Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΕ-ΠΟΤΕ
Τα  ποιήματα μου όλο και μικραίνουν
ώσπου να καταλήξουν ένας τοσοδούλης Πήτερ Παν,
στη χώρα του ποτέ-ποτέ,
αβέβαιος για το αν θα κομίσει δόξα
ή λοιδορίες.
Ή μήπως ο αβέβαιος είμαι εγώ, αυτοπροσώπως,
που έσφαξα τις ευκαιρίες σα νυχτερινά λουλούδια,
έκαψα τ'άστρα και αποκοιμήθηκα
μες τις λακκούβες που, στη νύχτα, ανοίγουνε τα αηδόνια.
Τα ποιήματά μου όλο και μικραίνουν
ώσπου να καταλήξουν μουσική
που σπαταλιέται σ' αυχμηρά τοπία κι εποχές,
γιατί δεν ήξερα ποτέ
τί να το κάνω ένα φεγγάρι ανάμεσα στους ώμους, ΄
μια θλίψη που επιμένει τόσο...


Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

ΚΑΙ ΘΑ ΤΡΥΠΩΣΟΥΝ ΣΤ' ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥΣ
Θέλω να γράψω ένα ποίημα απλό.
Τόσον απλό όσο το νυχάκι του φεγγαριού,
όσο ο άνθρωπος με το κεράκι που δείχνει το μονοπάτι του γυρισμού
σ'όσους βιάζονται να γυρίσουν στο σπίτι του δάσους,
να καληνυχτίσουν τους σκίουρους που τσιρίζουν στα παράθυρα,
να πουν τρία πατερημά-
παντού θα μυρίζει κερί και μαστίχα-
και να τρυπώσουν στο όνειρό τους,
όπου οι  πάλλευκοι τους περιμένουν άγγελοι.



ΥΠΟΝΟΜΕΥΟΥΝ ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Πού είχαμε μείνει;Υποθέτω
στον Μιγκέλ ντε Ουναμούνο που άκουγε τον ήρωά του
να διαμαρτύρεται: "Μα εγώ θέλω να ζήσω ,Κύριε".
Άρα τ'αστέρια υπονομεύουν πάντοτε τη θάλασσα
κι ένα μικρούλι γιασεμί, μπορεί να πάλλεται όπως η καρδιά,
να μας ζεσταίνει μουσική
με την οποία θα γεμίσουμε τις τσέπες, τους βοστρύχους.

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

ΚΑΙ ΝΑ ΟΝΟΜΑΣΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ ΤΑ ΑΝΘΗ
Να περάσεις τον ουρανό και τη θάλασσα μέσα από ένα δαχτυλίδι-
αυτό είναι ποίηση.
Ν' ακολουθήσεις τους δρόμους των άστρων,
χωρίς τα βότσαλα του Κοντορεβυθούλη,
να υποκλιθείς στον που ποτέ δεν άλλαξε ηλικία
και τη ζωή του έπαιξε  στα ζάρια,
αυτό είναι ποίηση.
Ποίηση είναι το ακοίμητο καντήλι της γιαγιάς Χρυσάνθης,
οι πικροί στοχασμοί για την αρχή και το τέλος,
ένα μικρό χαμομήλι που υποκλίνεται,
το νυχτερινό κορίτσι με τον ανανά στο κεφάλι,
το μαγαζί της λεωφόρου
όπου μπορείς να ζητήσεις "σουβλάκι με γιασεμί".
Ποίηση είναι η άνοιξη στον άλλο
που δεν αποτελεί την, κατά τον Σαρτρ, κόλασή μας
αλλά τη μέγιστη δοκιμασία,
να συναντήσουμε τους προπεπτωκότες
και να ονομάσουμε, μαζί τους, τα άνθη.

ΕΜΑΘΑ ΝΑ ΚΥΝΗΓΑΩ ΜΕ ΑΠΟΧΕΣ ΟΝΕΙΡΑ


Τα βράδια, περπατώ σ' άγνωστους δρόμους
και ζητιανεύω λέξεις, έστω μεταποιημένες
- οφείλω, ώς το πρωί, να' χω το ποίημα καταθέσει.

Κάποιοι, όπως ο Αρθούρος, μου λεν "τα ξόδεψα όλα στα νιάτα μου".

Οι ποιητές,γενικά,  έχουν να μου δώσουν μόνο συμβουλές:

Πώς καθαρίζεται ένα περίστροφο, πώς δένεις μια πέτρα στο λαιμό...
"Εγώ ζητώ παλιές σας λέξεις",επαναλαμβάνω-δε μ'ακούν.

Οι αγοραίοι μου πετούν κανένα ξεροκόμματο από φθόγγους,
τί να το κάνεις;

Έτσι έμαθα να  κυνηγάω, με μεγάλες απόχες,αδέσποτα όνειρα
ή τυμβωρύχος να γίνομαι στιγμών μου θαμμένων,
μαζεύω τη μουσική των άστρων, τα μπαλόνια των παιδιών κλέβω:

Το ποίημα, το πρωί, πρέπει να'ναι έτοιμο.

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

ΔΕΝ ΤΑΞΙΔΕΨΑΜΕ ΟΣΟ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ
Κι είναι φορές που, ταπεινά, ζητούμε από τα δέντρα
να μας μιλήσουν για τα όνειρά τους.
Ντρεπόμαστε, σαν τα παιδιά
που κρύβονται πίσω απ' τη ράχη της μητέρας:

Εμείς δε μάθαμε να σκάβουμε εντός μας,
πετώντας χώματα στ' αστέρια
ώσπου  το δαχτυλίδι να ξανάβρουμε
που, κάποτε,έπεσε στις ενωμένες μας παλάμες.

Κι είναι φορές που τα φυλλώματα
ορίζουνε τη μουσική
και μας μιλούν για τα, εν σχέσει τους, ταξίδια
με τα στρουθία και τον άνεμο,ένα αδέσποτο τραγούδι,
μια αυτοκινητάμαξα και μια μικρή κωλοφωτιά.

Δεν ταξιδέψαμε ποτέ όσο τα δέντρα.




Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ
Κι ολόκληρη η αθωότητα χωράει στα μεγάλα μάτια των παιδιών.
Γι αυτό τα σύμπαντα ραγίζουν, όταν ακούγεται το "πυρ"
όσων γεννήθηκαν πριν χρόνια, μ'ένα λουλούδι στην παλάμη
κι απόκτησαν,με τον καιρό, καρδιά από γρανίτη
έτσι, ώστε να ματώνουν  όνειρα και να σκοτώνουν πεταλούδες
να σβήνουνε τα φαναράκια των αγγέλων κει ψηλά
και τα τραγούδια να τα κάνουν μοιρολόγια.
Όταν σκοτώνεται ένα παιδί,μικραίνει αφόρητα ο Κόσμος
χάνεται η θάλασσα μ'όλους τους αστερίες της
και τους, ταξιδευτές της, τους ναυτίλους.



Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ
Στα χρόνια εκείνα, δεν ανοίγαμε ποτέ ομπρέλες για τους διάττοντες,
πάντοτε παίζαμε μονά-ζυγά με αστερισμούς και νεφελώματα,
μαζεύαμε το  φως του φεγγαριού σε στέρνες και πηγάδια.
Ενδόμυχα, πιστεύαμε ότι είναι άρνηση του φόβου το όνειρο
όπως το,ελάχιστα θαμπό ανείπωτο, η καρδιά των τραγουδιών  μας
κι  η νυχτοπεταλούδα που τινάζονταν, το ακριβό μας μέλλον.
Στα σπίτια δεν υπήρχαν τοίχοι και παράθυρα
- τριζόνια μόνο που λαχάνιαζαν και άσπρα γιασεμιά.
Φιλοξενούσαμε όποιον έρχονταν,παίζοντας σα θαυματοποιός με ιστορίες
που,εντός τους, δεν έπλεε κανένας καημός, καμία προσδοκία.



Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

ΤΟ ΛΑΜΠΑΔΙΑ,ΤΟ ΣΕΙΡΙΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΛΕΙΑΔΕΣ
Κι ο τσαγκαράκος, ο Γαρύφαλος Δουκίδης,
μετρούσε άστρα και δάκρυα φαύνων, γυρίζοντας στο σπίτι,
όταν συνάντησε τον αρχάγγελο.
Πιάσανε κουβέντα.Ο
δρεπανηφόρος του θύμισε
τη μεγάλη κλούβα με τα καναρίνια της πατρικής του αυλής,
στην οδό Τσοποτού και το κατάστημα του πατέρα-μπερμπάντη
εν πολλοίς,αλλά οι άγγελοι δεν τα τονίζουν αυτά-με την ταμπέλα
"Υποδήματα δια νύμφας".Μ'αυτά και με κείνα (ήταν και το τσίπουρο
με το οποίο ο διαβασμένος σκυτοτόμος τίμησε,
το κατάστημα του Μελαχρινού,του γαμπρού σε ανιψιά
του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη),
ήταν κι εκείνο το αναθεματισμένο
γλιστερό αυλάκι,κάτω απ' τα λευκά γιασεμιά του τοίχου,
κι ο Γαρύφαλος βρέθηκε ανάσκελα.
Απ'το ανοιχτό του στόμα, βγήκε μια άσπρη πεταλούδα.
Την έπιασε τρυφερά ο αρχάγγελος και πέταξε προς τ'άστρα,
το Λαμπαδία, το Σείριο και τις Πλειάδες.



ΝΑ ΤΑ 'ΧΩ ΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΟΔΗΓΟΥΣ
Δώσε μου, Κύριε, ξανά
το παιδικό μου βλέμμα κι ένα αδαμάντινο μαχαίρι.
Να κόβω φέτες σπάνιους ουρανούς
να τους μοιράζω στους ανθρώπους
-ζώντας τε και κεκοιμημένους-
ώσπου να γίνουνε γαλάζια τα όνειρά τους
και να φυτρώσουνε στα χείλη τους τραγούδια
σαν τα κυκλάμινα στων βράχων τις σχισμές.
Στείλε μου, Κύριε,
τα, που χορταίνουν με τον ήλιο, περιστέρια
να τα'χω, στο ταξίδι μου, οδηγούς-
γνωρίζουν τον Προορισμό όσον άλλος κανένας.

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ
Στο τελευταίο, που πετάξαμε, αερόστατο
-κατασκευή, κι αυτό, των αδελφών Δεδούση-
κρεμάσαμε,ως στουπί αναμμένο,
την παιδική καρδιά μας.

Δεν τρέξαμε προς τους μπαξέδες με τις ανθισμένες αχλαδιές,
κραυγάζοντας, ευφωνικά, όπως πάντα, "α-ε-ρό-στρα-το".
Το ξέραμε (οι λιλιπούτειοι μυστικοί) ότι, εκείνο,
το δρόμο θ'ακουλούθαγε της θάλασσας,
ομφάλιους θα'κοβε λώρους
μαζεύοντας όνειρα κι άστρα.

Το τελευταίο, που υψώσαμε, αερόστατο
σπάνια,σήμερα,το βλέπουμε στον ουρανό
καθώς οι γρύλοι πριονίζουνε τη νύχτα
και οι απόμακρες φωνές μας
σαπίζουν, σε κλαδιά που έχουν κάψει,
οι κεραυνοί των χρόνων που περάσαν.



Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014


ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΗ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
Ναι,όλοι είμαστε στις θέσεις μας.Οι πιο δραστήριοι γκρεμίζαμε
των αλατάδων το σπιτάκι ,βγάζοντας τις κάτω πέτρες,
άλλοι μαζεύαμε ιταλικά καβούρια από το βούρκο
κι όσοι έπαιζαν, στον αποξηραμένο πηλό, ποδόσφαιρο
έδιωξαν τους αθιγγανόπαιδες.
Είχαν προσλάβει, για εξωφυλαρούχο,
ένα ξυπόλητο σιωπηλό παιδί,
με φωτοστέφανο
που μάζευε πρόθυμα τη μπάλα
και που, ταυτόχρονα, ευλογούσε.

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΑΛΥΣΣΙΔΑ
Μάλλον πρέπει να το θυμούνται οι παλιότεροι:
Ο αρκουδιάρης, στη δεκαετία του 50,
δεν έσερνε μόνο ένα Μάρκο δύσθυμο
που χόρευε όταν άκουγε το ντέφι,
παρίστανε τη Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ
και, πονεμένα, μούγκριζε όταν του τραβούσαν το χαλκά.

Οι καθωσπρέπει αρκουδιάρηδες,
στο άλλο χέρι,εκτός από το ντέφι
κρατούσανε και το λουρί μιας αεικίνητης μαϊμούς,
που αυτοσχεδίαζε, μην υπακούοντας σε εντολές:
Στις ακακίες πήδαγε των δρόμων
κι ανέβαινε στους ώμους των περαστικών,
χλεύαζε τα γκαρσόνια, κατουρούσε τα τραπέζια
το κουταλάκι άρπαζε του υποβρύχιου και τσίριζε όταν τη μαλώναν.

Σήμερα, σκέπτομαι, πως την καρδιά μας,
είτε αυτή είναι σαν το Μάρκο
που του ξυπνάει το ντέφι οδύνες παλαιές,
κάνει τους άλλους να γελούν κι αυτός βογκάει,
είτε θυμίζει τη μαϊμού που βγάζει  γλώσσα
με αναρριχήσεις άναρχες και τεθλασμένες
πέρα από κάθε ρεπερτόριο και και καταναγκασμό,

πάντα θα υπάρχει μια αλυσίδα για να την κρατάει.


ΠΟΥ Η ΑΥΓΗ ΥΨΩΝΕΙ ΓΙΑ ΣΗΜΑΙΑ
Tabula Rasa  το πρόσωπο κι έρχονται οι καιροί,
πάνω του να προσθέσουν,να πολλαπλασιάσουν,να διαιρέσουν.
Τί να πούμε χρόνο, αν όχι τα βήματα του χρόνου,
όπως τα ίχνη των πουλιών πάνω στο χιόνι;
Πώς προσμετρώνται οι απουσίες,πέρα απ'τις κάθετες χαρακιές;
Πίνακας άδειος όπου θα μάθουμε,θέλουμε δεν θέλουμε,
την ποιητική ορθογραφία των στίχων
"τα λιβάδια δεν πρέπει να υπάρχουν πια
αφού χαθήκανε οι άσπρες πεταλούδες"
ή
"'αστέρια φτιάχνουν τις φωλιές τους
στην μεγάλη παλάμη του Θεού".
Τούτες οι αναγκαστικές αλλοιώσεις,
φαίνονται στις φωτογραφίες,
όταν ένα τριαντάφυλλο μεταμορφώνεται σε ταραντούλα,
κι οι ουρανοί του Γιώργου Σαραντάρη,
μας φαίνονται κάποιες στιγμές
σαν τρύπιο μαντήλι  που η αυγή το υψώνει για σημαία.



Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

ΕΚΔΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΕΞΑΝΤΛΗΤΟ
Αλλ' ό,τι θεωρήσαμε ανεπίστρεπτα χαμένο, θα ξαναγυρίσει.
Ποτέ δεν ξεχνούν οι κομήτες
κι ο Φρήντριχ, μάλλον είχε δίκαιο,
για την Αιώνια Επιστροφή.
Δε θα'ναι βέβαια ολόιδιο μ' ό,τι αφήσαμε , μ' ό,τι μας ξεπέρασε,
όπως
μια γυναίκα που μας σπρώχνει με τον αγκώνα
ανεβαίνοντας στο τρένο.
Φοράει μοβ καπέλο και βέλο.
Ή ένα παιδί που ονομάζει τα σύννεφα,ανάλογα με το σχήμα τους-
και τότε, μάλλον εμείς θα πρέπει ν'αναρωτηθούμε, πότε και πού αλλάξαμε.
Κυρίως,γιατί αλλάξαμε.
Ω, υπάρχουν τόσες εκδοχές για το ανεξάντλητο...

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Η ΟΣΜΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Κι ύστερα, θα είμαστε κάτι παραπάνω απ' όσους πέρασαν
απ' αυτό τον πλανήτη.
Θα είμαστε αυτοί που βοήθησαν τ'αηδόνια
να βουλιάξουν περισσότερο μέσα στη νύχτα της λαλιάς τους
και το φεγγάρι ν' αναπνέει την απλότητα των αισθημάτων,
όπως το πεπρωμένο των ήρεμων ανθρώπων,
όταν πέφτει μακρινή βροχή και μυρίζει σαν τις πεταλούδες και τα ποιήματα.
Ναι, έχουν μιαν ιδιαίτερη οσμή οι λέξεις -
τη νιώθουμε ιδιαίτερα τα βράδια,
όταν μας επισκέπτονται οι παλιοί ποιητές με τσέπες γεμάτες ρίμες,
κρατώντας ένα ποίημα, με υπογεγραμμένα ήτα
που μιλάει για το θάνατο σα να' ναι ανθισμένη μανόλια
που μιλάει για χωρισμό, όπως μιλάει ένα παιδί για το τσέρκι του.





Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

ΠΟΥ ΔΕΝ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑΜΕ ΠΟΤΕ
Kάποια αβγά ποιημάτων μας, μοιάζουν κελύφη άδεια
και τα πετούμε  αδίσταχτα στην άκρη του καιρού.
Κι εκείνα ανθίζουν, με τα χρόνια, ουρανούς,
τινάζουν δέσμες κρίνων,νύχτες τρυφερές κι ένα φεγγάρι
που δεν ονειρευτήκαμε ποτέ.

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

ΟΧΙ ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ ΜΗΔΕΝ
Μη κυνηγάτε νυχτερινούς τοίχους κι ας φαίνονται σκαμνιά των άστρων.
Το απόλυτο είναι πιο διάφανο
κι από τα πρωινά όνειρα της θάλασσας,
απ' το χορό των ηρώων του μπερντέ στην Πορταριά, του '55,
τότε που η οικογένεια πετούσε στον ώμο ζακετάκι
και-βρέφος- ξεκαρδιζόμουν
με το "βιζολαβίζολαβίζο" του ξεβιδωμένου.
Πιο τρυφερό κι από τα ταξίδια του πατέρα
που έχουμε, ακόμη, φυλαγμένα στο στρογγυλό κουτί με τους μαιάνδρους.
Ιστορίες για όσους έφυγαν,κουνώντας την καρδιά τους, και χαθήκαν
στους δρόμους ενός μπλε απέραντου όπως η μνήμη .
Το απόλυτο είναι η α-λήθεια, η κατάργηση της λήθης.
Α, πόσο διδάσκουν τα παιδιά, στους λαβυρίνθους των νυχτερινών κήπων:
"Φτου,ξελευτερία"φωνάζουν-ως απόλυτο,η αλήθεια μας ελευθερώνει:
"Γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς".
Μόνο να τη δεχτούμε "ως λεπτής ανάσας αύρα",
όχι όπως το ογκώδες κι ανύπαρκτο μηδέν.


Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΕΘΕΞΗ
Ας πούμε ότι, με το ποίημα,
κοινωνούς των ακριβών μας εμπειριών σας καθιστούμε.
Ας υποτεθεί ότι, εμμέσως, μας ζητήθηκε κάτι τέτοιο-
ότι κάποιοι άπλωσαν χέρι επαίτη, σ' όσους μπορούν
να ξεδιπλώσουν ένα ακριβό ηλιοβασίλεμμα,
να καλημερίσουν ένα βράχο και κείνος να πετάξει
ψηλά, όλα τα κρυμμένα κυκλάμινά του.
Ας υποθέσουμε ότι μπορούμε να μεταμορφωθούμε
σε παιδικής προσευχής ψιθύρισμα,
σ'αιφνίδια είσοδο της πρώτης νυχτερίδας
στο ανοιχτό παράθυρο ενός σπιτιού μεγάλου,
με τοίχους γεμάτους βρύα και δωμάτια άδεια
από έπιπλα κι ανθρώπους.
Ας υποθέσουμε ότι μπορούμε ν'αποστάξουμε το χτες
για μια σταγόνα ουρανού μενεξεδένιου
που  τα μυστικά των πουλιών αιχμαλωτίζει.

Αν δεχτούμε ότι, κάπως έτσι είναι τα πράγματα
γιατί κλειστήκαμε σε διαμαντένιο πύργο
που αφήνει να περνάει, σαν αεράκι, το χειροκρότημα;
Γιατί δεχτήκαμε,ως δώρο,δώδεκα καπέλα θαυματοποιού,
αν είμαστε αληθινά χαριτωμένοι;


Ας το δεχτούμε:
Η ποίηση είναι μέθεξη
κι όχι ενθρόνιση-
σε στεγνούς καιρούς-
κούφων αρχόντων.


Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

ΚΑΥΣΙΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Είναι κι αυτή η ευκολία
Με την οποία ακολουθούσα τα μεγάλα όνειρα
Και διέσχιζα τις ατέλειωτες βραδινές σιωπές των αγγέλων,
Μ'ένα στόχο που έφευγε διαγώνια,
Και τον αββά Ισαάκ να δέεται
Για τη σωτηρία ακόμη και των δαιμόνων.
Είναι και τα πουλιά που μου μιλούσαν σαν να' μουν Ουρανός.
Έτσι συντήρησα τη μητρική μου  γλώσσα,
Αυτή με τα δεκαεννιά λυπημένα συγκοπτόμενα.
Και το οδυνηρό τραγούδι το ανακάλυπτα εν πλω.
Γιατί με περίμεναν κάπου.Κι αν το ξέχασαν φταίνε εκείνοι.
Μουσική, πρώτη πατρίδα όσων μαθαίνουν ότι οι ορίζοντες
Κυνηγούν τα δικά τους όρια...
"Καθόσον απέχουσιν ανατολαί από δυσμών...."
Κι αυτό το γνώρισεν ο ποιητής Μάνος Μπαλής
Και ταΐζει, πλέον, τους γλάρους μ' "αλληλούια".




Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΖΕΨΟΥΝ ΑΣΦΟΔΕΛΟΥΣ
Γράψαμε ένα μόνο ποίημα
Αυτό,όπου κλαίγαμε μέσα στη νύχτα
Γιατί τ'αστέρια ήσαν λιγότερα από τις προσδοκίες μας
Και οι καρδιές μας, σπίτια  άδεια από αγάπη
Σπίτια καμμένα από παλιές επιδρομές Σαρακηνών.

Ή κάποιος μας διέγνωσε ότι το όνειρο
Δεμένο είχε σκουριάσει στο κατάρτι-

Μου είναι αδύνατο να θυμηθώ τί απ'όλα έχει συμβεί.

Γράψαμε ένα μόνο ποίημα
Τ'άλλα ήσαν τραγούδια των πουλιών και του ανέμου
Κι ακούγονταν από μακρυά, σα δοξαριά κακόηχου βιολιού
Σα χορωδία αυτών που έφυγαν για να μαζέψουν ασφοδέλους.






ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Τί να τους πεις;Ποιο θα'ναι το επόμενο τραγούδι;
Υπάρχει καιρός να τραγουδήσεις μόνον όταν υπάρχει, γενικά, καιρός.
Δε βαριέσαι, τί να φοβηθούμε εμείς,
Με τον Γκαούρ και την πανώρια Ταταμπού στο πλάι μας;
Όσο είμαι μες το ποίημα θα ζήσω πενήντα χρόνια
Με το νάνο Ποκοπίκο,τη μελιστάλαχτη Χουχού
Κάτω από ένα ξυλάκι ΕΒΓΑ.
Θα κυνηγήσω ακρίδες που σπιθίζουνε στα θερινά ξερόχορτα,
Θα πάω στο Πάνθεον το βράδυ,να δω το Μανέλη ντυμένο οδαλίσκη.
Είναι καλά μέσα στο ποίημα.Η μια γιαγιά έχει καρφώσει πάντα
Με βοσκοπούλα που'χει τρίγωνο κεφάλι,
Η άλλη μαγειρεύει γεμιστά.
Είναι ζεστά μέσα στο ποίημα-
Έξω όμως έχει σκοτεινιάσει και βαριές πέφτουνε στάλες.






Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

ΜΕΣΑ ΣΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΗΝ ΠΑΛΑΜΗ
Κι όταν σας λέω: "Θα γίνω απόψε μουσική"
Να βρίσκετε τη βεβαιότητά μου ξερό ρυάκι.
Ποια σιγουριά προσφέρουν οι διάττοντες;
Από πού θα'ρθουν και πού χάνονται οι φίλοι;
Το βέβαιο είναι ότι ανάβουν και,
Σπιθίζοντας,
Πετούνε ιστορίες:
Για την ωραία θεωρία της νεότητάς μας,
Τη σιωπή που προηγείται και μια αναπόληση που ακολουθεί-
Όλα χωρούν σε κήπους με τριαντάφυλλα και νύμφες,
Όλα τελειώνουν με το "είναι" να κουρνιάζει μες το χρόνο.
Μα εμείς ζητήσαμε τη γύμνια του "αλλού",
Εκείνης της στιγμής που ανεβαίνει όπως το μπαλόνι,
Έτσι που να μη μπορούμε διαφορετικά να τη χαρακτηρίσουμε
Απ'ότι ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ.
Ναι,η αιωνιότητα είναι η στιγμή-
Όχι σταματημένος χρόνος,
Απλώς μια στάλα μέσα
Στου Θεού την απύθμενη  παλάμη.





ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Οι  ουρανοί  υπάρχουν για  ένα πικραμένο  μαντολίνο
Και οι κομήτες  είναι οι μεγάλοι νοσταλγοί.
Χαρταετοί και αερόστατα που  διασχίζανε τα χρόνια μας,
Πιάστηκαν στις ροδακινιές και τα μαλλιά μας

Αυτός είναι ο Κόσμος μας.

Κι αυτό τον Κόσμο οφείλουμε να τον μοιράσουμε.
Ως αντίδωρο.

Κάθε σακούλι να το κάνουμε πανέρι.
Διαχειριστές μας διόρισε ο Κύριος

Κι όχι κατόχους.

Κι ακόμη-μας το υπενθύμισαν οι μυστικοί-
Ας μη  ξεχνούμε ότι Σίμων
Είναι το δεύτερο όνομά μας
Και νοητή πατρίδα, η Κυρήνη.

Τα πουλιά θα πίνουν  καλοκαιρινό Ουρανό κι όταν θα φύγουμε
Τα μάτια τους  θ' ανοίγουν τα παιδιά, όπως τα νυχτολούλουδα

Αλλά, απόλυτα δικό μας δεν είναι ούτε τούτο το τραγούδι.



Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΝΑΡΚΙΣΣΟΥΣ ΣΤΑ ΤΕΝΑΓΗ
Το αληθινό ποίημα είναι καντηλάκι αναμμένο
Μπροστά στην εικόνα μιας Γλυκοφιλούσας.
Δέηση για όσους περπατούν πάνω από κρημνούς,
Για όσους κρύβουν στην ψυχή τους τρικυμίες.
Το αληθινό ποίημα είναι ένα καρβέλι χωριάτικο ψωμί
Για κείνους που  κολυμπούν μέσα στους κάδους.
Είναι κοντυλοφόρος και μελάνι
Γι αυτούς που θα'θελαν να γράψουν ένα γράμμα στο Χριστό,
Να σταματήσει, με το κραταιό του χέρι, τους πολέμους
Να ξαναπεί το σύνηθές του "Χαίρετε",
Και η χαρά να φυτρώσει  στα χείλη των ανθρώπων
Μ'ένα τραγούδι ή ένα γιασεμί.

Δεν μπορέσαμε ν' αντέξουμε την απλότητα ενός τέτοιου ποιήματος.
Και βγαίνουμε στην αγορά παίζοντας με τις λέξεις
Κι είν' το παράπονό μας ότι οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν.
Μα οι άλλοι είναι που πονούν.
Εμείς ανθίζουμε σαν τους ναρκίσσους στα τενάγη


Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

ΤΩΝ ΓΑΛΑΞΙΩΝ ΟΙ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ
Η θάλασσα μ'έμαθε να τραγουδώ,
Η θάλασσα και να σωπαίνω.
Ανάμεσα στο τραγούδι και τη σιωπή
Υπάρχουν των γαλαξιών οι προθέσεις
Κι η μουσική που ακόμη δεν μας έντυσε.
Γι αυτό σας λέω, αν είναι κάτι να νοσταλγήσετε,
Διαλέξτε ό,τι μας υπερβαίνει-
Ψάξτε την πορεία ενός μικρού κόκκινου πουλιού
Που διασχίζει τα όνειρα των παιδιών
Ή τους χάρτες του Μωρίς Λεμπλάν
Όταν σ'ένα άδειο βαγόνι συνομιλεί με τον ήρωά του.

ΕΝΣΑΡΚΑ ΑΓΓΕΛΙΚΟ
Και,γυμνητεύοντες, οι δια Χριστόν Σαλοί
Και οι αρχαίοι στυλίτες,
Τη μονολόγιστη υποψιθυρίζοντες ευχή,
Ασκούν το διακόνημά τους:

Μ' ένα σφουγγάρι που' βρεξαν στα δάκρυά τους
Γυαλίζουνε τ'αστέρια, κάνουν το φεγγάρι πιο λαμπρό,
Να του μιλούνε τα παιδιά,το δρόμο να τους φέγγει.

Εκείνοι ζουν
Την απερίγραπτή τους Χαρμολύπη,
Τη Χάρη -Φως που τη σκοτία καταργεί
Και το, ένσαρκα αγγελικό, τους ντύνει Σχήμα.



Ο ΛΥΠΗΜΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Δεν περιμένει τίποτε
Ο λυπημένος άγγελος που στέκει πλάι μας.
Των άστρων η πορεία κι η αιωνιότητα  του' χουν διδάξει
Ότι κι οι άνθρωποι που κάποτε,σφυρίζοντας,
Κυμάτιζαν τους ουρανούς,
Έρχεται η ώρα που ακινητούν σα γέρικο ιγκουάνα-
Ανήμποροι για το καλό και το κακό.Τραυματισμένοι.
Μη ξεχωρίζοντας την πέτρα απ'το λουλούδι,
Σβήνουν τις αηδονολαλιές και προσκυνούνε τα μυρμήγκια.
Πνίγουν τα "Ωσαννά" και υμνούν ένα αφηνιασμένο σκύλο.
Δεν περιμένει τίποτε
Ο λυπημένος άγγελος που στέκει πλάι μας.




Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

ΤΗ ΘΕΙΑ ΖΩΝΤΑΝΕΥΟΥΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Σε κήπους βραδινούς  ανθίζουν τα φιλιά,
Προδοτικά, ως θνησιγενή, φιλιά
 Ή αισχυντηλές μιμόζες "μη μου άπτου".
Παιδιά,σαν τον Αδάμ μετά την Πτώση,κρύβονται
Ή κυνηγιούνται όπως ο Αββεσαλώμ και ο Δαβίδ.
Νωρίτερα παίζουν το "γύρω-γύρω όλοι"
Στην άγνοιά τους μέσα ότι το "Μανώλης"-πέστε το και Εμμανουήλ-
Το όνομα είναι του Κυρίου.
Και το παιγνίδι,ως έβρισκε ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης
Τύπος είναι της Μιας Καθολικής και Αποστολικής μας Εκκλησίας.
Παράξενο οι κήποι οι νυχτερινοί και τα παιδιά
Την Θεία υπομιμνήσκουνε Οικονομία.

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΩΔΙΚΕΣ ΣΑΥΡΕΣ
Γεμίσαν τα μαλλιά μου αστέρια και ποιήματα.
Τίποτε δεν ανάβει, εκτός από ένα χάρτινο αγγελάκι
Που πέφτει απ'το μανίκι του Ράινερ Μαρία Ρίλκε.
Κι οι τοίχοι δεν υπάρχουν για τον εγκλεισμό
Αλλά για να φιλοξενούν
Τα γιασεμιά και σαύρες ωδικές.
Λέξεις γεμίσανε οι τσέπες μου και σιωπές:
Όσες κινούνται στην αθέατη πλευρά του φεγγαριού
Κι άλλες μεγάλες που υπονοούν επιγραφές παλιές
Με το μισοσβησμένο :"Επιστρέφω αμέσως".

ΣΑΝ ΤΟ ΛΙΝΟΞΥΛΑΚΗ
"Αυτό το ξύλινο πόδι που τρίζει", μου'λεγε ο πατέρας,
"Εγώ το νιώθω να υπάρχει.Κουνώ τα δάχτυλά του,
Ανεβαίνω παρέα του τα βουνά. Δεν ξέρω πού χάθηκε,αν το βρήκαν,
Πάντως σ'όλες τις δουλειές, μ'αυτό,το δεξί, ξεκίνησα:
Μεταφορές με το υπ.αριθμ.612 μηχανάκι,μπογιές Βλασσόπουλου
Για τις χήρες του κάμπου, Στάνταρ Χλωρ,παγωτά Άστυ κι Άλτζιντα.
Ακόμη και τον ηδονοβλεψία της Νεάπολης, στα 1962, κυνήγησα.
Νιώθω την ανύπαρκτη για σας κνήμη.Και το γόνατο.
Στο παλιό 401 Σ.Ν. κλωτσούσα σαν το Λινοξυλάκη, ακούγοντας το ράδιο.

Μόνο όταν λύνω το πρόσθετο  και βλέπω ότι δεν υπάρχει το αληθινό,
Με πιάνουν τα κλάματα.Θέλω τότε να σηκωθώ και να χορέψω
Το"να'ταν τα νιάτα δυο φορές".
Προσπαθώ, αλλά πέφτω στο κρεββάτι.



Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

ΑΦΗΝΑΝ ΛΙΓΗ ΣΤΑΧΤΗ
Απρόσκλητοι, μας επισκέπτονται τις νύχτες
Κι ανέμελα παίζουν με το φεγγάρι,
 Όπως κάθε καλός ζογκλέρ με πέντε τόπια.
Μας διηγούνται ιστορίες παλαιές, λίγο φθαρμένες.
Στην παρατήρησή μας :"Το ακούσαμε αλλιώς αυτό",
Θα αντιτείνουν:
 "Μα τότε ήμουν κάποιος άλλος-
Όπως και συ, άλλωστε.
Οι λέξεις δε ματώνανε στα δάχτυλά σου
Και τα ποιήματα που  έγραφες
Δεν ήτανε κρυστάλλινα
Κι αν τα' καιγες, άφηναν λίγη στάχτη.

Τα βρίσκαμε πολύ πιο ανθρώπινα.

Χάνονται τώρα σαν τα σύννεφα
Που εμπιστεύεσαι του ανέμου
Σαν τους χαρταετούς και τα αρχαία παραμύθια".
Απρόσκλητοι μας επισκέπτονται τις νύχτες.



Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

ΟΠΩΣ ΟΙ ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ
Μια στοίβα χωμάτινες λέξεις κι ένα γαλάζιο φως
Είναι ένα ποίημα-
Όχι μια ερμηνεία.
Δε χρειάζεται άλλωστε η τελευταία
Όταν όλα μεταλλάσσονται σε μουσική
Κι οι άσπροι κρίνοι υποκλίνονται,
Όπως οι θεατρίνοι αφού πέσει η αυλαία.



ΚΙ Ο,ΤΙ ΜΑΣ ΚΡΥΒΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ
Kι ύστερα μάθαμε το καλύτερο:
Να τραγουδούμε.

Όχι για τη βροχή.

Αυτή νοτίζει και ερήμην μας
Μία χαλκομανία με πεύκα και, μακριά, τη θάλασσα.

Ούτε για τις νυχτερινές ανθισμένες πολιτείες
Και των αηδονιών τη λαλιά στα πλατανοδάση.

Τραγουδούμε για την ανθρώπινη καρδιά
Με τους αγγέλους που πετούν εντός της
Και τους δαίμονες.

Ο πόνος μας απασχολεί και η χαρά
Και ό,τι  μας κρύβει ο ουρανός.

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

ΠΩΣ
Πώς θα φωτίσει αυτός ο κόσμος
Άμα δε γίνουμε όλοι λαμπάδες;
Πώς θα γεμίσει από πουλιά
Αν σταματήσουμε να γράφουμε τραγούδια;
Στα λυπημένα αν δε χαμογελάσουμε παιδιά
Δε θα' βρει ο πλανήτης τ'όνειρό του.

Μια στέρνα άδεια θα χτυπήσει η καρδιά μας
Αν δε μετρήσουμε σωστά τ'αστέρια.

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014


ΤΟ ΚΕΡΑΚΙ
Στα σαραντάμερα μνημόσυνα
Της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων,
- Καπακλή της δεκαετίας του 50-
Μας μοίραζαν δυο σπόρους στάρι
Κι ένα κεράκι.
Το αφή του τελευταίου ήτανε μια προσευχή,
Για την ψυχή που πέρναγε από την πρώτη κρίση
Και έμπαινε στον τόπο της μεγάλης προσμονής.
Ήταν και μια υπόσχεση ότι ο κεκοιμημένος
Θα'χει τη μέριμνά μας, όσο ζούμε.
Ετήσια και τριετή και κομποσχοίνια.
Γι αυτό,φροντίζαμε, μη σβήσει τη φλογίτσα
Ο άνεμος ή ο άγριος νεωκόρος.




ΤΟ ΚΕΡΑΚΙ
Στα σαραντάμερα μνημόσυνα
Της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων,
- Καπακλή της δεκαετίας του 50-
Μας μοίραζαν δυο σπόρους στάρι
Κι ένα κεράκι.
Η αφή του τελευταίου ήτανε μια προσευχή,
Για την ψυχή που πέρναγε από την πρώτη κρίση
Και έμπαινε στον τόπο της μεγάλης προσμονής.
Ήταν και μια υπόσχεση ότι ο κεκοιμημένος
Θα'χει τη μέριμνά μας, όσο ζούμε.
Ετήσια και τριετή και κομποσκοίνια.
Γι αυτό,φροντίζαμε, μη σβήσει τη φλογίτσα
Ο άνεμος ή ο άγριος νεωκόρος.



ΔΑΝΕΙΖΟΥΝ ΣΤΟ ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΟΥΣ
Φορέσαμε τα καλά μας ποιήματα,
Έρωτες, στοχασμούς για το απόλυτο,
Και στηθήκαμε στις γωνίες μ'απλωμένο προς την πλάτη
-Για να μη το βλέπουμε οι ίδιοι-
Το χέρι,
Σαν την παλιά εκείνη, τη Σαλοκατίνα
Που επαιτούσε, με μια μαδημένη γούνα.
Τί να κάνεις με τα ποιήματα;
Ένα μαχαίρι;
Που'ναι το ψωμί να το μοιράσεις;
Εδώ πετούν μονάχα νυχτερίδες
Ανάμεσα απ'τα καπνισμένα των σπιτιών μας δοκάρια.
Θερμοκοιτίδες των παιδιών μας
Γίνανε πλέον οι κάδοι των απορριμάτων
Κι οι ύαινες ουρλιάζουν μες τη νύχτα.


Κι όμως στον ουρανό, ακόμη ανάβουν  οι Πλειάδες
Ένα τραγούδι αδέσποτο τρυπάει το ζόφο
Και οι υάκινθοι δανείζουν στο αύριο το άρωμά τους.



Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

ΝΑ ΤΙΣ ΑΠΛΩΣΕΙ,ΛΕΓΟΝΤΑΣ "ΔΙΑΛΕΧΤΕ"
Να περιμένω οφείλω το επόμενο αληθινό τραγούδι.

Θα'ναι ο πατέρας που μιλάει για τους φίλους;
Για τον κομπάρσο,αίφνης, με τα γυριστά μουστάκια
Όταν διαφήμιζε,στην τηλεόραση, το ούζο Τσάνταλη;

Τον ηρακλειώτη δημοσιογράφο,το Βενιέρη:
Στο άδειο λεωφορείο, ρώταγε τον ίδιο
"Πού να'ναι ο σκορδέμπορος ο Τσίγκρας;
 Τον γνώρισα  πριν από χρόνια"-
Είχε ξεχάσει τα χαρακτηριστικά.

"Τόσο λοιπόν έχω αλλάξει;"αναρωτιόταν ο πατέρας.

Μπορεί να'ρθει κι η μάνα μου,μ'ένα μαντήλι ιστορίες απ'την Κατοχή
Να τις απλώσει γύρω μας,φωνάζοντας "διαλέχτε:

Εδώ οι Ιταλοί, μαζεύουνε ραδίκια,τηγανίζουνε χελώνες
Εκεί οι Γερμανοί που κάψαν  σπίτια και το Θεοξένεια

Ή η γιαγιά με τις "ακοίμητες", τις λιτανείες του μεσημεριού
Που την ακρίδα διώχνανε και φέρναν τη βροχή.

Το επόμενο μου ποίημα πρέπει
Να αναδεύεται σκληρό και ασημένιο-
Λιγάκι απόμακρο.



Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014


ΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΑΛΛΟΥΣ ΜΑΣ ΕΔΕΙΧΝΑΝ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥΣ
Πώς φτάσαμε εδώ,
Ποιους αστερισμούς διασχίσαμε μεθυσμένοι από χαρά;
Σε ποια λιθάρια ακουμπήσαμε την πίκρα μας;
Εδώ φυτρώνουν μοναχά ρετσινολαδιές και σπασμένα αγάλματα
Κι αόρατα πουλιά κρώζουν αδιάφορα.
Οι γηγενείς
Σπέρνουν άστοχους στοχασμούς
Γυμνοί και κουρασμένοι, σαν τους αετούς, μονάχα φεύγουν
Ή προσπαθούν τους ίσκιους τους να κυνηγήσουν.
Πώς φτάσαμε εδώ;
Οι χάρτες άλλους μας έδειχναν προορισμούς.


Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

ΜΕ ΤΙ ΤΑΪΖΕΤΕ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ;
Είναι κι όσοι  στους δρόμους περπατούν
Κι έχουν στον ώμο ένα σακούλι
Γεμάτο αφαιρέσεις
Λέξεις ξερές και εύθρυπτες σαν τα καρύδια
Σιωπές,όπως τα απογεύματα των νυχτολούλουδων.
Αν τους ρωτήσεις σχετικά
"Είναι τα απομεινάρια"λεν "των ποιημάτων.
Με τί ταΐζετε εσείς τα περιστέρια;".

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014


ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΟΥΜΕ Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΑΜΕ
Προς τί να το τονίζω;
Όλοι οι ουρανοί ανερμήνευτοι είναι
Παίζουνε σκάκι με βροχές κι αστέρια
Kι απ'τα μανίκια βγάζουν  καλοκαίρια φωτεινά,
Βγάζουν πυγολαμπίδες και σιωπές γρανίτη.
Κύριε
Δώσε μας την απλότητα ενός θλιμμένου απογεύματος
Μια νότα τρυφερή πέρασε μες τα δάχτυλά μας,
Να τραγουδήσουμε ό,τι δεν κατανοήσαμε
Να γίνουμε πάλι παιδιά ή άγγελοι.