω,
οι ποιητές του μεσοπολέμου
ανακάλυπταν μεγάλους μύθους και τους κατέβαζαν στου
συλλογικού υποσυνείδητου το φιλιατρό,
καμιά φορά έπαιζαν
με μια λέξη,
όπως στου Λούνα Παρκ τους κρίκους,τί έζησε ο κ.Σεφεριάδης
για να μετράει χαμένους συντρόφους;
Κι εμείς,
δε μεταμορφώνουμε,βέβαια, όπως πριν λίγα χρόνια,
ένα κορίτσι
να το κάνουμε Μέδουσα,
ούτε αφήνουμε τα μεγάλα λευκά,αδιευκρίνιστα όνειρα,
να πετούν,μας δόθηκε ο Σταυρός
που παράγει το ποίημα-
η στέρηση, το έλλειμμα,και η απελπισία-
αλλά να που όλα αυτά
δε μετουσιώνονται σε λόγο

και κανένας δε δέθηκε στο κατάρτι,
ν'ακούσει το τραγούδι των σειρήνων.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

ΑΦΟΥ ΑΛΛΑΖΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ
Όχι,δεν υπάρχει,δεν υπάρχει επανάληψη,
το ίχνος,απλώς, μεταφέρει την οδύνη
εκείνου στο οποίο ελπίσαμε-τελευταία φεύγουν
πολλοί,
δεν υπάρχει επανάληψη,ένα τραγούδι το ακούς,
μ'ένα συγκεκριμένο τρόπο,μία μόνο φορά,
τα άλλα είναι παραλλαγές,
ο τοίχος που,ασθμαίνοντας,ακουμπήσαμε,
δεν είναι ο ίδιος,έχει φύγει λίγη λάσπη,κατούρησε κι ένα
σκυλί, τα 'καφέ' φορούν βιαστικά χριστουγεννιάτικο
διάκοσμο-τίποτε δεν είναι ίδιο,κι ούτε θα μπορούσε
να'ναι
αφού αλλάζουμε εμείς.

ΕΝ ΕΣΟΠΤΡΩ ΚΙ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙ
Κι ό,τι βλέπουμε μέσα σε ραγισμένους καθρέφτες
κι ακούμε σαν ακατανόητους γρίφους,
θα το λούσει ένα φως απλό,
γεμάτο από τραγούδια
ή,
όπως έλεγε η "κορασίς"
του κυρ Αλέξανδρου,
"τραγούδια του Θεού".

Και τώρα "ορθρίζουν εκ νυκτός" τα πουλιά
κι αυτό είναι το τέλος της ακολουθίας ,η Δοξολογία.

Τα πουλιά έχουν διαβάσει
τον Συμεώνα,τον Νέο Θεολόγο
και τραγουδούν τους Θείους Έρωτές του.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΟ
Παράξενο.Δε βαραίνουν τα κείμενα,οι λέξεις
αλλ'ό,τι μορφοποίησε ο πήλινος χρόνος και οι άνθρωποι
με τους αρμούς
και τα ματσακόνια της σιωπής,
ιδιαίτερα όταν υπογράφεται με τρεμάμενα χέρια,
γιατί, ανάμεσα στην πληροφορία και το τίποτε,
αναδεύεται η κόμπρα του ποιήματος,
που είναι
ό,τι δεν μπορείς
να ορίσεις-
στην περίπτωση ορισμού του
θα το περιόριζες,θα του'κοβες μιαν ελεύθερη
ανάσα,
κι ό,τι δεν είναι ελεύθερο,
παύει να είναι ανθρώπινο έργο.

ΔΕΝ ΣΑΣ ΠΑΕΙ ΤΟ ΤΑΚΟΥΝΑΚΙ
Να χαμογελάς
στους λυπημένους κλόουν των πεζοδρόμων,
όταν, ακίνητοι,φύονται κάκτοι,
χωρίς να τους ενδιαφέρουν, πλέον, οι διάττοντες
και ο καιρός
που, κρυφά, ζωγράφιζαν στον πίνακα με κιμωλία,
την εξηκοντούτιδα ωδικού,με το επίθεμα:
"Δεσποινίς Οικονομάκη,δεν σας πάει το τακουνάκι".

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
Με τον Αλέκο τον Τσαλούχα παίζαμε τα αυτοκίνητα,
ένα τιμόνι,το καπάκι τυροτενεκέ-τώρα εκείνος συνεχίζει με
τη μοτοσυκλέτα του,κι εγώ
θάλλω
ως ωραίο δέντρο.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΣΤΙΞΗ
Τα ποιήματα μικραίνουν,
γίνονται λέξεις που ανεβοκατεβαίνουν, όπως
οι ναυτίλοι,απ'την αράδα σ'ένα μέρος της καρδιάς,
αυθαιρέτως το ονομάζω_ή,εν πάση περιπτώσει,-ή
"μεγάλο διαιρέτη",τα ποιήματα ήσαν τρύπιες, ξινές καραμέλες,
μικραίνουν ώς τη δική μου στίξη,την τελεία, που σχεδόν αγνοώ,
γιατί καμιά πρόταση δεν ολοκληρώνεται,πριν καταλήξει
μουσική,κι η μουσική ακολουθείται από εφτά_ή-κι εν πάση
περιπτώσει τίποτε δεν υπάρχει τόσο στρογγυλό ώστε
να το δει ένα παιδάκι και να πει: "να η μαμά μου".

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

ΠΛΑΪ ΜΟΥ
Ομοιώθην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος-
θά 'θελα
να 'σουν
πλάι μου
απόψε.

Ο ΣΤΕΛΑΚΡΑΤΑΩΜΑΧΑΙΡΗΣ
Τελικά,με περιμάζεψε ένα ποίημα,ήταν μπλε στιλπνό
με λέξεις που αναβόσβηναν, όπως πινακίδες με νέον,
ζωντανό όσον ένα ιππήλατο που διασχίζει την παραλία,
σ' αντίθεση με τα όνειρα:
παλαιά κι ανηφόριζαν την Καλλιδρομίου
εκεί που ο αδίστακτος Στελακραταωμαχαίρης,
αλλά τότε
ήταν μεσημέρι κι οι ίσκιοι έτρεχαν στο ταβάνι και τα αδέσποτα
των τσιγγάνων "είναι τα ντέρτια μου πολλά"φώλιαζαν κάτω
από το σεντόνι,
τελικά,
μέσα σ'ένα ποίημα νυχτώνει και ξημερώνει
ασταμάτητα,επειδή η στίξη του είναι πάντοτε μια παλλόμενη
καρδιά, κι έχουν συμπόνια για τους απαστράπτοντες  αγγέλους
που μεταφέρουν τη μεγάλη τους προστακτική-
μετανοείτε.

ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΝ;
Κάποτε η ζωή κλείνει αργά,σαν ένα βιβλίο κάποιου που
νυστάζει,
κι από μέσα πέφτουν ξερά λουλουδάκια,ό,τι σημάδευε
αγαπημένες σελίδες,
τότε όλα εξισώνονται
και μια άσπρη
πεταλούδα προσπαθεί να βγει απ'το κουκούλι της,
απομένουν τ'άστρα που δεν προλάβαμε να μετρήσουμε,
θα' ρθουν άλλοι να συνεχίσουν;

ΑΠΟΥΣΙΑ
Κι ο Θεός ανακάλυψε τη μεγάλη αγρύπνια,
για να τοποθετήσει στο κέντρο της
την απουσία σου.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

ΚΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΜΑΖΕΥΕ ΤΙΣ ΤΥΡΟΠΙΤΤΕΣ ΤΟΥ
Κι έτσι,όπως ξεκολλούν με τη βροχή, τα κηδειόσημα
των στύλων μοιάζουν μεσίστιες σημαίες,προσωπικά
αποδίδω τιμές,χαιρετώντας στρατιωτικά,και δεν είμαι
ο γέρος αετός που "κουνάει,μάταια,τα ριπίδια",ούτε ο
παιδιόθεν,υποθέτω,τρελός εκτελωνιστής,αλλά θα φύγουμε
που θα φύγουμε,γιατί να μη αποδομήσουμε τη ζωή μας,
φτάνοντας στο στοιχειώδες απλό,
το ανάποδο
κι αν δε βρήκα ένα όνομα της προκοπής είναι γιατί ο
εγκέφαλος λειτουργεί με ομοιώσεις,λέμε τα σύκα σκάφη
και τη σκάφη σύκα,πάντως εγώ προσπάθησα,μη φαντασθείτε
ότι δεν είχα ευκαιρίες,θυμάμαι πώς πετούσα
πέφτοντας απ'το ποδήλατο στην πρώτη μου σύγκρουση
κι ο άλλος μάζευε τις τυρόπιττές του, μ'ένα γαμωτοκέρατό σου.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014




IΣΩΣ
Να φυτεύετε τις παλαιές σας φωνές,
κομμάτια από βραδινά παιγνίδια,
ίσως,κάποτε,φυτρώσουν ξανά.


ΚΑΠΟΤΕ
Κάποτε η νύχτα μου'φερνε τους πεθαμένους,
τώρα μου παίρνει εσένα.

ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ
Κι ο Τσιγκιτσάγκας,με το καβούρι να'χει κάνει
ιππόδρομο το στομάχι του,τράβηξε την πόρτα
μιας εποχής,δοκίμασε το πόμολο, να δει αν έκλεισε καλά,
κι απομακρύνθηκε-ήγουν την έκανε, με μεγάλα βήματα-
υπήρξεν ο τελευταίος μαχαλόμαγκας,όταν εμείς οι φλώροι,
σιχτιρισμένη γενιά των σίξτις,προσφέραμε στις επισκέψεις,
ένα βερμούτ που'κανε το γύρο της πόλης,
εκείνοι σου έστριβαν
τσιγαριλίκι,μπροστά σου,το δώρο δε δωρίζεται,έπρεπε ή να το
αρνηθείς ευγενικά, "ευχαριστώ,ρε μαλάκα,δεν πίνω μαύρη" ή
να το καπνίσεις-όχι να το δωρίσεις για να καταλήξει στον
που στο πρόσφερε-υπάρχουν,βέβαια, στις παρυφές,
όξω απ'την εποχή
υπάρχουν(σας μίλησα γενικά, άλλοτε)κάτι παλιοί καντάρηδες
της λαχαναγοράς,καροτσέρηδες, λοτατζήδες,κάποιοι που
περπατούν και κοιτούν τα μπράτσα τους,απόμαχοι
φορτοεκφορτωτές,αλλά η εποχή έκλεισε με τον Τσιγκιτσάγκα.





Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

ΠΙΚΡΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Kάθε φορά που σου μιλώ,
ένα λιβάδι μ'ασφοδίλια ανθίζει στη γλώσσα μου,
δεν ξέρω από ποια πλευρά του ποταμού να κοιτάξω,
δεν ξέρω ποιος θα χτίσει, ένα σπίτι από ίσκιο, πρώτος
στη Νέκυια,
α,πικροί άγγελοι,έρχεστε τόσο γρήγορα...

ΠΑΟΥ-ΠΑΟΥ
Ο μόνος, τελικά, που δε δέχονταν να ακούσει
τα σουρεαλιστικά μας Κάλαντα, "καληνημέραν άρχοντες"
πού η αρχοντιά,
φτώχεια άγρια μας έδερνε,
ήταν ο Κούγκουλος"φυγάτε
έχου χλίψ'"κι είχε θλίψη γιατί του' λειπαν και τα δύο του πόδια,
τα' χασε από κρυοπαγήματα,
μετακινούνταν με πατερίτσες, του'λειπε το χωριό του το Καστράκι
και το Μεγάλο Μετέωρο κι η Αμερική όπου, πριν τον πόλεμο
έκανε πυροσβέστης,σε κάρα στα οποία τα "αλόγατα ζεύουνταν μαναχάτα",
κάποτε τον παρέσυρε ένα ποδήλατο-αυτοκίνητα δεν υπήρχαν στη γειτονιά-
και τον έριξε στο χιόνι,ο ποδηλάτης,νέο παιδί,έβαλε τα κλάματα,
πάντοτε ξεκινούσαμε απ'αυτόν και πάντοτε,ανάβαμε τη λύπη του
μέσα στον πάγο,
τα τζιγκουμπέλια δεν υπήρχαν τότε,μόνον οι
καλλικάροι
που χτύπαγαν την πόρτα του κι απόθεταν στα κόκκινά του αυτιά
ένα ηχηρό- πάου-πάου.

ΚΟΥΔΟΥΝΙΣΕ ΚΑΤΩ ΑΠ'ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΜΟΥ
Νύσταξα αιφνιδίως και βρέθηκε κάποιο ποίημα να φιλοξενήσει
τον πικρό μου ύπνο,κι όταν ξύπνησα άρχισα μάταια να ψάχνω την
πόρτα,εδώ,όχι...εκεί,
πρέπει να με παρέσυρε κι ο χρόνος,
όλα τα πού
έγιναν πότε,
παρ'όλα αυτά, δεν κατέληξα σκύβαλο,όπως φοβόμουν
μια ζωή,δεν κατέληξα περιστέρι που είναι σκύβαλο αφομοιωμένο-κι εδώ
μην ανακαλύψετε απλή διακειμενικότητα ,
κατά το "ο λύκος είναι αφομοιωμένο πρόβατο",ο Βαλερί νομίζω το'γραψε-
το θέμα είναι πολύπλοκο,
εφόσον υπάρχουν οι "βαρείς λύκοι" στη Βίβλο
κι έψαχνα με την αφή,
ώσπου κουδούνισε κάτω απ'το καπέλο μου
η χρυσή λέξη ιχώρ.


Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

ΚΙ ΟΣΟ
Κι όσο περνούν τα χρόνια,
τόσο βρίσκεις
περισσότερα τα κίτρινα φύλλα,
από τις πεταλούδες,
τόσο πιο σπάνια ένα κοπάδι πουλιών
σταματάει απότομα για να μετρήσει τους ήχους
της καρδιάς σου,
οι καθρέφτες που φαίνονται απ'τα παράθυρα
έχουν σβήσει, με ένα μαντήλι, τα είδωλα όσων απέμειναν
πλάι σου,
κι η σιγή ευρύνεται ώς τα όρια της μουσικής.
Κι όσο περνούν τα χρόνια,
βουλιάζει στα λεξικά το λήμμα "νεότης"
κι αραιώνουν, στη θάλασσά σου, οι αστερίες.







  ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
Αυτά τα δέντρα ανθίζουν άσπρες πεταλούδες,
ευδία, η θάλασσα με τις ρυτίδες των γηραιών κυριών,
μια αλκυόνα,βρείτε εσείς τους συσχετισμούς και τη δράση,
α, και η "Ζωίτσα"που στη μεσοποταμία,Κραυσίδωνα και Ξηριά,
θ'ανυψωθεί και πάλι,θα'μαι στο τιμόνι και θα τραγουδώ
"επεράσαμ'όμορφα..όμορφα,επεράσαμ'όμορφα σε τούτη τη ζωή",
βέβαια δεν θα'ναι ακριβώς έτσι,υπήρχε ο Ντοστογιέβσκι,μ'ένα
Χριστό
(κι αν η αλήθεια είναι ξέχωρη απ'Αυτόν, εγώ μαζί Του θα μείνω)
κι έναν Ιούδα,ένα Μίσκιν
                      κι ένα Σταυρόγκιν
και θ'ανυψωθεί η βαρκούλα και θα είμαι τώρα
εγώ, που δοκιμάζω τη
στερεότητα των αιθέρων, κι όπως,πριν από μέναν άλλοι
θα τη βρω ικανοποιητική.



 





Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

ΟΝΟΜΑΤΑ
Έφυγαν τόσοι πολλοί,άντρες και γυναίκες, άλλους τους
έχανα σε στροφές
κι άλλους στις τρυφερές νύχτες,
μου άφησαν χούφτες από ονόματα
φορώ ονόματα στο πέτο,στο λαιμό, κι άλλα τα' χω δεμένα στο μαντίλι,
καμιά φορά
τα στρώνω και τα κάνω ιπτάμενα χαλιά,
άλλες τα σπέρνω και,ενίοτε,
φυτρώνουν-
όμως το ζήτημα δεν είναι αυτό, είναι ότι περιμένω
στην ουρά,ν'ακουμπήσω και το δικό μου όνομα
στις πικροδάφνες, πλάι στις οποίες περνούσα με το Γιώργο, μωρό,
κι ο γύφτος φώναζε "αυτό δεν είναι χαλί,είναι τάπης",
τη διαφορά θα τη μάθαινα, αν ήξερα και το δικό του όνομα
και τον ρωτούσα,τώρα έχω κι άλλο πρόβλημα, θυμάμαι πρόσωπα
μα δεν μπορώ να βρω την αντιστοιχία των ονομάτων,αν ήταν εδώ
ο πατέρας θα του ζωγράφιζα ένα και θα μου'λεγε,ο Σπανός ή ο
Θεσσαλονικιός ή ο Χόντος, η Βροντίνα και ο Τσούτσας
κι η Λενάρα, θα μου'λεγε "αυτός είσαι,συ ο ίδιος,
δεν κοιτάς σε καθρέφτες;".

ΠΑΡΙΣΤΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΤΡΕΝΟ
Το παιδί που ισορροπεί
στις ράγες μιας άγονης γραμμής,
παριστάνοντας
το τρένο,
κάποτε, θα καταλάβει τον
ύποπτο ρόλο των κλειδούχων.
Επίσης, θ'αντιληφθεί
πόσο μάταιο είναι να σέρνεις βαγόνια με σκηνικά
ενώ οι υποκριτές κοιμούνται μακριά, πολύ μακριά,
πλάι στα συναισθήματα
και τη δράση τους-
κι όλα αυτά είναι τόσον εύθραυστα, όσο
ο Τενεσί Ουίλιαμς,στο "Γυάλινο κόσμο"του,
αποφάσισε.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

ΒΛΕΜΜΑΤΑ
Κι όταν θα τιναχθούν τα βαριά μας φτερά,
δε θα τυλίξουν τον αέρα και τους ώμους-
βλέμματα θα κρατήσουν:
Το φευγαλέο ανεπίστρεπτα, το παραπονεμένο,
ένα κρύο γυάλινο,
ένα νυχτερινό,γεμάτο άστρα,
το αθώο γαλάζιο,
το θριαμβευτικό κι εκείνο το ονειροπόλο
που παίρνουν τα παιδιά την Άνοιξη.



ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ    
Ο πατέρας μου, απλώς, φρόντιζε, με τις μπογιές Βλασσόπουλου,
                                            το διαρκές πένθος των χηρών
των καμπίσιων που έσπερναν κι ύστερα κάθονταν στις ψάθινες καρέκλες
                                             των καφενείων για να πεθάνουν,
το ποίημά μου είναι κολοβό,το ξέρω,ο παππούς Βαγγέλης τυλίγονταν
                                              με σπάρτα
κι έλεγε "έτσι, ωραίος, θα φύγω"και το κάρο του τον πήγαινε απ'το Βόλο
                                               στο Ριζόμυλο
δέκα χιλιόμετρα δρόμο, με τον αυτόματο,συμπλήρωνε "θα πρέπει να το
                                               ρυθμίσουμε"
το κοιμητήρι είναι όξω απ'το χωριό"και τρέχαμε με το 612 μηχανάκι μέσα
                                                στη σκόνη
και το σμάρι των παιδιών από πίσω, φωνάζοντας "χουντροκόψιδου",πετώντας
                                                σκόρδα που ξερίζωναν
χωριά με τα τούρκικα ονόματά τους:Τσουλάρ,Γκιουλάρ,Τάχταλασμάν',Γκιρλή-
                                               άσχετα αν το τελευταίο
με το αρχαίο όνομά του,ονόμασε μια χώρα,την Αρμενία-ο παππούς Βαγγέλης
                                              μάζεψε τα ομώνυμα εγγόνια νέα
τους έμαθε τα μυστικά των αλόγων.


Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

ΑΠ' ΤΟΥΣ "ΒΟΛΙΩΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ"
Κι έφυγαν,η Αλέκα,ο Μανώλης,ο Κοράκης.
Στη θέση τους απόμειναν
τεράστια
άδεια
παπούτσια.

Η ΟΣΜΗ ΤΩΝ ΝΕΡΑΤΖΑΝΘΙΩΝ
Πάντοτε ανοίγει ένα κενό,δεξιά μου,και νιώθω την ανάγκη
να το πληρώσω,άλλοτε ως διαίσθηση του επιθεωρητή Πορφύρη
Πετρόβιτς κι άλλοτε ως,σταυροπόδι καθισμένη, προδοσία-
στη δεύτερη περίπτωση, προϋποτίθεται ένας μικρός
νυχτερινός κήπος.
Αλλά και εξ ευωνύμων,η μιαιφονία τυπωμένη αποτελεί,
στο φεγγάρι,σκοτεινό, αιώνιο ιδεόγραμμα.
Θα 'θελα να μου μιλήσεις,τώρα, να βρεις,έστω,τις
λέξεις μου αιχμηρές,μια ποίηση για αγριοκάτσικα,ας είναι,αρκεί
να μου μιλήσεις,έστω,ν' αντιδράσεις μουγκρίζοντας όπως ο Μόργκαν,
ο τρελός εραστής,
μα εσύ,αγαπημένη,σωπαίνεις,λες κι είναι δική σου η γνώση όλου του
κόσμου,λες και ορκίστηκες ότι δε θα τη μοιραστείς,λες και θα καταργηθεί
η οσμή των νεραντζανθιών,αν το τολμήσεις.


ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Φεγγάρι
λουλούδι
δάκρυ.
Λόλα,να ένα ακόμη ποίημα

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΠΡΑΜΑΤΙΑΣ
Εντάξει,ας κάνουμε το συμβιβασμό,ας πετάξουμε και
κάνα αστρικόν σώμα δι ευαισθήτους ψυχάς,αυτό δε θα με
κάνει να ξεχάσω την προγιαγιά Περσεφόνη  που κουβάλησε
το εικόνισμα της Οσίας Παρασκευής, απ'τους Επιβάτες στην Αγριά
και τα'βαζε με τη νύφη της-φόρεσε,χήρα γυναίκα, κόκκινο φουστάνι,
με τον πραματία τα'χει;
Κι η θάλασσα ήταν απέραντη,κι ο πατέρας
πήγε να περπατήσει πάνω της,τον έβγαλαν κάτι ψαράδες,
η Περσεφόνη
εκατόν πέντε,όσο κι η Κολοβίνα,οι δυο πεθερές του παππού,τί να χαίρομαι,
δεν κληροδοτείται  το εξ αγχιστείας κορακοζώητον.
Κι ο πραματίας πέθανε
και δεν είχε τίποτε με τη γυναίκα,
αλλά-να μη τιμήσει εκείνη
εφόρου
τον άντρα της,
να βγάλει τα μαύρα;

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ΝΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Αγαπώ τα ποιήματα, όταν είναι ποιήματα-
ξέρετε,όχι φεγγάρια και κουτοπονηριές ανθέων,
ποιος μωρέ,έχει ένα μαχαίρι στην πλάτη(κι όλοι έχουμε)
και αναζητεί διαμέρισμα στις πολιτείες του Αλντεμπαράν,
πικραμύγδαλο είναι το ποίημα,η τσακισμένη μικρή σημαία,
το διακείμενο, ένα κουτσό ουγγαρέζικο άλογο,ένα ασφοδίλι.
Το ποίημα κλαίει βουβά,δεν πουλάει φτερά για ξεσκόνισμα,
δεν είναι η πικραλίδα που κατουράει το βρέφος,ούτε ο
δεκαόροφος μύλος του Επιφανιάδη που χτυπούσαν κεραυνοί.
Είναι η Μαρία,όχι όταν διάβαζε στα δώδεκα χρόνια της
τα παραμύθια αλλά τώρα που κολυμπάει στην αρρώστια,να
τί είναι ποίημα.

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

ΜΙΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΟΜΗ
Πάντα ζητούμε μια μικρήν αναβολή,τί να σημαίνει
αυτός ο επιπλέον χρόνος,να τον δούμε ομοίωση του αιωνίου,
αλλά και η αιωνιότητα είναι ξεβαμμένη απ'τον καιρό,δάχτυλα
που παίζουν τα νυχτερινά του Σοπέν,είναι η μουσική ο Αιών;
Θα εντυπωσιασθεί,λέτε,ο σκοτεινός Εφέσιος, αν ένας σκύλος
πεινασμένος αρπάξει τους πεσσούς του παιδιού,
εκεί πλάι στη θάλασσα, και δε θα'χει βασίλειο,μόνο υστέρημα
αυτό που ήδη αιτείται,προκαταβολικά,
χωρίς χαρτόσημο πλέον,μια μικρή παράταση
Θεέ μου,έτσι να αφηγηθώ( ή να ζήσω;)μιαν ιστορία
ακόμη,όπως παρακαλούσε ο Μάριος Χάκκας.

ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ
Κάποτε επαναλαμβάνομαι,
δεν είναι δυνατόν, στην ηλικία μου, να μη συμβαίνει,
νομίζω ότι σας μίλησα για το πέτρινο-τσιμεντένιο ήταν,
αλλά,δεν ξέρω γιατί,το ονομάζαμε πέτρινο-γερμανικό πλοίο
που η πλώρη του εξείχε,λίγο ανοιχτά από τα Πευκάκια,στον
ενδότερο κολπίσκο του Παγασητικού.
Το αγαπούσαμε αυτό
το μέρος,βουτούσαμε από πάνω του ή ψαρεύαμε μουσμούλια
και σπάρους.Απέναντι βρίσκονταν μια ακτή, με ψωραλέα μπλε
πεύκα και,πίσω του ακριβώς,η εκβολή του υφάλμυρου
ποταμιού της Μπουρμπουλήθρας,όπου έκρωζαν μαυρόκοτες
και πάπιες,κι οι κυνηγοί έβριζαν τους ψαράδες,
(o Φιλάρετος Σατελιάν,ο Πολυχρόνης,ο την πέτ'χα την πάπα,ο Σκασίλας).

Κατάλοιπο της Κατοχής,στις αρχές της δεκαετίας του '60.

Συχνά είμαι προβλέψιμος,
με "τόση στιχοποιία, πώς θα γινόταν αλλιώς;
Στην ανάπλαση του λιμανιού και της ευρύτερης περιοχής,
το πλοίο ανασύρθηκε,τότε ήταν
                                    που
                                     μεγαλώσαμε
                                     κι έμεινε
                                     πέτρινη και πορώδης
                                     μόνον
                                     η καρδιά μας.





Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

ΚΥΚΝΟΣ
Κι όπως, έπλεε μακριά,φώτα πολύχρωμα, το 'Κύκνος',
κανένας δε σκεφτόταν το φιλάργυρο,αχερούσιο βαρκάρη,
ωραίες, είχε κυρίες ο χορός,στη σάλα, συνεπάρει
δικός μας, στα σκαλιά βαθύς και μεμβρανώδης, ο ύπνος.

Σήμερα,πολιοί,τα τρία του βίου μας τέταρτα διανύσαμε
και, πλέον, για τα δελφίνια στην πλώρη,δεν κοιτάζουμε
Διαβάσαμε τον Καρυωτάκη και το καταφύγιο που μισήσαμε
έγινε η Ποίηση.Και πεφταστέρια όταν ψηλά ρεμβάζουμε.

Οι κυρίες και οι κύριοι, έχουνε,πλέον, αποδημήσει

με τη βαρκούλα που υπομονετικά περίμενε στο βάθος.
Το 'Κύκνος' μοναχά, σε κάποια ενύπνιά μας ,τα φώτα
ανάβει και πλέει μοναχικό, χωρίς της μουσικής το πάθος
και κει, στην άκρη του ορίζοντα τη σκοτεινή,χάνεται όπως πρώτα,

χωρίς τραγούδια και χορούς, τραβάει ωραίο και σβήνει προς στη Δύση.














ΠΟΙΟ
Ποιο θάμβος των πουλιών μας περιμένει εκεί....
Ποια
αγγελικά
τραγούδια...

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

ΑΠΟΜΙΜΗΣΗ
Είναι ο άνθρωπος εκκρεμές, είναι ο μετέωρος άνθρωπος,
στις όχθες μετράει στενά κυπαρίσσια,όμως
οι πάντες διαβάζουν αμέριμνοι τις εφημερίδες τους
για τους ερμοκοπίδες.

Γέμισε ο τόπος σύμβολα.

Για μια φετούλα αχνού θανάτου,
σα λεμόνι
κόντρα στον ήλιο,
δε μιλάει κανείς.

Κι όμως τον φαιδρόν άγγελο περιμένει ο άνθρωπός μας,
(δε μπορούμε να πούμε με ανυπομονησία)
κάποιου
το ρολόι τον ξεγέλασε,ήταν γιαπωνέζικη απομίμηση.

ΦΩΣΦΟΡΙΖΑΝ
Είναι γλυκύς,αντί του "κατόρθωσα" προτιμά το "επέπρωτο"
και,στη γραφή του, αυτοαναφέρεται,όταν προσεγγίζει μιαν αλήθεια,
μένει κάτω από την πέτρινη σκάλα, ψάλλοντας τον "Άμωμον".
Η ιδιαίτερη ευφυΐα του ξεκίνησε, όταν προσπάθησαν
να του κρύψουν
τον θάνατο του παππού-8 Δεκεμβρίου 1966,ημέρα
του ναυαγίου στη Φαλκονέρα- ευφυΐα του ή κουταμάρα τους;
Μαυροφορεμένοι, προσπάθησαν.
Έχει τα τετρακόσια του κάτω από ένα κασκέτο,φθινοπωρινοί
περίπατοι,απογυμνωμένες απ' τα πράγματα σημασίες,μια ιδεατή
θηκιαστή εκεί, αλλά(κάποτε-κάποτε) κι ένα πελώριο
αμόνι, η ομοίωση:

"τα πόδια της φωσφόριζαν σαν πινακίδες νέον".


Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ερέτες βρεθήκαμε, σ' αυτή τη ζοφερή λίμνη,
όμως,
μπορούμε ακόμη να πιστεύουμε,
το φως, στις όχθες,
είναι θεϊκά απλό
και τα πουλιά εφευρίσκουν τρόπους να ξεφεύγουν
απ'το όνομά τους,
να φτάνουν
στο υπερούσιο,
το μεγάλο χέρι του Θεού σκεπάζει λάμψη και σκοτάδι,
ζωή και θάνατο, χρόνο και φως
και το τραγούδι που τα περιέχει.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΑΠΑΝΤΑΣ
Tώρα να βιδώσουμε,
θα το τηρήσεις,Μαγιακόφσκι του καιρού μας,
στο σύννεφο με παντελόνια-κατά
το παλαιό,των λεωφορείων,"μη πτύετε"-
ένα ταμπελάκι "απαγορεύεται το μεγαλαυχείν";
Μην απαντάς
μήν απατάς,
γιατί το θέλεις το παράθυρο που χωρεί ένα Σύμπαν,
εσένα,
γιατί έχεις ένα θυμικό, μπαλόνι,με τους ελέφαντες
και τις τίγρεις του και τα μακρινά του άστρα και
των αγγέλων τις αποστολές και ένα ρακοκάζανο
στα ρουθούνια σου.

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ
Θεέ μου, τί παράδοξοι κρωγμοί,
θυμίζουν τα πουλιά
και τα παιδιά στο "Ξαφνικά,πέρσι το καλοκαίρι",δεν
ξέρω αν τ'ακούς,αν ακούς,αν βλέπεις ό,τι οι άλλοι
ονομάζουν πεφτάστερο,
οι διάττοντες φαίνονται να διανύουν
μιαν ελάχιστη πορεία,πριν ένα χρόνο ήσουν εδώ,
τώρα δεν μπορώ να ισχυριστώ τίποτε με βεβαιότητα,
δεν μ'ενδιαφέρουν οι βασιλείς με τους ακολούθους τους,
άσε τους ναρκίσσους να καθρεφτίζονται στα τενάγη
πλάι σε βατράχους και νούφαρα,δεν μ'ενδιαφέρει
η ποιητική παραδοξολογία,τα άστρα και τα άνθη,
πριν ένα χρόνο,ακούγαμε το "που να'σαι,τάχα το βράδυ αυτό",
με ρωτούσες ποιον σκέφτομαι και απαντούσα "τον πατέρα",
αν τώρα συνέβαινε θα'λεγα ο,τιδήποτε πέρα απ'την αλήθεια
αλλά και ειλικρινής αν ήμουν,θα καταλάβαινες;
Να φεύγαμε όλοι μ'ένα παιδικό τραγούδι στα χείλη,
με ένα μυαλό- ουρανό γεμάτο δρομαία νέφη.....












Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Εκεί,στη στροφή,με περίμεναν,"δεν θα γράψει
ένα αληθινό ποίημα;" κι ύστερα, ό,τι θα' βγαζα απ'το καπέλο
δε θα ξεπερνούσε την πραγματικότητα ενός ανδρεικέλου
που θα τινάζονταν απ'το ρωγμώδη καθρέφτη μου-
ξέρετε, αυτά σε κυνηγούν,ενώ φοράς παντούφλες,
έχουν τρύπιο καπέλο,τραγουδούν το ντράκουλα τσα-τσα,
ε,λοιπόν το 'γραψα, τώρα πρέπει να συμβιβαστώ,πιάστηκα
απ'την πέννα του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς κι είμαι πλέον
ο Αόρατος Άνθρωπος,αν και με βλέπουν στον ύπνο τους
εκατοστιαία κολιμπρί-το πρόβλημά μου είναι αν τα ποιήματα
ενός ανθρώπου χωρίς είδωλο,οφείλουν να προτείνουν
τον πόνο
ακάλυπτο.


ΔΗΛΑΔΗ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ
Άνθρωπος.ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού
κι ό,τι υπάρχει,
βρίσκεται
μπροστά μας,
άγνωστο κι επομένως απερίγραπτο-
η μνήμη ένα φάντασμα-

κι ένα μικρό κυκλάμινο σε κάνει να ξεχνάς
τα ελελεύ

κι όλο αυτό γεμίζει

μια στιγμή μονάχα

δηλαδή τον Αιώνα.







ΔΗΛΑΔΗ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ
Άνθρωπος.ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού
κι ό,τι υπάρχει,
βρίσκεται
μπροστά μας,
άγνωστο κι επομένως απερίγραπτο
κι ένα μικρό κυκλάμινο σε κάνει να ξεχνάς
τα ελελεύ
κι αυτό γεμίζει μια στιγμή
δηλαδή τον Αιώνα.

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΜΕΣΙΣΤΙΟΙ
Όταν χάνεται ένας ποιητής,
σβήνει ένα αστέρι,
στους νυχτερινούς κήπους τ'αηδόνια σωπαίνουν
κι οι θηρευτές των λευκών ονείρων
κυματίζουν
μεσίστιοι.

ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Περπατώ τους δρόμους που διαβήκαμε μαζί,
κρέμομαι από αρχαίες γκριμάτσες, όσες πιστέψαμε
ότι μας δέσμευαν περισσότερο,
νύχτες χειμερινές βγάζω απ'το καπέλο μου,
μάταια, τίποτε δε γυρίζει πίσω, το ξέρω, δε
γράφω όπως παλιά,τώρα όμως διαπιστώνω
ότι, κάθε λέξη είναι νυστέρι που ανατέμνει
τον κοινό μας χρόνο, η απουσία σου με τρομάζει
όχι η μοναξιά κι αν ερωτηθώ "τί αγαπώ", μπορώ
ν' απαντήσω "ένα χτες που βάρυνε αφόρητα" κι
ω,εκείνος ο χειμερινός περίπατος, που μετρούσαμε
τους Αγίους των καϊκιών και πεινάσαμε κι ένας γλάρος
σε κουτσούλησε στο μέτωπο,στο σαβουάρ βιβρ της τρίτης
Δημοτικού, μας δίδαξαν ότι πρέπει να χαιρετούμε
όταν αποχωρούμε.










Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Ο Σπένσερ Τρέηση έσπασε το χέρι του νέγρου,σε μια
επιτραπέζια κόντρα,κι ύστερα, την ώρα που φύτρωναν
ιλιγγιωδώς οι κρόκοι στο σινε-REX και γεμίζαμε το στόμα
με ψιλό χαλικάκι,ανοίχτηκε στο πέλαγος,κυνηγώντας
το όνειρό του, τον ξιφία, που, όπως όλα τα όνειρα,απεδείχθη
αγκαθωτή παντιέρα στο πέλαγος,ένα τίποτε στα δικά του χέρια,
οι κρόκοι και τα γιασεμιά,δεν είναι παράξενο που μετά την
κατεδάφιση του σινεμά,ονομάσθηκε το ισόγειο της πολυκατοικίας
"Αναμνήσεις", όλοι θυμούμαστε τα καλοκαιρινά σινεμά και η
δική σου μνήμη ήταν απ'τον "Έσπερο", απ' το γιγαντιαίο θυρωρό-
τί μνήμη,τα φωτάκια σβήνουν ένα-ένα-"αν τον πετύχω πουθενά,
θα τον φτύσω"έλεγες επί πενήντα χρόνια "να με πετάξει έξω γιατί
δεν είχα εισιτήριο,πού το πενηνταράκι εκείνα τα χρόνια;"
πενηνταράκι,οι λέξεις σβήνουν, σα φώτα σε μακρινή ακτή,
τα φτερά των καρχαριών ίσως υπάρχουν σε έλικες του εγκεφάλου,
έκανα,κάποτε,ένα ρεπορτάζ,τί απόμεινε,κοτέτσια, γκαράζ κι ασβεσταριές
κάπου μια διάτρητη αφίσα με το Μανέλη,δεν τον θυμάσαι το θυρωρό πια,
αυτό είναι σίγουρο.



Ή,ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ,ΝΑ ΜΟΥ ΓΝΕΨΕΙΣ
Δεν γράφω πια όπως παλιά,δε βρίσκεσαι εδώ να στα διαβάσω
κι αν ήσουν θα'βλεπα στα μάτια σου, μόνο την αργή πτώση
ενός πτίλου, θα'βλεπα μια ντάτσα στους απέραντους αγρούς,
δεν προχωρώ πέρα απ'τη φλόγα του Ταρκόφσκι,όλοι πρέπει να
σωθούμε,λέει ο τρελός της Νοσταλγίας,αν ήσουν εδώ θα σου
διάβαζα,πτίλο είναι το φτεράκι,όχι ακριβώς πούπουλο,δεν ξέρω
αν θα καταλάβαινες, ποιος κρίνει αν καταλαβαίνεις ή όχι,ποιοι
έκριναν ότι ο Ντομένικο δεν είχε σώας τας φρένας, ο κόσμος
σώζεται μ'ένα θάνατο και μιαν ανάσταση και μεις
είμαστε στην είσοδο,
τα άδεια τρένα που δε σταματούν,σκηνικά απλά,
κι ο ήχος του πριονιστήριου, πλάι στον Ύμνο στη Χαρά,
θα'θελα να'σουν εδώ για να μου πεις αν ταιριάζουν
ο Σίλερ,ο Μπετόβεν κι ένας ταπεινός ξυλοκόπος,
όπως οι κάλτσες με τα παπούτσια,νομίζω
ότι μόνον εσύ θα μπορούσες να μου πεις ή, τουλάχιστον,
να μου γνέψεις,θα
                          ήθελα
                          να
                          ήσουν
                          εδώ.


Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ
O Σπυράκος πέρασε τη στεφάνη,άναψε το στουπί-
όλοι στεκόμαστε σε στάση προσοχής-στριφογύρισε το
αερόστατο πάνω απ'τη φωτιά,
το άφησε
κι εκείνο
ανέβηκε στ' αστέρια,
πλάι στο Σείριο το βλέπαμε.

Κι ύστερα γυρίσαμε το κλειδί στα παιδικά μας χρόνια,
τ'αφήσαμε κάτω απ' το χαλάκι,
κι απομακρυνθήκαμε μ'ένα κλωνί γιασεμιού,
ανάμεσα στα χείλη.

ΚΑΙ Τ'ΑΦΙΕΡΩΝΑ ΣΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ
Ο χρόνος είναι στην αρχή ευθυτενής,ύστερα
καμπουριάζει λιγάκι,φοράει γυαλιά κι ακουμπάει
σε μπαστούνι,μετά μελετάει Αστρονομία,εκείνο το
άστρο, ο Λαμπαδίας, είναι καλό,σκέπτεται,απ'τα
μπαλκόνια του θα με ξαναδώ παιδάκι,να παίζω με
τα βαγονέτα του τουβλάδικου, θα μου παραχωρήσουν
ένα σπιτάκι με ράφια,γεμάτα τριαντάφυλλο γλυκό
να κερνώ τους περαστικούς και να γράφω τα ποιήματά μου
για μιαν εποχή που ζωγράφιζα ουρανούς
και τους αφιέρωνα στη μαμά μου.  

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΙ ΓΚΡΕΜΙΣΘΗΚΕ
Εδώ, στο γραφειάκι, που ακούγαμε τις σονάτες
του Μπετόβεν,
και τα μεσημέρια κυνηγούσαμε με μυγοκορδέλες
τα απίστευτα των πλανοδίων
-μαζεύω παλιά καλολοφέργια,
παλιά ποδήλατα-
να'χα ένα ποδήλατο νταλίκα, να'ρθω να σε βρω,
να μιλούσαμε για το σπίτι με τις εκατό γάτες
το σπίτι που το φορτώσαμε με χρόνο και γκρεμίστηκε.

ΘΑ ΦΩΛΙΑΣΟΥΜΕ Σ' ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΥΣ
Τις νύχτες, οι πωλητές παιδικών ανεμομύλων φορούν
το πιο λυπημένο τους βλέμμα,
άδεια καρουζέλ γυρίζουν στη σκοτεινή θάλασσα,
κι ένας αθιγγανόπαις, τραγουδάει, στις δυτικές συνοικίες της πόλης
"ντέβλα σου τσου κα τσα για".
Απ' όλα αυτά καταλαβαίνω, ότι θα φωλιάσουμε σε δυτικούς αστερισμούς,
εκεί που εναποθηκεύονται τα όνειρα όσων μπορούν να δουν,
πέρα απ το θάνατο- τις ανθισμένες πασχαλιές και τους ιβίσκους.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΣΑΙΡΕΝ
Τελικά δεν υπάρχει επανάληψη,
ό,τι ειπώθηκε
έχει τελεσίδικα σωπάσει,οι δρόμοι δεν πληγώνονται
από τα βήματά μας,ακόμη κι ο θάνατος οδηγεί αλλού.
Θα 'θελα,τί σημασία έχει τί θα'θελα,η απουσία βαραίνει,
η αφαίρεση κι ένας ύπνος χωρίς σχήματα και παραστάσεις.
Ας περπατούσαμε ξανά κάτω απ'τα φωτισμένα
ανοιξιάτικα παράθυρα, ας κυνηγούσαμε τις νυχτερίδες
απ' τα μαλλιά μας, στις απόχες μας ας σπαρταρούσαν τα
αδέσποτα τραγούδια.
Δεν υπάρχει επανάληψη,εγώ δεν θα ξαναϋπάρξω ως εγώ
και συ θα μείνεις πλάι μου μ'ένα μικρό πόνο στους ώμους,
οι μαίανδροι και οι τόποι πλαγιάζουν στο δεξί χέρι,φεύγουμε
προς τη σκοτεινή θάλασσα, κι αυτή δεν την έχουμε ξαναδεί
έτσι ακριβώς,με τις κορδέλες των φάρων και του φεγγαριού,
όχι,δεν υπάρχει επανάληψη.

ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΡΕΒΙΘΙΑ
"Η ζωή αντιγράφει την Τέχνη",δίκιο έχεις Όσκαρ.
Ενίοτε την παρωδεί, βγάζοντάς της κατσικίσια γλώσσα,
όπως στο χορό της δικής μας Σαλώμης,αυτής που κάποτε-
σας το'χω νομίζω διηγηθεί-
ανέβηκε στο νάρθηκα της Μεταμόρφωσης,μ'ένα πιάτο ρεβίθια.
Τη θυμάμαι και στο γάμο της θειας Άρτεμης,να χορεύει,
γύρω στα ενενήντα της, το "ωραία είναι η νύφη μας",
ολομόναχη
κάτω απ'την ακακία του πεζοδρομίου, εμείς κρατούσαμε
ένα ξένο της τελετουργικό.
Σκέπτομαι ότι αν είχε τυλιχθεί την υπέρτατη μουσική
στα δεκάξη της
κι ο χορός αλλιώτικός να 'τανε, κι ένας άρχοντας της το'ταζε
εκείνη ρεβίθια θα ζητούσε
επί πίνακι.



Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΓΙΑ ΝΑ ΠΙΑΣΕΙ ΤΗΝ ΠΟΖΑ
Τίποτε δεν εμφανίστηκε για να χαθεί.
Βέβαια τα όνειρα ανοίγουν σαν μεγάλα ρόδια,
κάθε κόκκινος σπόρος είναι μια ματαίωση-
αλλά υπάρχουν ακόμη,
τα βραδινά παιγνίδια των παιδιών,
υπάρχουν οι χαρταετοί, φτιαγμένοι από σελίδες
εφημερίδων, έτσι για να φανεί ότι η ζωή συνεχίζεται,
έστω μοναχική,
σαν κάποτε που κουβεντιάζουμε με το είδωλό μας
στον καθρέφτη,μ'ένα μοναχικό σακάκι,με
τον χρόνο που κάρφωσε σε χοντροχάρτονο
ο Αντρέας, ο φωτογράφος,την ώρα που χόρευε
στα μικρά παιδιά,σαν τη μαϊμού,
για να πιάσει την πόζα.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

ΝΑ ΜΗ ΦΟΒΑΜΑΙ
Tην παιδική μου καρδιά, κρατάς στο χέρι σου,Κύριε,
δε θέλω χρόνους και χρυσάφι,δος μου την πίσω,Κύριε,
δεν μπορώ πια ούτε τις λέξεις,βάρυναν κι αυτές
και τα τραγούδια έχω κρεμάσει στ' άστρα,
στείλε την με τον άγγελό μου,Κύριε,
να ξαναμάθω να προσκυνώ,
να μη φοβάμαι.






ΠΡΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΝ
Ναι,τα γνωρίζω  αυτά τα βότσαλα-ένα
κάθε πέντε βήματα στο μονοπάτι-
αλλά πού ξαναγυρίζω,σε ποιο κέντρο,
σε ποια βεβαιότητα,μη βιαστείτε να μιλήσετε
για παλιμπαιδισμό,τα πράγματα είναι πιο σοβαρά,
βέβαια επιλογή μου ήταν,θα μπορούσα να
ολοφύρομαι,χορταίνοντας τα πετεινά του ουρανού
με ψίχουλα ή να ερμηνεύω την πορεία του
Πολικού ή να ψάχνω στα πλατανορέμματα για
μονοπάτια,τί επιλογή μου,υπάρχει
στ'αλήθεια κέντρο ή βεβαιότητα;
Ο ουρανός είναι μια αφαίρεση κι όλες οι παιδικές
ιστορίες, ομολογούνται προς παραμυθίαν.




Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΛΕΠΙΔΙ
 Παίξαμε μονά-ζυγά στην προκυμαία.
 Κι έχασα.
 Έφεγγε ελάχιστα, ένα φεγγάρι μπλε κι αργά κατάλαβα
 ότι δεν ήτανε φυστικοστραγαλάς ο κερδισμένος
 αλλά ο μικρός που άφησε τους πεσσούς
 και πήρε το λεπίδι.

Η ΩΡΑΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Κι ο πειραιώτης καθηγητής, για τον οποίο,πολλάκις
σας ωμίλησα,το'χε τσεκάρει,
σε μια εκ δεξιών απόφανσή του, "ονομάστε το" έλεγε
"πεθαμενατζίδικον Η ΩΡΑΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ",
ο Βόλος υπήρξε κάποτε ιοστεφές άστυ,με την πολυχρωμία
των ποδηλάτων του, τα φυτοκάλαμα και τους χαρταετούς,
έτσι καταλάβαμε ότι ζωγράφιζε το μέλλον, πού το'δε
ο μπαγάσας,τότε υπήρχε μόνον
ο κούκλος του Παλούκα, κούναγε
το κεφάλι-αυτό αν δεν αρέσει ο συγγραφέας του "Υπερίωνα"
που,ανορθόγραφα,ανέφερα στο τελευταίο μου ποίημα-
κουβαλούσα
ένα τσουβαλάκι κορκάρι στο "Λεϊμονή" και τις ντομάτες
για τα γεμιστά στη γιαγιά Μαργαρώ,μ'έθελγαν τα παλαιά
εικονίσματα,η οσία Παρασκευή,
η Επιβατιανή,το αναμμένο καντήλι
και το γλύκισμα "Βαρβάρα",σχεδόν σούπα κόλλυβα,
φώναζα έι,έι
στα ελάχιστα αυτοκίνητα,
που το βρήκε το προφητικόν επίθεμα,
άκου Η ΩΡΑΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ-τα χρόνια και οι βροχές
σάπισαν την πόλη,κανείς δε νοιάζεται πλέον
για τη σκόνη των διαττόντων
στις απαλές μας χωρίστρες.



Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

ΣΕ ΜΙΚΡΟΨΥΧΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
Προσπάθησα να μείνω στο έτσι-είναι-ακριβώς,
τίποτε,όλοι ζητούσαν το διάκοσμο,
έναν έρωτα από γκοφρέ χαρτί και στα μαλλιά
χρυσόσκονη,μια λάμπα για φεγγάρι ή ένα μπαλόνι
που ιριδίζει-αυτά έχουμε,αυτά,φτηνά,προσφέρουμε.
Οι γηραιές κυρίες που φεύγουν στην ώρα τους, θα μπορούσαν
να μας προσφέρουν μιαν επίφαση
όμως,ο εσμός των εργολάβων
μιας ποίησης αν-ούσιας, αντιπροσφέρει
ζυγαριά ακριβείας και λέξεις από φτερά
που έφτασαν, λες, από το καρναβάλι του Ρίο.
Τί κάνουμε, Χέλντερλιν,δεν είναι καλύτερος ο ύπνος;


Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΑ ΔΙΑΨΑΛΜΑ ΓΕΜΑΤΟ ΡΟΔΑ
O Νίτσε τα μπέρδεψε λιγάκι τα πράγματα-
θα σταματήσεις,θα πάρεις μια βαθιά ανάσα
και θ' ακολουθήσεις,ψάχνοντας τα ίχνη του λαγού,
πάνω στο χιόνι.
Δε θα ξαναπεράσει, ολόιδιο, ένα "έτσι ακριβώς",  πάνω
από τη χωρίστρα σου,ένα πεφταστέρι ανατολικό,
το επώνυμό σου που άκουσες στην Πανεπιστημίου,
το λεπτόμισχο μπλε ανθάκι που περίμενες ένα
χειμώνα, να σου χαμογελάσει,
όλα συνέβησαν άπαξ.
Τίποτε δεν επαναλαμβάνεται γιατί κι ο χρόνος τελειώνει
όπως κι οι μεγάλες θεωρίες,
κι ο θάνατος είναι ένα επεισόδιο,
ένα τίναγμα του ποδηλάτου
και μπαίνεις στο φως,
όλα και τίποτε είναι φως,
ένα διάψαλμα γεμάτο τριαντάφυλλα.


ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, ΠΑΝΤΟΤΕ, ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ
Κι η συμβολική πάλι που κοάζει;
Αυτό είναι
ή υπήρξε-
αυτό,τίποτε περισσότερο ή λιγότερο,
αν μπορείς να γράφεις και για τα επώδυνα κάνε το,
αλλά δήλωσε κατά των ανθέων και των άστρων,
ένα μπουκέτο δεν μπορεί να'ναι ταυτόχρονα
και σχοινοβάτης,
ο τελευταίος κρατάει τη ζωή στην παλάμη του,
πουλί,αν την ανοίξει χάθηκε
περπάτησα κι εγώ σε αλέες και βάφτισα τις νταντάδες
άγρια θηρία,
να γιατί απορρίπτω,πλέον,τη φαινομενολογία,
να γιατί διαλέγω θαλασσόξυλα,έχουν ιστορίες
ανάμεσα στα δόντια,δεν κουδουνίζουν στις τσέπες τους,
ακούγονται
κι ένας ποιητής πάντοτε αφηγείται.







ΚΛΙΣΕΙΣ
Μοιάζει σαν την επανάληψη του ενός θανάτου
όλο αυτό,
γι αυτό μπερδεύω τα ονόματα και τις σχέσεις,
καταλαβαίνετε,υπάρχει μόνον η απουσία,
με διαφορετικό,κάθε φορά, επίθεμα,ας πούμε
ο άγνωστος,
ο μοναδικός,
ένα γύρισμα διακόπτη-
τίποτε άλλο δεν υφίσταται από το ρήμα φεύγω
σ'όλες του τις εγκλίσεις και κλίσεις.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

ΜΟΝΟ ΚΟΙΤΟΥΝ ΘΛΙΜΜΕΝΕΣ
Τί μέρες απαιτητικές...Κάθε μια θέλει και το ποίημά της,
να περνά από χέρι σε χέρι,ώς να φθαρεί,
κάποιοι πουλούν τ'αποφόρια τους,
γνωρίζουν άριστα των εμπόρων τον εσμό
κι οι λέξεις πια δεν μας μιλούν,
μόνο κοιτούν θλιμμένες,
από μακρυά,δεν έχουν,άλλωστε, να πουν πολλά,
οι λέξεις που ήσαν κάποτε ακριβές,
όσο χρυσά κινέζικα αηδόνια,
τώρα ασχολούνται με τη λογιστική,το λαβείν και το δούναι
σε καιρούς φτήνιας,
μετρήσαμε λειψά και πήραμε το χειροκρότημα,
ναι, είχαν ψυχή κι αίμα ζεστό,
τώρα αργολογούν στην αγορά σαν υποζύγια ή
τιθασσευμένες οδηγούνται από καραγωγείς
-τί απαιτητικοί καιροί, την καρδιά σου να θυσιάζεις
όπως,στο ναό,τα περιστέρια.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΧΑΘΗΚΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟΙ
Αν ανοίξεις το βορινό παράθυρο,
θα μετρήσεις εκπροσώπους τριών γενεών,
ν'ανεβαίνουν τις σκάλες-
πέρασαν απ'αυτό το σπίτι,συναντήθηκαν και χωρίστηκαν,
ο πατέρας, σου γύριζε μια μπούκλα
κι η γιαγιά σιδέρωσε τα ναυτικά του πατέρα,
αδελφοί και εξαδέλφες και-στους σεισμούς-γείτονες
να λεν αινίγματα,να παίζουν το "χάσκα",
έμεινες
μόνος
πια,
το φεγγάρι στα φανερώνει,όπως ένα φλιτζάνι
καφές,όπως οι γερανοί που απομακρύνονται,
απ'το παράθυρο περνά το γέλιο,το δάκρυ,
το
πληρωμένο
μοιρολόι,
στο τραπέζι ένα βιβλίο ανοιχτό στη σελίδα 56,
τίποτε...τίποτε... γιατί  χάθηκαν όλοι,τόσοι και τόσοι αναρωτήθηκαν,
κι ύστερα χάθηκαν κι αυτοί.


Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014



ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ
Δεν ξέρω ποιος θα φύγει,
πάντως, όποιος μείνει,
θα ψάξει για μολύβι και χαρτί
να γράψει το αληθινό του ποίημα.
ΟΧΙ, ΠΙΚΡΗ ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ
Το θυμήθηκα: Για το "Βασιλικόν", της οδού Ικτίνου, σας έγραφα,
αρχές της δεκαετίας του 60,πρώτο μου κατάλυμμα στην Αθήνα,
ύστερα ξαναβρήκα τις πόρνες στην είσοδο που δεν άλλαξαν
τις ξανάδα όταν, στα φοιτητικά μου χρόνια,επισκέφθηκα
τόπους παλιούς, ίδιες τις είδα,μόνο πιο γερασμένες,
κι έσβησα το ποίημα-
δεν το'σβησα,
το πέταξα
σε μια σχάρα υπονόμου,είχε μια ομορφιά άλλη όταν,οχτάχρονος,
έμεινα εκεί,όλα μύριζαν κεφαλογραβιέρα και τσάι του βουνού
και σε ξυπνούσαν τα "λερώνει" των εργατών Τύπου
και το φεγγάρι
φαίνονταν απ'το παράθυρο του σαλονιού, με μια γκριμάτσα
απαρέσκειας,
"τί ζητάς"έλεγε "παιδί πράμα,εδώ;",
μα δεν είχα μάθει να μιλώ με το φεγγάρι και του γελούσα
κι ύστερα κατεβαίναμε
στο εστιατόριο να παραγγείλουμε μουσακά,

αλήθεια
τί θα κάνατε
αν βλέπατε ένα παράδοξο κύριο,
ν'αφήνει το μπαστούνι του,
να γονατίζει
μπροστά σε μια σχάρα υπονόμου και να προσπαθεί να σηκώσει το
καπάκι;
"αρουραίος;" θα ρωτούσατε και θα σας απαντούσε
 "όχι, πικρή μεταμέλεια".


Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

ΚΡΕΙΤΤΟΝ ΤΟ ΣΙΓΑΝ
O έρωτας είναι η απόλυτη διάλυση του ενός
σ' αυτό που λεν προσωπικότητα του άλλου,
δεν έχει σχέση με το πώς νιώθεις εσύ
αλλά με τον αχνό αντίλαλο
στο κοχύλι του δικού μου αυτιού,
όσων θά΄θελες να πεις στο ταίρι σου,
αλλά καλύτερα είναι
ν'αποσιωπήσεις.
Τί μ'ενδιαφέρει εμένα η πολλαπλασιασμένη κραυγή
του πετεινού,αν γίνεσαι θάλασσα ή άγγελος,
αν έψαξες ερήμους και φαράγγια να τον βρεις αυτόν τον άλλο,
έρωτας.
κρείττον το σιγάν στον έρωτα.
Ή,μάλλον,μ'ενδιαφέρει ο έρωτας που γίνεται ποίηση
κι όχι το βεβιασμένο αντίθετο,
η “ποίηση” που δεν υπήρξε


ποτέ
ΣΑΝ ΣΚΛΗΡΟ ΜΑΞΙΛΑΡΙ
Θα περάσει,μου είπαν,κι αυτό θα περάσει-το ξέρω,τους απάντησα,ξόδεψα πάνω απ'τα τρία τέταρτα των χρόνων που μου δόθηκαν, κι οι καθρέφτες,στο βάθος των φωτισμένων παραθύρων, παρέμειναν δίχως είδωλο και οι προσευχές μου είναι ακόμη διπλωμένες, σαν σκληρό μαξιλάρι.




ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ ΤΡΙΖΟΝΙΑ
 Κάποια απογεύματα, στα λυμφατικά,πλέον, νυχτολούλουδα
 των πεζοδρομίων
 ακούς αδύναμους γρύλους
 να υπόσχονται το επόμενο καλοκαίρι
 "θα'ρθει"λεν "είμαστε τα αβγά του,
  θα ξαναρθεί,όταν εσύ θα'σαι ανέτοιμος να το υποδεχτείς
  όπως του πρέπει,
  επειδή θα σ'έχουνε κουράσει οι λαβύρινθοι του χειμώνα
  ή επειδή,σ'ένα χαώδες επέκεινα θα έχεις μετοικίσει".

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

ΣΑΝ  ΚΕΡΜΑ ΑΠΟ ΤΡΥΠΙΑ ΤΣΕΠΗ
Τα βράδια, ο γέρο Μπούκης ο τυφλός, περπατούσε το μοναδικό
χωματόδρομο,τραγουδώντας,με μια φωνή καστράτου
δημοτικά τραγούδια,
όταν έφυγε, μας άφησε τη φωνή του και μιαν ελιά που είχε ως όριο,
την ακουμπούσε και,μετρώντας τα βήματα,
γύριζε πίσω,στην αυλόθυρά του,
τον ακούγαμε τις νύχτες,
τα σπίτια πλήθαιναν στο μεταξύ,εμφανίστηκαν
καναδυό αυτοκίνητα,χαράχτηκαν νέοι δρόμοι,ασφαλτοστρώθηκε
ο παλιός χωματόδρομος,πάροδος 220 κι αργότερα "Καλτεζών"
η ελιά και τα τραγούδια έμειναν.
Ώσπου, κάποιο πρωί, ένας στραβόγνωμος συνταξιούχος,πήρε πριόνι
κι έκοψε το δέντρο,οι θρούμπες του λέρωναν τ'αυτοκίνητο.

Τότε χάθηκαν και τα "σαράντα παλληκάρια" κι ο "αϊτός"
και "η Σαμαρίνα"και η "ιτιά",

και μεις, ξαφνικά, χάσαμε τη νεότητά μας,
σαν κέρμα από τρύπια τσέπη.


ΚΟΣΜΕΙ ΦΘΑΡΜΕΝΑ ΕΞΩΦΥΛΛΑ
Κι όταν γράφουμε φαίνεται λιγότερο θλιμμένο το φεγγάρι
και τα παιδιά μαλώνουν τους φανοστάτες και τα μπαλόνια τους,
οι τρελοί περπατούν στο στερέωμα με την άνεση των πουλιών,
παρουσιάζεται κι ένας θαυματοποιός που καταπίνει τον εαυτό του.
Απομένουν όμως τα σκοτεινά φυλλώματα των δέντρων,οι καρποί πλάι
στους φαύνους-μ'αυτά συνεχίζουμε-με τη θάλασσα και τους φάρους
μ'ένα νυχτερινό αδέσποτο τραγούδι, παλαιές αγωνίες, απ'τον καιρό
του πρίγκηπα της Δανιμαρκίας, διλήμματα,να συνεχίσουμε ή όχι
ν' αφεθούμε στην παλαιότητα,δε βαριέσαι, τί θα χαθεί,η Κλίμαξ
κοσμεί φθαρμένα εξώφυλλα.



Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΑ ΒΗΜΑ
Η γιαγιά Χρυσάνθη σπάνια μου παρουσιάζεται καθ'ύπνους,
με τη ρόκα της λευκή, σαν τα μαλλιά της, πετάει ένα "Γιάννη,
ουδέν γλυκύτερον της μητρός", περνάει απ' τ'ανοιχτό παράθυρο
και χάνεται στη νύχτα,περιττό να σας πω ότι σεις τη βλέπετε σα γαλαξία,
μυρίζει πάντα χειμωνανθό,α, που'ναι η παρηγοριά της, τα χιόνια και τα
νυχτέρια κι η γιαγιά να γνωρίζει απέξω τον Μεγάλο Κανόνα του Αγίου
Ανδρέου του Κρητός,με την εισαγωγή "ελέησόν με,ο Θεός,ελέησόν με",
τα τελευταία χρόνια,μετά το θάνατο του παππού,κοιμόταν πλάι
στην Αποκρίτσα, μια κατσικούλα που άκαιρα αντιφωνούσε στα τροπάρια
και στην Αθήνα αργότερα, στο λόφο του Στρέφη καμάρωνε "είμαι απ'την
ωραία Πορταριά,με τα φιρίκια",ναι τη βλέπετε σαν τον γαλαξία,
έχει κουβαλήσει όλες τις παγωνιές στο ροδάνι,ένα βράδυ μας ξύπνησε,
"έξω χιονίζει μανέστρα",τότε ο χειμωνανθός μεταμορφώθηκε σ' ασφοδίλι
κι είπαμε "ένα βήμα είναι η Νέκυια,ένα βήμα από δω".

ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΡΕΜΠΩ
Κι η ποίηση θα περάσει,όπως μια ίλη ιππικού
και θα βγούμε απ'τη σκόνη της γυμνοί και σώοι
κι ύστερα θα ψάξουμε για τον Αρθούρο Ρεμπώ
να του ζητήσουμε τις τρέχουσες τιμές των διαμαντιών-
θα μας δείξει βέβαια ένα τρύπιο καπέλο,"ανάποδα πηγαίνατε"
θα μας πει,"τα νιάτα προσφέρονται για την ποίηση,
τώρα είναι πολύ αργά και για το εμπόριο,βλέπετε
αυτά τα σκαλάκια,υπάρχει θέση και για σας"
κι ύστερα θα πηδήξει ψηλά,προς τα αραιά σύννεφα
που σαν καράβια μεθυσμένα ταξιδεύουν.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΡΑΒΩΜΑ
Στα ορεινά, τα παιδιά παίζουν το "καράβωμα",απλώς αφήνουν
μια φλούδα δέντρου ή ένα χάρτινο καραβάκι, ένα που βρήκανε
κουτί από σέρτικα καλαμών ή,τελωσπάντων, ένα ιπποκάστανο
να ταξιδεύει στα νερά του αυλακιού,το λένε ποταμόπλοιο,
να γιατί
ισχυρίζομαι ότι τα μεγάλα όνειρα χωρούν σε άδεια κασκέτα
και τα γρανάζια των αρχαίων μας σοφών (χαίρε, των
Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα), είναι φτιαγμένα από αέρα
κι οι φίλοι έφυγαν μ'ένα ανύπαρκτο πρόβλημα στην παλάμη
να γιατί
σας συμβουλεύω να ,κατεβαίνοντας τις λεωφόρους, ζητάτε
πάντα ένα "γύρο με γιασεμί" και καθώς το βράδυ βαραίνει,θα
γυρίζουν πάντα όσοι χάθηκαν, μόνο που θα έχουν το σχήμα των
αστερισμών.




Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΚΡΥΟ ΝΕΡΟ
Ένα αστέρι κρατώ ψηλά για τα παιδιά που χάθηκαν στο δάσος,
ένα χαμόγελο κρεμώ στο πρόσωπο για τους απελπισμένους,
για τους μοναχικούς ένα χελιδόνι συντροφιά,
για τους γυμνούς ένα χιτώνα-
ένα ποτήρι κρύο νερό για το Χριστό.

ΝΕΙΡΗΜΑΤΑ ΛΟΥΪΟΥ ΝΤΟΥ ΛΟΥΪΟΥ
Το Κατίγκω που έβλεπε "νειρήματα λουϊού ντου λουϊού",
εξακολουθεί να ζει στον εκατοστό πεντηκοστό χρόνο
της αιωνιότητάς της, βλέπει τα νυχτέρια με τους γείτονες,
το κατσαμάκι,βραστό καλαμποκάλευρο με μέλι,και τα, καθαρισμένα
από τα σάπια μέρη τους,φιρίκια,τραγουδάει φάλτσα τον Εντουάρντο
Μπιάνκο και λάθος τον έλληνα διασκευαστή,
"όμορφη Ματίνα",ακούει τους βόμβους των γερμανικών στούκας,
τον εντεταλμένο να φωνάζει για τη συσκότιση, πεινάει στα όνειρά της,
ενώ ο άντρας της, ο μπαρμπα Τσικλάνης, διαβάζει την Αγία Γραφή
κι ένα διαλυμένο κίτρινο βιβλίο,το "περί των ακουσίων θλίψεων",
του οσίου Μάρκου του ασκητού
και ορίζει αυτός την ημερομηνία της αποδημίας του-
τίποτε δε βλέπω,ένα ερείπιο στην άκρη της αυλής με την αγράμπελη-
στήνει μια τρύπια κουρελού,προσεύχεται προς την Ανατολή
και κλείνει τα μάτια,θέλετε γλωσσάρι, το "νειρήματα κτλ"
σημαίνει "όνειρα λογής,λογής"








Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

ΠΛΑΪ ΣΤΟ ΜΟΝΟΣΤΗΛΟ ΠΟΥ ΥΠΗΡΞΑΜΕ
Τί θ'απομείνει από μας,ποιος θα'ναι ο καπνός και ποια
η στάχτη μας;
Ενώ θα φεύγουμε, θα πετούν κορυδαλλοί,
ένα παράφωνο τραγούδι θα στροβιλίζεται
και τα σπίτια, που στέγασαν τα όνειρά μας, θ'αντιστέκονται,
σίγουρα ένα κρύο φεγγάρι,τα άτεχνά μας ποιήματα,ποτέ
δεν αναπαυτήκαμε σε βεβαιότητες, όλο ρωτούσαμε "γιατί"
και "πότε",κυνηγούσαμε τη νυχτερινή θάλασσα,αυτή θα μείνει,
οι παύσεις,ίσως ακούγονται οι τελευταίες φωνές των παιδιών,
μια φυσαρμόνικα,ποιος θα γράφει ότι η ζωή του είναι αφόρητη;
Κι εμείς τι θα βάλουμε στις βαλίτσες μας,ποια παραμύθια,
τα απανωτά βαριά τσιγάρα,
εκείνες οι μοναδικές απόπειρες να γίνουμε
άστρα,
τί θα δημοσιεύουν την επομένη οι εφημερίδες,
πλάι
στο μονόστηλο που υπήρξαμε για μια ολόκληρη ζωή;

ΠΟΥ ΚΑΘΥΣΤΕΡΕΙ
Τριζόνια σκαρφαλώνανε στα χέρια, στα μαλλιά μας
κι ένα λεπίδι φεγγαριού άναβε-φρυκτωρία-στην κορφή.
Το μέγα μήνυμα δεν κουβαλούσε (ένα από τα ποιήματά μας
άναβε,απλώς, αισθαντικά) κι είχε η απαρασάλευτή του αφή
κάτι από τη νομοτέλεια του επερχομένου που καθυστερεί.

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

ΜΑΚΡΙΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Είναι φορές που δίνω στ' αστέρια τα ονόματα όσων έφυγαν-
"δε μπορεί" λέω, "όσοι βγάζουν φτερά,πετούν",
ο πατέρας,αίφνης,
είναι  κομήτης , σε αιώνιες τροχιές,γυρίζει τα βράδια,
περνάει με το χέρι του, κάτω απ'το μαξιλάρι,
ένα εικόνισμα της Παναγιάς.
Τα κορίτσια μιας νιότης που χάθηκε, παίρνουν τα πιο παράδοξα
προσωνύμια,
Βερενίκη, να πούμε,Αλκυόνη,Πλειόνη,Ταϋγέτη,
ό,τι περισσεύει απ'τον ουρανό,
ονομάζει τους λυπημένους των δρόμων,
δέντρα, ανεπίστρεπτα χαμένα βλέμματα,
τις κούκλες στις βιτρίνες,τα ελάχιστά μου ταξίδια,
τις λυπημένες άδειες καρέκλες, το νυχτερινό φλοίσβο.
Τα υπόλοιπα είναι μακρινά τραγούδια,μ'ακατανόητους στίχους.

ΚΑΙ ΞΕΧΝΑΣ Τ 'ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ
Tίποτε δεν βαραίνει περισσότερο από την ελαφρότητα
με την οποία αντιμετωπίζουμε πράγματα σοβαρά,
όπως το σκόρπιο,στη θάλασσα,φεγγάρι
που ζωντανεύει αρχαία καλοκαίρια
ή όσους μας επισκέπτονται τις νύχτες, με την Άρκτο πιασμένη
στα δόντια, σαν ένα κλαδάκι γιασεμιού,
και τον χρόνο,όσος μας απομένει, στο σταμνί:
Το ακουμπούν στα χείλη μας,
πιστεύοντας
ότι θα μας ξεδιψάσουν.
Τίποτε δε βαραίνει περισσότερο από την "Καλημέρα" ενός
καθρέφτη, όταν μας επιστρέφει τη ζωή που ξοδέψαμε
αλλοιωμένη (ο καιρός μένει αδυσώπητος σαν κλαγγή όπλου)
μα εμείς δεν το καταλαβαίνουμε
γιατί πάντα, η ελπίδα είναι η γιγάντια φασολιά
που σ'ανεβάζει στους αιθέρες
και ξεχνάς τ'όνομά σου και θέλεις να σε προσφωνούν
Εκλαμπρότατε.


Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

ΚΟΥΔΟΥΝΙΣΤΡΑ
Κι αν η σκηνογραφία είναι άψογη,
δεξιά το σεράι,αριστερά η καλύβα,
οφείλουμε να προξενέψουμε στο ποίημα
όχι μια δράση,αυτή υφίσταται, με τους διαλόγους,
αλλά μια ψυχή-αυτό που ονόμαζεν ο Αλεξανδρινός
"ποιητικήν ιδέα"-
διαφορετικά, η λειτουργία του
καταλήγει κουδουνίστρα, στα χέρια των νηπίων.

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

ΚΟΒΕΙ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ
Αγαπώ τα νυχτερινά τρένα,
εκείνα στα οποία, ο εισπράκτορας
αναγκάζεται να κόψει εισιτήριο
στον εαυτό του,
γιατί οι επιβάτες είναι όλοι νεκροί
ή ταξιδεύουν ο ένας στο όνειρο του άλλου.
Αγαπώ τα τρένα που δε σταθμεύουν,
τα άδεια μοτέλ,
όπου χασμουριέται το τελευταίο τζουκ- μποξ
του Πέτερ Χάντκε,
την ώρα που ο τελευταίος
εξηγεί στην πληθωρική ιδιοκτήτρια,
ότι η αγωνία του "τερματοφύλακα
πριν το πέναλτι",είναι το τέλος του βιβλίου
που τού 'πεσε στο πάτωμα και σκόρπισε,
αόρατο, σαν τον υδράργυρο.

ΦΑΝΤΑΣΜΑΓΟΡΙΑ;
Μόνο το αδύναμο φως μιας πυγολαμπίδας μπορούμε
ν'ανάψουμε
και δε γίνονται οι στίχοι μας φάροι ή λάμπες
που καταργούν το σκοτάδι,
δεν ξοδευόμαστε,
λαμπάδες,
να φωτίσουμε τα μονοπάτια,
για τα παιδιά που χάνονται στο δάσος
με τους δράκους και τα απατηλά τραγούδια των σειρήνων,
δεν το μπορούμε ή δεν το θέλουμε,
καλλιεπείς κι ανούσιοι στη σπατάλη μιας φαντασμαγορίας,
τα ποιήματα θα'πρεπε να'ναι ξιφολόγχες, όχι παντιέρες
κι εμβατήρια,
να'ναι ψάρια και ψωμιά που πληθύνονται,κι όχι
ματσάκια από πασχαλιές,
συνθέσεις κι όχι πρελούντια-
ν'αφήνουν απέξω το "εγώ" και να διακονούν ανάγκες του "εμείς".



Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

ΠΛΑΪ ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ
Κι θα'ρθει μια εποχή που τα τριαντάφυλλα θ' ανθίσουν,
πλάι στις σιδηροτροχιές, κι όσοι μιλούσαμε για θάνατο
θα βρεθούμε αμήχανοι, θα προσπαθούμε να προσδιορίσουμε
μιαν απουσία,γιατί θάνατος είναι ο φόβος μόνο,
κι ο Αλιόσα Καραμάζωφ διατείνονταν στην παρέα των παιδιών
"θα ξαναβρεθούμε,θ'αγαπηθούμε ξανά", αρκεί να ξεχάσουμε
τις αράχνες και να μυρίσουμε τα άνθη,
εκεί,πλάι στις γραμμές του τρένου.

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

CERCIS SILIQUASTRUM
Εγώ που έλειπα απ' την εκταφή,
χρωστώ μια βαθιά υπόκλιση,
ένα τρυφερό αγκάλιασμα του κορμού της κουτσουπιάς
(επιστημονική ονομασία Cercis siliquastrum),
για τα μοβ ανθάκια που χάριζε,επειδή την παρακάλεσα,
καθημερινά, επί τέσσερις Ανοίξεις,
στον τάφο της μητέρας.




ΤΟ ΑΥΤΟ ΠΟΘΩ ΚΑΙ ΔΙΑ ΣΑΣ
Από υγείαν υγιαίνω και μη με ρωτάτε
ποιο είναι το ποίημα που αγαπώ,
θα σας απαντήσω "το τελευταίο",εκεί
σωρεύεται κάθε αστοχία μου, ήγουν αμαρτία,
γιατί, όπως το ξανάπαμε, έχω υποχρέωση,
όχι απλό δικαίωμα, στη στρεβλή γραφή,
δώστε χαιρετισμούς σ'όλους, θα'θελα να σας
έβλεπα στο τραπέζι,βλέπω,ντουβάρια με αχ και βαχ,
τώρα να σας εξηγήσω, πάει πολύ, οι μέρες μοιάζουν
όλες ίδιες,μη με ρωτάτε γιατί "υποχρέωση",τα τραγούδια
είναι σαν τους ανοιξιάτικους σωρείτες,αν δεν φέρουν βροχή,
σχηματίζουν τον ανδριάντα του Έντγκαρ Άλαν Πόε
κι ακούγεται από μακριά κρωγμός,αν το παρέλειψα
από υγείαν υγιαίνω,το αυτό ποθώ και δια σας      



Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

ΜΕ ΜΙΑ ΙΟΝ ΤΟΥ ΤΑΛΗΡΟΥ
Κι είναι φορές που,ακροποδητί,κοιτάζω,
απ' το φεγγίτη της σελήνης,
τους βλέπω,τότε,να' ρχονται από μακρυά:
Ο Κοντορεβυθούλης, με γεμάτες τσέπες
από βότσαλα, ο Τζεπέτο,ο Πήτερ Παν και η Αλίκη.

Υπάρχει λίγος χώρος πέρα από τα παραμύθια
όπου,τρίζοντας, βαδίζει ο πατέρας
με μία ΙΟΝ του ταλίρου ανάμεσα στα δάχτυλά του.

             
             
               ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΣΗΜΑΝΤΟΙ
               Ένα μέτριο ποίημα
               που χωνεύει το θεώρημα του Καραγκιόζη,
               υπολόγισέ το περισσότερο
               απ'τα τραγούδια για τους χάρτινους έρωτές μας
               Οι άνθρωποι πονούν
                                    πεινούν
                                    ματώνουν,
               κι εμείς πετούμε ρόδα, σα να είναι κομφετί.
               Ποιος θα θυμηθεί ότι, στον κόσμο αυτό,
               υπάρχουν και οι απελπισμένοι,
               ποιος, γι αυτούς, θα γράψει τους τελευταίους του στίχους;
               Κι ας είναι ασήμαντοι και ταπεινοί.


     

     

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

ΜΕ ΤΗ ΔΑΧΤΥΛΗΘΡΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
Ιούλιε,βοήθησέ μας να ξανακάνουμε το γύρο του φεγγαριού,
τί να λέμε εδώ με τους σιτοπώλες, φορώντας
τα σκληρά προσωπεία των νεκρών,βουβοί, σε ουρανούς που, μόλις
ανθίσουν το πρώτο αστέρι τους, κλείνουν σ' ένα ζόφο πυκνό, τον
μαζεύουμε με τη δαχτυλήθρα της γιαγιάς
και μυρίζει ανθισμένη κουτσουπιά και νυχτερινόν Απρίλη-
στείλε μας,Ιούλιε,
στα βάθη των ωκεανών,έχει μια θαλπωρή το φως που ανάβει
ο κάπτεν Νέμο στα διαμερίσματα του Ναυτίλου, θα φύγουμε άλλωστε,
θα θέλαμε απλώς,πριν, να δοκιμάσουμε τον καπνό του πλοιάρχου.

ΑΙΩΝ ΠΑΙΣ ΕΣΤΙ ΠΑΙΖΩΝ, ΠΕΣΣΕΥΩΝ ...
Έτσι ζητούσαν, το χρόνο που τους απέμενε,απ' τον περιπτερά
"ένα καρκίνο,ωωωπ",
πηδούσαν απ'τη σούστα,όταν η ομίχλη γίνονταν
κασκόλ ή νηστική γατούλα-αυτό υπονοούσε ο Τόμας Στερνς-
ανάβαμε το φως, πηδούσαν πλάι στο στεγνό χαντάκι, και
αυτοκίνητα με μούρη θλιμμένου σκύλου περνούσαν
πλάι τους,
τικόφ-τικόφ,
μερίδιο έχουμε όλοι, αυτοί δήλωναν αυτόχειρες,
και
τα παιδιά ξέχασαν τα παιγνίδια τους, προχθές είδα να παίζουν τη μακρυά
γαϊδούρα χωρίς λόγια, εμείς τραγουδούσαμε "σαράντα μουλάρια καρκαντζέλια"
δεν άλλαξαν όλα, μένουν κοιμισμένα τα λούμπεν λαϊκά
στο κλειστό πλέον στούντιο
του Κρεμαστά, έξω γουργουρίζουν τα περιστέρια,ζητούσε κι αυτός
ένα Καρέλια πλακέ-
ύστερα ασχολήθηκες με τη δημοσιογραφία.



Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Η ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Κι έτσι όπως τα κείμενα μικραίνουν ολοένα,
κάποτε θα'χουμε τη λογοτεχνία που επαγγέλλεται
ο Γιώργος Χειμωνάς: Τη στιγμή, μέσα σε μια λευκή
σελίδα, τη στιγμή μέσα στην αιωνιότητα,τη Στιγμή
που,
κατά τον Søren Kierkegaard ,
είναι η ίδια η αιωνιότητα.


Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

ΘΕΜΑ ΓΟΥΣΤΟΥ
Κάποτε,έγραφαν σε μεγάλα ωραία κάδρα, την ιστορία
της οικογένειας και την αναρτούσαν στους τοίχους.
Αιώνιες γιαγιάδες κι άγνωστες εξαδέλφες, ένα πανέμορφο
ασπρόμαυρο, κάτω απ'την καρυδιά του χωριού, παππούδες
με βράκες, συνάξεις σε γάμους και γιορτές,
βέβαια
χάνονται όλα
σε μετακομίσεις, άλλωστε δεν είναι τα πρόσωπα
όσον ο χρόνος, που ζωντάνευαν
ω καιροί, ω ήθη,
αντί του Μανωλάκη, που φτερούγισε
στο θανατικό του 1917,ο Ματίς, αντί του μπάρμπα Τσικλάνη,
αυτός που προείδε το θάνατό του- ημερομηνία ακριβής,
πέντε μήνες πριν το ανακοίνωσε-ο Γύζης,
χάνεται η Ιστορία των τοίχων,
βγαίνεις έξω ν'αναπνεύσεις,
πέφτεις πάνω στα πολύχρωμα, προστακτικά γκράφιτις
"τίποτε"
λες,
"το αληθές είναι θέμα γούστου".
  
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΒΟΛΟΥΣ
Εδώ τον ακούω  να γυροφέρνει στα τρία οικοδομικά τετράγωνα
του Συνοικισμού Αναπήρων Πολέμου,σιδερόφρακτος και δορυφόρος,
καλπάζοντας τα βράδια,
οι άνθρωποι χάνονται και οι ηδύοπνοοι κήποι,
τα ονόματα και οι προθέσεις-

και γιατί το δίκαιο των παιγνιδιών με τους βόλους, να γίνεται απώλεια
και γιατί ν'αλλάζει, τόσον εύκολα, ο χάρτης του νυχτερινού θόλου;

Χριστέ μου, κάθισε κι απόψε στο μαξιλάρι των πονεμένων.....














Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
Δεν είναι ποίηση αυτή, καστανόχωμα είναι για τα λουλούδια,
κι οι λεξισμοί ηχούν σαν μακρινοί δρυοκολάπτες,
θα προτιμούσα τα επαγγελματικά μοιρολόγια άλλων εποχών
τις κατάρες της Χαζοφταλιώς, όταν δεν της δίναμε το πενταράκι
που επίμονα ζητούσε, τα σκουπίδια της αυλής της-από
κονσερβοκούτια μέχρι πλαστικά, τρύπια ποτιστήρια -
το κιτσαριό των χρωμάτων στις πολυκατοικίες
Κασσαβέτη με Αναλήψεως,αν είναι
να κυνηγήσουμε το παράδοξο,ας το κάνουμε
με κομψότητα,οι λέξεις μας γαβγίζουν σαν τα αδέσποτα
μιας άδειας πολιτείας, Ντάλτον και Σαλοκατίνες, τα σχήματά μας,
παλιατζήδες καταντήσαμε των ουρανών και μη μου πείτε
"να μιλάτε για πάρτη σας",θα σας απαντήσω ότι εγώ δε τραβώ
τις λέξεις απ' τα έντερά τους, κι αν αγόραζα ένα δοχείο νυχτός
για τον κήπο μου, θα'γραφα απ' έξω το μποσταντζόγλειο
"δια τα κακά που μου έκανες,σε συγχωρώ".


Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014


ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΞΕΚΛΕΙΔΩΝΟΥΝ ΔΥΣΚΟΛΑ
Κι όταν οι άλλοι έφευγαν,εγώ προσευχόμουν-
τα ταξίδια
είναι πάντα περίπλοκα και ξεκλειδώνουν δύσκολα,
όπως τα όνειρα που πολυκαίρισαν,
κι οι πεταλούδες όταν βγαίνουν από το καλοκαίρι.
Πέρασε η εποχή που τρέχαμε πίσω από τα ποδήλατα,
ερέβη  έγιναν οι τοίχοι με τα γιασεμιά.

Θεέ μου,δώσε να τελειώσουμε,λουσμένοι από το φως.


Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΣΩΘΟΥΜΕ, ΑΣ ΣΩΘΟΥΜΕ ΟΛΟΙ
Ζητώ ένα κομμάτι πολύτιμης σαλότητας,
να ψάξω, εντός του, για το ακατανόητο ουσιώδες,
να προσκυνήσω τους Αγίους που το ζουν.
Γέμισε ο κόσμος λίθινα μενίρ, μόσχους από χρυσάφι,
κάναμε τον ωφελιμισμό φιλοσοφία μας, τη χρησιμοθηρία-
η μελέτη θανάτου δεν μας λέει τίποτε πια.
Ας κρατήσουμε ένα κεράκι αναμμένο,
μια λάμπα στην άκρη του ζόφου,
κι ας κυνηγούμε τη σαλότητα, όπως άλλοι τα κύμβαλά τους.
Αν είναι να σωθούμε,ας σωθούμε όλοι.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

ΑΠΕΙΡΟΣΥΝΟΛΟ Η ΕΥΘΕΙΑ
Μ'αρέσει να αραδιάζω τις λέξεις προσεκτικά,
κι άλλοτε  με
μια καλλιτεχνικήν ατημελησία,
να τις σκορπώ όπως η Κουκού
της οδού Βύρωνος τα δικοτυλήδονα της,
στο μεσοπόλεμο,
κι ύστερα όλα να τα καταργώ, γιατί τίποτε δε σβήνει μια νοητή γραμμή,
απειροσύνολο οι στιγμές της, και η γιαγιά η Δουκίδαινα
επισκέπτονταν τη μάντισσα, άρχιζαν τα προκαταρκτικά
"κουκιά ή χαρτιά;",41 χάρτζ
συντηρούσαν,τίποτε, τίποτε, δεν αφήνει ο καιρός,
ήθελε να μη μάθει, στην πραγματικότητα,
πού βρίσκονταν ο άντρας της,40 συν ένα καναρίνια σαλονιού,
μια γραμμή δεν τελειώνει,τ'άστρα δεν τελειώνουν,
με ενίκησε ο σατανάς, έλεγε η γιαγιά,φτιάξτε καφέ, η πίεση,
ήξερε πού βρίσκονταν ο άντρας της,μια επιβεβαίωση ζητούσε
ότι έκανε λάθος,τα χαρτζ κελαηδούν με κλειστό το στόμα,
χθαμαλή τη φωνή,κορόιδο ήταν η Κουκού;"Στο εργαστήρι
βρίσκεται,δουλεύει ένα νυφιάτικο καλαπόδι"-όλα πριν τον πόλεμο.

















ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΚΑΒΟΥΡΙ

ΚΙ ΑΝΑΠΑΥΣΕ ΤΟΥΣ
Κάποιοι ξυπνούν με μια στα χείλη λέξη
κάποιοι μ'ένα τραγούδι
κι άλλοι μ' ένα σταυρό.
Δέξου, τους τελευταίους Κύριε, και,κατά το ρήμα σου,
ανάπαυσέ τους.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

ΕΝΑ ΛΕΙΡΙ
Τώρα είμαστε αλλιώτικοι,
ξυπνούμε μέσα στα όνειρά μας,
φορούμε ένα λειρί πετεινού
και
επιβεβαιώνουμε
την
άρνηση.

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1960
Ονομάσαμε εκείνη την εκδρομή
"Ραψωδία λ΄της Οδύσσειας",
είχε το 612 τρίκυκλο του πατέρα και κοκορέτσι και
τη διάθεση του Τσίχλα
να προσφωνεί την Τσίχλαινα "χαλασμένη φωτοβολίδα"
και τον Προφήτη Ηλία να δέεται πάνω απ' τα κεφάλια μας,
ένα μικρό σκαντζόχοιρο
να τρέχει μέσα στο αμπέλι,στο δρόμο κάρα με πολύχρωμες
γειτονιές, να τραγουδούν τη Μαντουμπάλα,
έπεσε μια βροχή ζεστή, όσο τα χνώτα ευώδης των γερόντων,
μπροστά ο Μπουτάτας
με πατίνι.

ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΝΑ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΟ ΣΧΟΙΝΑΚΙ
Παίζω(ζογκλέρ) στα δάχτυλα,τις λέξεις
-τα αβγά των ποιημάτων-
μα η ψυχή τους έχει αλλού ανθίσει
σαν τη μιμόζα την αισχυντηλή,
το μη μου άπτου:
Συστέλλεται στη γη
και απλώνεται,ταυτόχρονα, ουράνιο τόξο,
να πίνουν χρώματα τα πουλιά
και τα παιδιά να παίζουν το σχοινάκι.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

ΚΙ ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ
Ο θάνατος είναι ένας ευγενικός κύριος που ανοίγει
μιαν ομπρέλα,
"συγγνώμη" λέει στους περαστικούς "δεν σας πρόσεξα,
την επόμενη φορά θα με βρείτε στο περίπτερο,
θα τηλεφωνώ, ελάτε να σας κεράσω ένα παγωτό "
-κι υποκλίνεται.


Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ
Διάβαζα λυτά έγγραφα του Δήμου, γραμμένα στην Κατοχή,
μολύβι κι άκρες ποντικοφαγωμένες,ούτε σφραγίδες,
ούτε επισημότητες, σ'ένα χαρτί οι μορφωμένοι του χωριού,
ανάμεσά τους ο τσαγκάρης παππούς, η μάνα
-βγάλαμε τα κοκαλάκια της προχτές-
δεκάχρονο παιδάκι που έπρεπε να παίρνει συσσίτιο,
άκουσα βήματα πίσω μου, μια φωνή, "ούτε χαρτί είχαν",
γύρισα το έγγραφο ανάποδα, μελάνι, καλλιγραφικά, του γραματ'κού,
ο Γιώργος Παπαδιαμάντης ήταν,ονόματα θανόντων στην ευλογιά-
μια Ιστορία μέσα στην Ιστορία,ψηφιδωτό από ονόματα,
άνθρωποι που τριγυρίζουν σε κείμενα,σαν τους παραλοϊσμένους
μετά από πυρκαγιά, όπως στους "Δαιμονισμένους", μιλούν
μόνοι,μιλούν για το άδειο τους μέλλον-
ο Ντούλιας, παρατσούκλι,μαέστρος μπροστά απ'το μαέστρο
η μπάντα των Ιταλών κατέβαινε στον Άι -Ταξιάρχη,τραγουδούσαν
"Ο σασά και τριαλό",αυτό από αφήγηση της μάνας,
ο Ντούλιας έκανε κωμικές φιγούρες,τα έγγραφα,το πίσω των εγγράφων,
κάποιος ζητάει να μη ταΐζουμε τους κομμουνιστάς στα '38
άνθρωποι, ο Θεόφιλος,ο ανάργυρος γιατρός Πορλίγκης, οι επιταγμένοι
παντοπώλες, τί να κυνηγήσουμε, καλλιέπεια κι αλήθεια,ποια είναι η αλήθεια;



Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014


ΘΥΜΗΤΑΡΙΑ
Ανεβαίνοντας με το λεωφορείο στην Πορταριά,στα 650 μέτρα,
και για να σπρώξω το σαραντάλεπτο, μετρούσα θυμητάρια-
εικοσιπέντε δεξιά και δεκαοχτώ απ'την άλλη κι έβλεπα
τις
νυχτεριδόμορφες ψυχές, να παίζουν τ'απογεύματα το "μπουφ
και βγαίνω", πλάι σε αγίους με παράταιρα ονόματα,ο Άγιος Σώζων
η Αγία Ελπίδα, τους βράχους να συνομιλούν με τα κυκλάμινα.
Οι
βράχοι πάντα ερωτεύονται τα (λόγω της ώρας) λίγο σκοτεινά
κυκλάμινα και τα κρινάκια, κάποτε ζήτησα απ'τον Μπόγκα
να φτιάξουμε ένα άλμπουμ με απογευματινά θυμητάρια,
"ανατριχιάζω στην ιδέα" μου απάντησε,"μα γιατί;"του λέω,
"ξέρεις τί είναι το τσικ μιας άγνωστής σου ψυχής,μια εκδοχή
ζωής που δεν τελειώνει, όσο τη θυμούνται,και το καντήλι
μένει αναμμένο, ούτε ύστερα, σαν φύγουνε οι άλλοι τελειώνει,
γιατί οι πέτρες και τα αραιά δέονται για εκείνη πεύκα".


ΑΝ
Αν η αρχή στέγνωνε γρήγορα
όσο το κέλυφος ενός αβγού
και το τέλος ήταν έτοιμο, γραμμένο
από το τέλος
και οι μικρές σεισοπυγίδες επινοούσαν
καινούργια αλφάβητα,
δεν θα είχαμε ανάγκη αυτής παράδοξης διεργασίας
που ονομάζουμε
ποίηση.

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

ΜΙΑΝ ΑΦΗΣΑ ΝΑ ΑΙΩΡΕΙΤΑΙ ΟΦΕΙΛΗ
Kύριε,
δεν είμαι ο ένας που γονάτισε στα πόδια σου,
από τη λέπρα της ψυχής του,πλέον,καθαρός.
Σ'είχα -ήμουν εκεί- ακούσει κάποτε να λες στο πλήθος
"αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν·
ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν".
Και ήθελα να πλυθώ από το βούρκο μου, να ξανανθίσει
το λουλούδι της καρδιάς μου,ένα Παράδεισο καινούργιο
να μου ανοίξεις.
Στα ζήτησα όλα και μου τα 'δωσες,
κι έφυγα με τους οχτώ, ξεχνώντας
πως ήμουνα χρεώστης,
μιαν,άφησα να αιωρείται, οφειλή.
Κύριε,
Συ, που πρόφερες το "έως και έβδομηκοντάκις επτά",
δέξου το στεναγμό μου
και την αχαριστία μου συγχώρησε.

ΤΟ ΚΡΑΚ
Λέτε να'ναι ποίηση τα εξακόσια φεγγάρια
που ταξιδεύουν στο αίμα και τα "ρόδινα χείλη"
και ο "αγέρας" που κουβαλάει Ναρκίσσους με ημερομηνία λήξης;
Ούτε καν τους τσίγκινους ανεμοδείχτες δεν τρελαίνει,
παίρνουμε ένα κλισέ,το βιδώνουμε,δεν ταιριάζει,"τα μάτια σου",
πιάνουμε άλλο,"τα μάτια μου", τί να τα κάνω, δεν τα βγάζεις;

Ποίηση είναι η πέτρα στο βουνό του Κώστα του Ψαράκη
είναι το "κρακ"
πριν
την
ελεημοσύνη.


Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

"ΚΛΗΡΩΝΕΙ..."
Ο Καρπέτης, άλλοτε φώναζε "κληρώνει"-μ'ένα, τότε, αρνί υπό μάλης-
κι άλλοτε,σπρώχνοντας το καροτσάκι, "λερώνει", οι παλιοί
κουτσαβάκηδες, ο Τακουνάκιας κι ο Ρέλος, ήξεραν την ακριβή
περίμετρο των μυώνων τους, συνεχώς τους καμάρωναν.
Ορισμένοι ήσαν καντάρηδες στη λαχαναγορά,αν ψάξουμε σκονισμένα
μαθητολόγια του 9ου Δημοτικού Σχολείου,
αποφοίτησαν πριν πενήντα χρόνια,
υπογράφει ο κ.Κώτσης, με μια νότα,
καντάρηδες,
κι άλλοι ξεφόρτωναν
καρπούζια ή σακιά με πατάτες, τα καλοκαίρια πολλοί μετήρχοντο το ευγενές
επάγγελμα του καμακιού, οι τουρίστριες έφτυναν τα τζίτζιφα που τους
πρόσφεραν,μακρυά περνούσαν τα τσιμεντοφόρα,τα βράδια ο Ρέλος
περπατούσε τους τρυφερούς δρόμους τραγουδώντας "είναι τα ντέρτια
μου πολλά",δεν τον πολυβλέπω, ο Τακουνάκιας φοράει
κίτρινη περούκα και πουλάει χτυπημένες κονσέρβες στα ψαράδικα,
μόνο τον Καρπέτη ακούω συχνά, "κληρώνει", ακουμπάει το αρνί
στη στεγνή ποδιά της τουλούμπας που κάποτε τον ξεδιψούσε και,
σαλιώνοντας, στρώνει το μαλλί, σ'ένα καθρεφτάκι,
πριν συνεχίσει.



ΤΙ ΤΡΙΠΟΔΙΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ;
Η ποίησή μας είναι χτισμένη από μεγάλες καθαρές εικόνες
που κουβαλήσαμε στην πλάτη από παλιές ηλικίες
και οξειδωμένους αρμούς, ανάμεσά τους.
Κάποτε φυσούν οι βόρειοι άνεμοι των παλιών ονείρων,
να, κράτησα ένα χριστόψαρο για τρία δευτερόλεπτα
στην αμμουδιά των Νέων Παγασών ή ένα ακαθόριστο τραγούδι
ακούγονταν στο νησί που,σύμφωνα με τους χάρτες,έμενε ακατοίκητο.
Έβρισκα κι εγώ μιαν Υλαγιαλή στην πλατεία, βράδυ,ο αέρας έτριζε,
"τί δουλειά έκανες, όταν ζούσες;"με ρωτούσε κι απαντούσα
"νυχτερινός αποπλανητής,κάτω από αστέρια που χαμογελούν".
Α, τα όνειρα και οι σημαίες και οι μπάντες σε μια λευκή παραλία
και οι αγκαθόσποροι που ονομάζαμε κλέφτες και το χαμόγελο
της Βάσως,οι μικροί στιλβωτές της πλατείας, η ταμπέλα του προπάππου
"διαθέτωμεν υποδήματα δια νύμφας",
τί τριποδίζει τα μεσάνυχτα;

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΤΩΝ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΩΝ
Για τα νεοκλασικά με τους φοίνικες και τους ροδώνες,
για τα προσφυγικά και τις αλάνες,όπου ακουμπούσαμε
τις φωνές μας,πλάι σε τσουκνίδες κι αγριομολόχες,
μη ψάχνετε οπουδήποτε.
Έμειναν,βέβαια, κάποιες επιγραφές,
όπως ο "Κόκορας",το τουρκικό τείχος
που άφησε άθικτο ο άστοχος Μοροζίνης,
Παλαιά Μαγαζεία,που αφανίζουν σιγά-σιγά
οι πυρκαγιές,χάνια ετοιμόρροπα, ταμπάκικα
και παλιά, πεταλωτών και σαγματοποιών, εργαστήρια,
με την πινακίδα "επιστρέφω αμέσως",για σαράντα χρόνια
κρεμασμένη στην πόρτα.
.
Η άλλη πόλη χάθηκε,βαθιά στις τσέπες των υπεργολάβων.