Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ΝΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Αγαπώ τα ποιήματα, όταν είναι ποιήματα-
ξέρετε,όχι φεγγάρια και κουτοπονηριές ανθέων,
ποιος μωρέ,έχει ένα μαχαίρι στην πλάτη(κι όλοι έχουμε)
και αναζητεί διαμέρισμα στις πολιτείες του Αλντεμπαράν,
πικραμύγδαλο είναι το ποίημα,η τσακισμένη μικρή σημαία,
το διακείμενο, ένα κουτσό ουγγαρέζικο άλογο,ένα ασφοδίλι.
Το ποίημα κλαίει βουβά,δεν πουλάει φτερά για ξεσκόνισμα,
δεν είναι η πικραλίδα που κατουράει το βρέφος,ούτε ο
δεκαόροφος μύλος του Επιφανιάδη που χτυπούσαν κεραυνοί.
Είναι η Μαρία,όχι όταν διάβαζε στα δώδεκα χρόνια της
τα παραμύθια αλλά τώρα που κολυμπάει στην αρρώστια,να
τί είναι ποίημα.

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

ΜΙΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΟΜΗ
Πάντα ζητούμε μια μικρήν αναβολή,τί να σημαίνει
αυτός ο επιπλέον χρόνος,να τον δούμε ομοίωση του αιωνίου,
αλλά και η αιωνιότητα είναι ξεβαμμένη απ'τον καιρό,δάχτυλα
που παίζουν τα νυχτερινά του Σοπέν,είναι η μουσική ο Αιών;
Θα εντυπωσιασθεί,λέτε,ο σκοτεινός Εφέσιος, αν ένας σκύλος
πεινασμένος αρπάξει τους πεσσούς του παιδιού,
εκεί πλάι στη θάλασσα, και δε θα'χει βασίλειο,μόνο υστέρημα
αυτό που ήδη αιτείται,προκαταβολικά,
χωρίς χαρτόσημο πλέον,μια μικρή παράταση
Θεέ μου,έτσι να αφηγηθώ( ή να ζήσω;)μιαν ιστορία
ακόμη,όπως παρακαλούσε ο Μάριος Χάκκας.

ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ
Κάποτε επαναλαμβάνομαι,
δεν είναι δυνατόν, στην ηλικία μου, να μη συμβαίνει,
νομίζω ότι σας μίλησα για το πέτρινο-τσιμεντένιο ήταν,
αλλά,δεν ξέρω γιατί,το ονομάζαμε πέτρινο-γερμανικό πλοίο
που η πλώρη του εξείχε,λίγο ανοιχτά από τα Πευκάκια,στον
ενδότερο κολπίσκο του Παγασητικού.
Το αγαπούσαμε αυτό
το μέρος,βουτούσαμε από πάνω του ή ψαρεύαμε μουσμούλια
και σπάρους.Απέναντι βρίσκονταν μια ακτή, με ψωραλέα μπλε
πεύκα και,πίσω του ακριβώς,η εκβολή του υφάλμυρου
ποταμιού της Μπουρμπουλήθρας,όπου έκρωζαν μαυρόκοτες
και πάπιες,κι οι κυνηγοί έβριζαν τους ψαράδες,
(o Φιλάρετος Σατελιάν,ο Πολυχρόνης,ο την πέτ'χα την πάπα,ο Σκασίλας).

Κατάλοιπο της Κατοχής,στις αρχές της δεκαετίας του '60.

Συχνά είμαι προβλέψιμος,
με "τόση στιχοποιία, πώς θα γινόταν αλλιώς;
Στην ανάπλαση του λιμανιού και της ευρύτερης περιοχής,
το πλοίο ανασύρθηκε,τότε ήταν
                                    που
                                     μεγαλώσαμε
                                     κι έμεινε
                                     πέτρινη και πορώδης
                                     μόνον
                                     η καρδιά μας.





Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

ΚΥΚΝΟΣ
Κι όπως, έπλεε μακριά,φώτα πολύχρωμα, το 'Κύκνος',
κανένας δε σκεφτόταν το φιλάργυρο,αχερούσιο βαρκάρη,
ωραίες, είχε κυρίες ο χορός,στη σάλα, συνεπάρει
δικός μας, στα σκαλιά βαθύς και μεμβρανώδης, ο ύπνος.

Σήμερα,πολιοί,τα τρία του βίου μας τέταρτα διανύσαμε
και, πλέον, για τα δελφίνια στην πλώρη,δεν κοιτάζουμε
Διαβάσαμε τον Καρυωτάκη και το καταφύγιο που μισήσαμε
έγινε η Ποίηση.Και πεφταστέρια όταν ψηλά ρεμβάζουμε.

Οι κυρίες και οι κύριοι, έχουνε,πλέον, αποδημήσει

με τη βαρκούλα που υπομονετικά περίμενε στο βάθος.
Το 'Κύκνος' μοναχά, σε κάποια ενύπνιά μας ,τα φώτα
ανάβει και πλέει μοναχικό, χωρίς της μουσικής το πάθος
και κει, στην άκρη του ορίζοντα τη σκοτεινή,χάνεται όπως πρώτα,

χωρίς τραγούδια και χορούς, τραβάει ωραίο και σβήνει προς στη Δύση.














ΠΟΙΟ
Ποιο θάμβος των πουλιών μας περιμένει εκεί....
Ποια
αγγελικά
τραγούδια...

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

ΑΠΟΜΙΜΗΣΗ
Είναι ο άνθρωπος εκκρεμές, είναι ο μετέωρος άνθρωπος,
στις όχθες μετράει στενά κυπαρίσσια,όμως
οι πάντες διαβάζουν αμέριμνοι τις εφημερίδες τους
για τους ερμοκοπίδες.

Γέμισε ο τόπος σύμβολα.

Για μια φετούλα αχνού θανάτου,
σα λεμόνι
κόντρα στον ήλιο,
δε μιλάει κανείς.

Κι όμως τον φαιδρόν άγγελο περιμένει ο άνθρωπός μας,
(δε μπορούμε να πούμε με ανυπομονησία)
κάποιου
το ρολόι τον ξεγέλασε,ήταν γιαπωνέζικη απομίμηση.

ΦΩΣΦΟΡΙΖΑΝ
Είναι γλυκύς,αντί του "κατόρθωσα" προτιμά το "επέπρωτο"
και,στη γραφή του, αυτοαναφέρεται,όταν προσεγγίζει μιαν αλήθεια,
μένει κάτω από την πέτρινη σκάλα, ψάλλοντας τον "Άμωμον".
Η ιδιαίτερη ευφυΐα του ξεκίνησε, όταν προσπάθησαν
να του κρύψουν
τον θάνατο του παππού-8 Δεκεμβρίου 1966,ημέρα
του ναυαγίου στη Φαλκονέρα- ευφυΐα του ή κουταμάρα τους;
Μαυροφορεμένοι, προσπάθησαν.
Έχει τα τετρακόσια του κάτω από ένα κασκέτο,φθινοπωρινοί
περίπατοι,απογυμνωμένες απ' τα πράγματα σημασίες,μια ιδεατή
θηκιαστή εκεί, αλλά(κάποτε-κάποτε) κι ένα πελώριο
αμόνι, η ομοίωση:

"τα πόδια της φωσφόριζαν σαν πινακίδες νέον".


Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ερέτες βρεθήκαμε, σ' αυτή τη ζοφερή λίμνη,
όμως,
μπορούμε ακόμη να πιστεύουμε,
το φως, στις όχθες,
είναι θεϊκά απλό
και τα πουλιά εφευρίσκουν τρόπους να ξεφεύγουν
απ'το όνομά τους,
να φτάνουν
στο υπερούσιο,
το μεγάλο χέρι του Θεού σκεπάζει λάμψη και σκοτάδι,
ζωή και θάνατο, χρόνο και φως
και το τραγούδι που τα περιέχει.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΑΠΑΝΤΑΣ
Tώρα να βιδώσουμε,
θα το τηρήσεις,Μαγιακόφσκι του καιρού μας,
στο σύννεφο με παντελόνια-κατά
το παλαιό,των λεωφορείων,"μη πτύετε"-
ένα ταμπελάκι "απαγορεύεται το μεγαλαυχείν";
Μην απαντάς
μήν απατάς,
γιατί το θέλεις το παράθυρο που χωρεί ένα Σύμπαν,
εσένα,
γιατί έχεις ένα θυμικό, μπαλόνι,με τους ελέφαντες
και τις τίγρεις του και τα μακρινά του άστρα και
των αγγέλων τις αποστολές και ένα ρακοκάζανο
στα ρουθούνια σου.

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ
Θεέ μου, τί παράδοξοι κρωγμοί,
θυμίζουν τα πουλιά
και τα παιδιά στο "Ξαφνικά,πέρσι το καλοκαίρι",δεν
ξέρω αν τ'ακούς,αν ακούς,αν βλέπεις ό,τι οι άλλοι
ονομάζουν πεφτάστερο,
οι διάττοντες φαίνονται να διανύουν
μιαν ελάχιστη πορεία,πριν ένα χρόνο ήσουν εδώ,
τώρα δεν μπορώ να ισχυριστώ τίποτε με βεβαιότητα,
δεν μ'ενδιαφέρουν οι βασιλείς με τους ακολούθους τους,
άσε τους ναρκίσσους να καθρεφτίζονται στα τενάγη
πλάι σε βατράχους και νούφαρα,δεν μ'ενδιαφέρει
η ποιητική παραδοξολογία,τα άστρα και τα άνθη,
πριν ένα χρόνο,ακούγαμε το "που να'σαι,τάχα το βράδυ αυτό",
με ρωτούσες ποιον σκέφτομαι και απαντούσα "τον πατέρα",
αν τώρα συνέβαινε θα'λεγα ο,τιδήποτε πέρα απ'την αλήθεια
αλλά και ειλικρινής αν ήμουν,θα καταλάβαινες;
Να φεύγαμε όλοι μ'ένα παιδικό τραγούδι στα χείλη,
με ένα μυαλό- ουρανό γεμάτο δρομαία νέφη.....












Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Εκεί,στη στροφή,με περίμεναν,"δεν θα γράψει
ένα αληθινό ποίημα;" κι ύστερα, ό,τι θα' βγαζα απ'το καπέλο
δε θα ξεπερνούσε την πραγματικότητα ενός ανδρεικέλου
που θα τινάζονταν απ'το ρωγμώδη καθρέφτη μου-
ξέρετε, αυτά σε κυνηγούν,ενώ φοράς παντούφλες,
έχουν τρύπιο καπέλο,τραγουδούν το ντράκουλα τσα-τσα,
ε,λοιπόν το 'γραψα, τώρα πρέπει να συμβιβαστώ,πιάστηκα
απ'την πέννα του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς κι είμαι πλέον
ο Αόρατος Άνθρωπος,αν και με βλέπουν στον ύπνο τους
εκατοστιαία κολιμπρί-το πρόβλημά μου είναι αν τα ποιήματα
ενός ανθρώπου χωρίς είδωλο,οφείλουν να προτείνουν
τον πόνο
ακάλυπτο.


ΔΗΛΑΔΗ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ
Άνθρωπος.ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού
κι ό,τι υπάρχει,
βρίσκεται
μπροστά μας,
άγνωστο κι επομένως απερίγραπτο-
η μνήμη ένα φάντασμα-

κι ένα μικρό κυκλάμινο σε κάνει να ξεχνάς
τα ελελεύ

κι όλο αυτό γεμίζει

μια στιγμή μονάχα

δηλαδή τον Αιώνα.







ΔΗΛΑΔΗ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ
Άνθρωπος.ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού
κι ό,τι υπάρχει,
βρίσκεται
μπροστά μας,
άγνωστο κι επομένως απερίγραπτο
κι ένα μικρό κυκλάμινο σε κάνει να ξεχνάς
τα ελελεύ
κι αυτό γεμίζει μια στιγμή
δηλαδή τον Αιώνα.

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΜΕΣΙΣΤΙΟΙ
Όταν χάνεται ένας ποιητής,
σβήνει ένα αστέρι,
στους νυχτερινούς κήπους τ'αηδόνια σωπαίνουν
κι οι θηρευτές των λευκών ονείρων
κυματίζουν
μεσίστιοι.

ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Περπατώ τους δρόμους που διαβήκαμε μαζί,
κρέμομαι από αρχαίες γκριμάτσες, όσες πιστέψαμε
ότι μας δέσμευαν περισσότερο,
νύχτες χειμερινές βγάζω απ'το καπέλο μου,
μάταια, τίποτε δε γυρίζει πίσω, το ξέρω, δε
γράφω όπως παλιά,τώρα όμως διαπιστώνω
ότι, κάθε λέξη είναι νυστέρι που ανατέμνει
τον κοινό μας χρόνο, η απουσία σου με τρομάζει
όχι η μοναξιά κι αν ερωτηθώ "τί αγαπώ", μπορώ
ν' απαντήσω "ένα χτες που βάρυνε αφόρητα" κι
ω,εκείνος ο χειμερινός περίπατος, που μετρούσαμε
τους Αγίους των καϊκιών και πεινάσαμε κι ένας γλάρος
σε κουτσούλησε στο μέτωπο,στο σαβουάρ βιβρ της τρίτης
Δημοτικού, μας δίδαξαν ότι πρέπει να χαιρετούμε
όταν αποχωρούμε.










Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Ο Σπένσερ Τρέηση έσπασε το χέρι του νέγρου,σε μια
επιτραπέζια κόντρα,κι ύστερα, την ώρα που φύτρωναν
ιλιγγιωδώς οι κρόκοι στο σινε-REX και γεμίζαμε το στόμα
με ψιλό χαλικάκι,ανοίχτηκε στο πέλαγος,κυνηγώντας
το όνειρό του, τον ξιφία, που, όπως όλα τα όνειρα,απεδείχθη
αγκαθωτή παντιέρα στο πέλαγος,ένα τίποτε στα δικά του χέρια,
οι κρόκοι και τα γιασεμιά,δεν είναι παράξενο που μετά την
κατεδάφιση του σινεμά,ονομάσθηκε το ισόγειο της πολυκατοικίας
"Αναμνήσεις", όλοι θυμούμαστε τα καλοκαιρινά σινεμά και η
δική σου μνήμη ήταν απ'τον "Έσπερο", απ' το γιγαντιαίο θυρωρό-
τί μνήμη,τα φωτάκια σβήνουν ένα-ένα-"αν τον πετύχω πουθενά,
θα τον φτύσω"έλεγες επί πενήντα χρόνια "να με πετάξει έξω γιατί
δεν είχα εισιτήριο,πού το πενηνταράκι εκείνα τα χρόνια;"
πενηνταράκι,οι λέξεις σβήνουν, σα φώτα σε μακρινή ακτή,
τα φτερά των καρχαριών ίσως υπάρχουν σε έλικες του εγκεφάλου,
έκανα,κάποτε,ένα ρεπορτάζ,τί απόμεινε,κοτέτσια, γκαράζ κι ασβεσταριές
κάπου μια διάτρητη αφίσα με το Μανέλη,δεν τον θυμάσαι το θυρωρό πια,
αυτό είναι σίγουρο.



Ή,ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ,ΝΑ ΜΟΥ ΓΝΕΨΕΙΣ
Δεν γράφω πια όπως παλιά,δε βρίσκεσαι εδώ να στα διαβάσω
κι αν ήσουν θα'βλεπα στα μάτια σου, μόνο την αργή πτώση
ενός πτίλου, θα'βλεπα μια ντάτσα στους απέραντους αγρούς,
δεν προχωρώ πέρα απ'τη φλόγα του Ταρκόφσκι,όλοι πρέπει να
σωθούμε,λέει ο τρελός της Νοσταλγίας,αν ήσουν εδώ θα σου
διάβαζα,πτίλο είναι το φτεράκι,όχι ακριβώς πούπουλο,δεν ξέρω
αν θα καταλάβαινες, ποιος κρίνει αν καταλαβαίνεις ή όχι,ποιοι
έκριναν ότι ο Ντομένικο δεν είχε σώας τας φρένας, ο κόσμος
σώζεται μ'ένα θάνατο και μιαν ανάσταση και μεις
είμαστε στην είσοδο,
τα άδεια τρένα που δε σταματούν,σκηνικά απλά,
κι ο ήχος του πριονιστήριου, πλάι στον Ύμνο στη Χαρά,
θα'θελα να'σουν εδώ για να μου πεις αν ταιριάζουν
ο Σίλερ,ο Μπετόβεν κι ένας ταπεινός ξυλοκόπος,
όπως οι κάλτσες με τα παπούτσια,νομίζω
ότι μόνον εσύ θα μπορούσες να μου πεις ή, τουλάχιστον,
να μου γνέψεις,θα
                          ήθελα
                          να
                          ήσουν
                          εδώ.


Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ
O Σπυράκος πέρασε τη στεφάνη,άναψε το στουπί-
όλοι στεκόμαστε σε στάση προσοχής-στριφογύρισε το
αερόστατο πάνω απ'τη φωτιά,
το άφησε
κι εκείνο
ανέβηκε στ' αστέρια,
πλάι στο Σείριο το βλέπαμε.

Κι ύστερα γυρίσαμε το κλειδί στα παιδικά μας χρόνια,
τ'αφήσαμε κάτω απ' το χαλάκι,
κι απομακρυνθήκαμε μ'ένα κλωνί γιασεμιού,
ανάμεσα στα χείλη.

ΚΑΙ Τ'ΑΦΙΕΡΩΝΑ ΣΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ
Ο χρόνος είναι στην αρχή ευθυτενής,ύστερα
καμπουριάζει λιγάκι,φοράει γυαλιά κι ακουμπάει
σε μπαστούνι,μετά μελετάει Αστρονομία,εκείνο το
άστρο, ο Λαμπαδίας, είναι καλό,σκέπτεται,απ'τα
μπαλκόνια του θα με ξαναδώ παιδάκι,να παίζω με
τα βαγονέτα του τουβλάδικου, θα μου παραχωρήσουν
ένα σπιτάκι με ράφια,γεμάτα τριαντάφυλλο γλυκό
να κερνώ τους περαστικούς και να γράφω τα ποιήματά μου
για μιαν εποχή που ζωγράφιζα ουρανούς
και τους αφιέρωνα στη μαμά μου.  

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΙ ΓΚΡΕΜΙΣΘΗΚΕ
Εδώ, στο γραφειάκι, που ακούγαμε τις σονάτες
του Μπετόβεν,
και τα μεσημέρια κυνηγούσαμε με μυγοκορδέλες
τα απίστευτα των πλανοδίων
-μαζεύω παλιά καλολοφέργια,
παλιά ποδήλατα-
να'χα ένα ποδήλατο νταλίκα, να'ρθω να σε βρω,
να μιλούσαμε για το σπίτι με τις εκατό γάτες
το σπίτι που το φορτώσαμε με χρόνο και γκρεμίστηκε.

ΘΑ ΦΩΛΙΑΣΟΥΜΕ Σ' ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΥΣ
Τις νύχτες, οι πωλητές παιδικών ανεμομύλων φορούν
το πιο λυπημένο τους βλέμμα,
άδεια καρουζέλ γυρίζουν στη σκοτεινή θάλασσα,
κι ένας αθιγγανόπαις, τραγουδάει, στις δυτικές συνοικίες της πόλης
"ντέβλα σου τσου κα τσα για".
Απ' όλα αυτά καταλαβαίνω, ότι θα φωλιάσουμε σε δυτικούς αστερισμούς,
εκεί που εναποθηκεύονται τα όνειρα όσων μπορούν να δουν,
πέρα απ το θάνατο- τις ανθισμένες πασχαλιές και τους ιβίσκους.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΣΑΙΡΕΝ
Τελικά δεν υπάρχει επανάληψη,
ό,τι ειπώθηκε
έχει τελεσίδικα σωπάσει,οι δρόμοι δεν πληγώνονται
από τα βήματά μας,ακόμη κι ο θάνατος οδηγεί αλλού.
Θα 'θελα,τί σημασία έχει τί θα'θελα,η απουσία βαραίνει,
η αφαίρεση κι ένας ύπνος χωρίς σχήματα και παραστάσεις.
Ας περπατούσαμε ξανά κάτω απ'τα φωτισμένα
ανοιξιάτικα παράθυρα, ας κυνηγούσαμε τις νυχτερίδες
απ' τα μαλλιά μας, στις απόχες μας ας σπαρταρούσαν τα
αδέσποτα τραγούδια.
Δεν υπάρχει επανάληψη,εγώ δεν θα ξαναϋπάρξω ως εγώ
και συ θα μείνεις πλάι μου μ'ένα μικρό πόνο στους ώμους,
οι μαίανδροι και οι τόποι πλαγιάζουν στο δεξί χέρι,φεύγουμε
προς τη σκοτεινή θάλασσα, κι αυτή δεν την έχουμε ξαναδεί
έτσι ακριβώς,με τις κορδέλες των φάρων και του φεγγαριού,
όχι,δεν υπάρχει επανάληψη.

ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΡΕΒΙΘΙΑ
"Η ζωή αντιγράφει την Τέχνη",δίκιο έχεις Όσκαρ.
Ενίοτε την παρωδεί, βγάζοντάς της κατσικίσια γλώσσα,
όπως στο χορό της δικής μας Σαλώμης,αυτής που κάποτε-
σας το'χω νομίζω διηγηθεί-
ανέβηκε στο νάρθηκα της Μεταμόρφωσης,μ'ένα πιάτο ρεβίθια.
Τη θυμάμαι και στο γάμο της θειας Άρτεμης,να χορεύει,
γύρω στα ενενήντα της, το "ωραία είναι η νύφη μας",
ολομόναχη
κάτω απ'την ακακία του πεζοδρομίου, εμείς κρατούσαμε
ένα ξένο της τελετουργικό.
Σκέπτομαι ότι αν είχε τυλιχθεί την υπέρτατη μουσική
στα δεκάξη της
κι ο χορός αλλιώτικός να 'τανε, κι ένας άρχοντας της το'ταζε
εκείνη ρεβίθια θα ζητούσε
επί πίνακι.



Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΓΙΑ ΝΑ ΠΙΑΣΕΙ ΤΗΝ ΠΟΖΑ
Τίποτε δεν εμφανίστηκε για να χαθεί.
Βέβαια τα όνειρα ανοίγουν σαν μεγάλα ρόδια,
κάθε κόκκινος σπόρος είναι μια ματαίωση-
αλλά υπάρχουν ακόμη,
τα βραδινά παιγνίδια των παιδιών,
υπάρχουν οι χαρταετοί, φτιαγμένοι από σελίδες
εφημερίδων, έτσι για να φανεί ότι η ζωή συνεχίζεται,
έστω μοναχική,
σαν κάποτε που κουβεντιάζουμε με το είδωλό μας
στον καθρέφτη,μ'ένα μοναχικό σακάκι,με
τον χρόνο που κάρφωσε σε χοντροχάρτονο
ο Αντρέας, ο φωτογράφος,την ώρα που χόρευε
στα μικρά παιδιά,σαν τη μαϊμού,
για να πιάσει την πόζα.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

ΝΑ ΜΗ ΦΟΒΑΜΑΙ
Tην παιδική μου καρδιά, κρατάς στο χέρι σου,Κύριε,
δε θέλω χρόνους και χρυσάφι,δος μου την πίσω,Κύριε,
δεν μπορώ πια ούτε τις λέξεις,βάρυναν κι αυτές
και τα τραγούδια έχω κρεμάσει στ' άστρα,
στείλε την με τον άγγελό μου,Κύριε,
να ξαναμάθω να προσκυνώ,
να μη φοβάμαι.






ΠΡΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΝ
Ναι,τα γνωρίζω  αυτά τα βότσαλα-ένα
κάθε πέντε βήματα στο μονοπάτι-
αλλά πού ξαναγυρίζω,σε ποιο κέντρο,
σε ποια βεβαιότητα,μη βιαστείτε να μιλήσετε
για παλιμπαιδισμό,τα πράγματα είναι πιο σοβαρά,
βέβαια επιλογή μου ήταν,θα μπορούσα να
ολοφύρομαι,χορταίνοντας τα πετεινά του ουρανού
με ψίχουλα ή να ερμηνεύω την πορεία του
Πολικού ή να ψάχνω στα πλατανορέμματα για
μονοπάτια,τί επιλογή μου,υπάρχει
στ'αλήθεια κέντρο ή βεβαιότητα;
Ο ουρανός είναι μια αφαίρεση κι όλες οι παιδικές
ιστορίες, ομολογούνται προς παραμυθίαν.




Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΛΕΠΙΔΙ
 Παίξαμε μονά-ζυγά στην προκυμαία.
 Κι έχασα.
 Έφεγγε ελάχιστα, ένα φεγγάρι μπλε κι αργά κατάλαβα
 ότι δεν ήτανε φυστικοστραγαλάς ο κερδισμένος
 αλλά ο μικρός που άφησε τους πεσσούς
 και πήρε το λεπίδι.

Η ΩΡΑΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Κι ο πειραιώτης καθηγητής, για τον οποίο,πολλάκις
σας ωμίλησα,το'χε τσεκάρει,
σε μια εκ δεξιών απόφανσή του, "ονομάστε το" έλεγε
"πεθαμενατζίδικον Η ΩΡΑΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ",
ο Βόλος υπήρξε κάποτε ιοστεφές άστυ,με την πολυχρωμία
των ποδηλάτων του, τα φυτοκάλαμα και τους χαρταετούς,
έτσι καταλάβαμε ότι ζωγράφιζε το μέλλον, πού το'δε
ο μπαγάσας,τότε υπήρχε μόνον
ο κούκλος του Παλούκα, κούναγε
το κεφάλι-αυτό αν δεν αρέσει ο συγγραφέας του "Υπερίωνα"
που,ανορθόγραφα,ανέφερα στο τελευταίο μου ποίημα-
κουβαλούσα
ένα τσουβαλάκι κορκάρι στο "Λεϊμονή" και τις ντομάτες
για τα γεμιστά στη γιαγιά Μαργαρώ,μ'έθελγαν τα παλαιά
εικονίσματα,η οσία Παρασκευή,
η Επιβατιανή,το αναμμένο καντήλι
και το γλύκισμα "Βαρβάρα",σχεδόν σούπα κόλλυβα,
φώναζα έι,έι
στα ελάχιστα αυτοκίνητα,
που το βρήκε το προφητικόν επίθεμα,
άκου Η ΩΡΑΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ-τα χρόνια και οι βροχές
σάπισαν την πόλη,κανείς δε νοιάζεται πλέον
για τη σκόνη των διαττόντων
στις απαλές μας χωρίστρες.



Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

ΣΕ ΜΙΚΡΟΨΥΧΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
Προσπάθησα να μείνω στο έτσι-είναι-ακριβώς,
τίποτε,όλοι ζητούσαν το διάκοσμο,
έναν έρωτα από γκοφρέ χαρτί και στα μαλλιά
χρυσόσκονη,μια λάμπα για φεγγάρι ή ένα μπαλόνι
που ιριδίζει-αυτά έχουμε,αυτά,φτηνά,προσφέρουμε.
Οι γηραιές κυρίες που φεύγουν στην ώρα τους, θα μπορούσαν
να μας προσφέρουν μιαν επίφαση
όμως,ο εσμός των εργολάβων
μιας ποίησης αν-ούσιας, αντιπροσφέρει
ζυγαριά ακριβείας και λέξεις από φτερά
που έφτασαν, λες, από το καρναβάλι του Ρίο.
Τί κάνουμε, Χέλντερλιν,δεν είναι καλύτερος ο ύπνος;


Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΑ ΔΙΑΨΑΛΜΑ ΓΕΜΑΤΟ ΡΟΔΑ
O Νίτσε τα μπέρδεψε λιγάκι τα πράγματα-
θα σταματήσεις,θα πάρεις μια βαθιά ανάσα
και θ' ακολουθήσεις,ψάχνοντας τα ίχνη του λαγού,
πάνω στο χιόνι.
Δε θα ξαναπεράσει, ολόιδιο, ένα "έτσι ακριβώς",  πάνω
από τη χωρίστρα σου,ένα πεφταστέρι ανατολικό,
το επώνυμό σου που άκουσες στην Πανεπιστημίου,
το λεπτόμισχο μπλε ανθάκι που περίμενες ένα
χειμώνα, να σου χαμογελάσει,
όλα συνέβησαν άπαξ.
Τίποτε δεν επαναλαμβάνεται γιατί κι ο χρόνος τελειώνει
όπως κι οι μεγάλες θεωρίες,
κι ο θάνατος είναι ένα επεισόδιο,
ένα τίναγμα του ποδηλάτου
και μπαίνεις στο φως,
όλα και τίποτε είναι φως,
ένα διάψαλμα γεμάτο τριαντάφυλλα.


ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, ΠΑΝΤΟΤΕ, ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ
Κι η συμβολική πάλι που κοάζει;
Αυτό είναι
ή υπήρξε-
αυτό,τίποτε περισσότερο ή λιγότερο,
αν μπορείς να γράφεις και για τα επώδυνα κάνε το,
αλλά δήλωσε κατά των ανθέων και των άστρων,
ένα μπουκέτο δεν μπορεί να'ναι ταυτόχρονα
και σχοινοβάτης,
ο τελευταίος κρατάει τη ζωή στην παλάμη του,
πουλί,αν την ανοίξει χάθηκε
περπάτησα κι εγώ σε αλέες και βάφτισα τις νταντάδες
άγρια θηρία,
να γιατί απορρίπτω,πλέον,τη φαινομενολογία,
να γιατί διαλέγω θαλασσόξυλα,έχουν ιστορίες
ανάμεσα στα δόντια,δεν κουδουνίζουν στις τσέπες τους,
ακούγονται
κι ένας ποιητής πάντοτε αφηγείται.







ΚΛΙΣΕΙΣ
Μοιάζει σαν την επανάληψη του ενός θανάτου
όλο αυτό,
γι αυτό μπερδεύω τα ονόματα και τις σχέσεις,
καταλαβαίνετε,υπάρχει μόνον η απουσία,
με διαφορετικό,κάθε φορά, επίθεμα,ας πούμε
ο άγνωστος,
ο μοναδικός,
ένα γύρισμα διακόπτη-
τίποτε άλλο δεν υφίσταται από το ρήμα φεύγω
σ'όλες του τις εγκλίσεις και κλίσεις.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

ΜΟΝΟ ΚΟΙΤΟΥΝ ΘΛΙΜΜΕΝΕΣ
Τί μέρες απαιτητικές...Κάθε μια θέλει και το ποίημά της,
να περνά από χέρι σε χέρι,ώς να φθαρεί,
κάποιοι πουλούν τ'αποφόρια τους,
γνωρίζουν άριστα των εμπόρων τον εσμό
κι οι λέξεις πια δεν μας μιλούν,
μόνο κοιτούν θλιμμένες,
από μακρυά,δεν έχουν,άλλωστε, να πουν πολλά,
οι λέξεις που ήσαν κάποτε ακριβές,
όσο χρυσά κινέζικα αηδόνια,
τώρα ασχολούνται με τη λογιστική,το λαβείν και το δούναι
σε καιρούς φτήνιας,
μετρήσαμε λειψά και πήραμε το χειροκρότημα,
ναι, είχαν ψυχή κι αίμα ζεστό,
τώρα αργολογούν στην αγορά σαν υποζύγια ή
τιθασσευμένες οδηγούνται από καραγωγείς
-τί απαιτητικοί καιροί, την καρδιά σου να θυσιάζεις
όπως,στο ναό,τα περιστέρια.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΧΑΘΗΚΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟΙ
Αν ανοίξεις το βορινό παράθυρο,
θα μετρήσεις εκπροσώπους τριών γενεών,
ν'ανεβαίνουν τις σκάλες-
πέρασαν απ'αυτό το σπίτι,συναντήθηκαν και χωρίστηκαν,
ο πατέρας, σου γύριζε μια μπούκλα
κι η γιαγιά σιδέρωσε τα ναυτικά του πατέρα,
αδελφοί και εξαδέλφες και-στους σεισμούς-γείτονες
να λεν αινίγματα,να παίζουν το "χάσκα",
έμεινες
μόνος
πια,
το φεγγάρι στα φανερώνει,όπως ένα φλιτζάνι
καφές,όπως οι γερανοί που απομακρύνονται,
απ'το παράθυρο περνά το γέλιο,το δάκρυ,
το
πληρωμένο
μοιρολόι,
στο τραπέζι ένα βιβλίο ανοιχτό στη σελίδα 56,
τίποτε...τίποτε... γιατί  χάθηκαν όλοι,τόσοι και τόσοι αναρωτήθηκαν,
κι ύστερα χάθηκαν κι αυτοί.


Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014



ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ
Δεν ξέρω ποιος θα φύγει,
πάντως, όποιος μείνει,
θα ψάξει για μολύβι και χαρτί
να γράψει το αληθινό του ποίημα.
ΟΧΙ, ΠΙΚΡΗ ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ
Το θυμήθηκα: Για το "Βασιλικόν", της οδού Ικτίνου, σας έγραφα,
αρχές της δεκαετίας του 60,πρώτο μου κατάλυμμα στην Αθήνα,
ύστερα ξαναβρήκα τις πόρνες στην είσοδο που δεν άλλαξαν
τις ξανάδα όταν, στα φοιτητικά μου χρόνια,επισκέφθηκα
τόπους παλιούς, ίδιες τις είδα,μόνο πιο γερασμένες,
κι έσβησα το ποίημα-
δεν το'σβησα,
το πέταξα
σε μια σχάρα υπονόμου,είχε μια ομορφιά άλλη όταν,οχτάχρονος,
έμεινα εκεί,όλα μύριζαν κεφαλογραβιέρα και τσάι του βουνού
και σε ξυπνούσαν τα "λερώνει" των εργατών Τύπου
και το φεγγάρι
φαίνονταν απ'το παράθυρο του σαλονιού, με μια γκριμάτσα
απαρέσκειας,
"τί ζητάς"έλεγε "παιδί πράμα,εδώ;",
μα δεν είχα μάθει να μιλώ με το φεγγάρι και του γελούσα
κι ύστερα κατεβαίναμε
στο εστιατόριο να παραγγείλουμε μουσακά,

αλήθεια
τί θα κάνατε
αν βλέπατε ένα παράδοξο κύριο,
ν'αφήνει το μπαστούνι του,
να γονατίζει
μπροστά σε μια σχάρα υπονόμου και να προσπαθεί να σηκώσει το
καπάκι;
"αρουραίος;" θα ρωτούσατε και θα σας απαντούσε
 "όχι, πικρή μεταμέλεια".


Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

ΚΡΕΙΤΤΟΝ ΤΟ ΣΙΓΑΝ
O έρωτας είναι η απόλυτη διάλυση του ενός
σ' αυτό που λεν προσωπικότητα του άλλου,
δεν έχει σχέση με το πώς νιώθεις εσύ
αλλά με τον αχνό αντίλαλο
στο κοχύλι του δικού μου αυτιού,
όσων θά΄θελες να πεις στο ταίρι σου,
αλλά καλύτερα είναι
ν'αποσιωπήσεις.
Τί μ'ενδιαφέρει εμένα η πολλαπλασιασμένη κραυγή
του πετεινού,αν γίνεσαι θάλασσα ή άγγελος,
αν έψαξες ερήμους και φαράγγια να τον βρεις αυτόν τον άλλο,
έρωτας.
κρείττον το σιγάν στον έρωτα.
Ή,μάλλον,μ'ενδιαφέρει ο έρωτας που γίνεται ποίηση
κι όχι το βεβιασμένο αντίθετο,
η “ποίηση” που δεν υπήρξε


ποτέ
ΣΑΝ ΣΚΛΗΡΟ ΜΑΞΙΛΑΡΙ
Θα περάσει,μου είπαν,κι αυτό θα περάσει-το ξέρω,τους απάντησα,ξόδεψα πάνω απ'τα τρία τέταρτα των χρόνων που μου δόθηκαν, κι οι καθρέφτες,στο βάθος των φωτισμένων παραθύρων, παρέμειναν δίχως είδωλο και οι προσευχές μου είναι ακόμη διπλωμένες, σαν σκληρό μαξιλάρι.




ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ ΤΡΙΖΟΝΙΑ
 Κάποια απογεύματα, στα λυμφατικά,πλέον, νυχτολούλουδα
 των πεζοδρομίων
 ακούς αδύναμους γρύλους
 να υπόσχονται το επόμενο καλοκαίρι
 "θα'ρθει"λεν "είμαστε τα αβγά του,
  θα ξαναρθεί,όταν εσύ θα'σαι ανέτοιμος να το υποδεχτείς
  όπως του πρέπει,
  επειδή θα σ'έχουνε κουράσει οι λαβύρινθοι του χειμώνα
  ή επειδή,σ'ένα χαώδες επέκεινα θα έχεις μετοικίσει".

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

ΣΑΝ  ΚΕΡΜΑ ΑΠΟ ΤΡΥΠΙΑ ΤΣΕΠΗ
Τα βράδια, ο γέρο Μπούκης ο τυφλός, περπατούσε το μοναδικό
χωματόδρομο,τραγουδώντας,με μια φωνή καστράτου
δημοτικά τραγούδια,
όταν έφυγε, μας άφησε τη φωνή του και μιαν ελιά που είχε ως όριο,
την ακουμπούσε και,μετρώντας τα βήματα,
γύριζε πίσω,στην αυλόθυρά του,
τον ακούγαμε τις νύχτες,
τα σπίτια πλήθαιναν στο μεταξύ,εμφανίστηκαν
καναδυό αυτοκίνητα,χαράχτηκαν νέοι δρόμοι,ασφαλτοστρώθηκε
ο παλιός χωματόδρομος,πάροδος 220 κι αργότερα "Καλτεζών"
η ελιά και τα τραγούδια έμειναν.
Ώσπου, κάποιο πρωί, ένας στραβόγνωμος συνταξιούχος,πήρε πριόνι
κι έκοψε το δέντρο,οι θρούμπες του λέρωναν τ'αυτοκίνητο.

Τότε χάθηκαν και τα "σαράντα παλληκάρια" κι ο "αϊτός"
και "η Σαμαρίνα"και η "ιτιά",

και μεις, ξαφνικά, χάσαμε τη νεότητά μας,
σαν κέρμα από τρύπια τσέπη.


ΚΟΣΜΕΙ ΦΘΑΡΜΕΝΑ ΕΞΩΦΥΛΛΑ
Κι όταν γράφουμε φαίνεται λιγότερο θλιμμένο το φεγγάρι
και τα παιδιά μαλώνουν τους φανοστάτες και τα μπαλόνια τους,
οι τρελοί περπατούν στο στερέωμα με την άνεση των πουλιών,
παρουσιάζεται κι ένας θαυματοποιός που καταπίνει τον εαυτό του.
Απομένουν όμως τα σκοτεινά φυλλώματα των δέντρων,οι καρποί πλάι
στους φαύνους-μ'αυτά συνεχίζουμε-με τη θάλασσα και τους φάρους
μ'ένα νυχτερινό αδέσποτο τραγούδι, παλαιές αγωνίες, απ'τον καιρό
του πρίγκηπα της Δανιμαρκίας, διλήμματα,να συνεχίσουμε ή όχι
ν' αφεθούμε στην παλαιότητα,δε βαριέσαι, τί θα χαθεί,η Κλίμαξ
κοσμεί φθαρμένα εξώφυλλα.



Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΑ ΒΗΜΑ
Η γιαγιά Χρυσάνθη σπάνια μου παρουσιάζεται καθ'ύπνους,
με τη ρόκα της λευκή, σαν τα μαλλιά της, πετάει ένα "Γιάννη,
ουδέν γλυκύτερον της μητρός", περνάει απ' τ'ανοιχτό παράθυρο
και χάνεται στη νύχτα,περιττό να σας πω ότι σεις τη βλέπετε σα γαλαξία,
μυρίζει πάντα χειμωνανθό,α, που'ναι η παρηγοριά της, τα χιόνια και τα
νυχτέρια κι η γιαγιά να γνωρίζει απέξω τον Μεγάλο Κανόνα του Αγίου
Ανδρέου του Κρητός,με την εισαγωγή "ελέησόν με,ο Θεός,ελέησόν με",
τα τελευταία χρόνια,μετά το θάνατο του παππού,κοιμόταν πλάι
στην Αποκρίτσα, μια κατσικούλα που άκαιρα αντιφωνούσε στα τροπάρια
και στην Αθήνα αργότερα, στο λόφο του Στρέφη καμάρωνε "είμαι απ'την
ωραία Πορταριά,με τα φιρίκια",ναι τη βλέπετε σαν τον γαλαξία,
έχει κουβαλήσει όλες τις παγωνιές στο ροδάνι,ένα βράδυ μας ξύπνησε,
"έξω χιονίζει μανέστρα",τότε ο χειμωνανθός μεταμορφώθηκε σ' ασφοδίλι
κι είπαμε "ένα βήμα είναι η Νέκυια,ένα βήμα από δω".

ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΡΕΜΠΩ
Κι η ποίηση θα περάσει,όπως μια ίλη ιππικού
και θα βγούμε απ'τη σκόνη της γυμνοί και σώοι
κι ύστερα θα ψάξουμε για τον Αρθούρο Ρεμπώ
να του ζητήσουμε τις τρέχουσες τιμές των διαμαντιών-
θα μας δείξει βέβαια ένα τρύπιο καπέλο,"ανάποδα πηγαίνατε"
θα μας πει,"τα νιάτα προσφέρονται για την ποίηση,
τώρα είναι πολύ αργά και για το εμπόριο,βλέπετε
αυτά τα σκαλάκια,υπάρχει θέση και για σας"
κι ύστερα θα πηδήξει ψηλά,προς τα αραιά σύννεφα
που σαν καράβια μεθυσμένα ταξιδεύουν.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΡΑΒΩΜΑ
Στα ορεινά, τα παιδιά παίζουν το "καράβωμα",απλώς αφήνουν
μια φλούδα δέντρου ή ένα χάρτινο καραβάκι, ένα που βρήκανε
κουτί από σέρτικα καλαμών ή,τελωσπάντων, ένα ιπποκάστανο
να ταξιδεύει στα νερά του αυλακιού,το λένε ποταμόπλοιο,
να γιατί
ισχυρίζομαι ότι τα μεγάλα όνειρα χωρούν σε άδεια κασκέτα
και τα γρανάζια των αρχαίων μας σοφών (χαίρε, των
Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα), είναι φτιαγμένα από αέρα
κι οι φίλοι έφυγαν μ'ένα ανύπαρκτο πρόβλημα στην παλάμη
να γιατί
σας συμβουλεύω να ,κατεβαίνοντας τις λεωφόρους, ζητάτε
πάντα ένα "γύρο με γιασεμί" και καθώς το βράδυ βαραίνει,θα
γυρίζουν πάντα όσοι χάθηκαν, μόνο που θα έχουν το σχήμα των
αστερισμών.




Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΚΡΥΟ ΝΕΡΟ
Ένα αστέρι κρατώ ψηλά για τα παιδιά που χάθηκαν στο δάσος,
ένα χαμόγελο κρεμώ στο πρόσωπο για τους απελπισμένους,
για τους μοναχικούς ένα χελιδόνι συντροφιά,
για τους γυμνούς ένα χιτώνα-
ένα ποτήρι κρύο νερό για το Χριστό.

ΝΕΙΡΗΜΑΤΑ ΛΟΥΪΟΥ ΝΤΟΥ ΛΟΥΪΟΥ
Το Κατίγκω που έβλεπε "νειρήματα λουϊού ντου λουϊού",
εξακολουθεί να ζει στον εκατοστό πεντηκοστό χρόνο
της αιωνιότητάς της, βλέπει τα νυχτέρια με τους γείτονες,
το κατσαμάκι,βραστό καλαμποκάλευρο με μέλι,και τα, καθαρισμένα
από τα σάπια μέρη τους,φιρίκια,τραγουδάει φάλτσα τον Εντουάρντο
Μπιάνκο και λάθος τον έλληνα διασκευαστή,
"όμορφη Ματίνα",ακούει τους βόμβους των γερμανικών στούκας,
τον εντεταλμένο να φωνάζει για τη συσκότιση, πεινάει στα όνειρά της,
ενώ ο άντρας της, ο μπαρμπα Τσικλάνης, διαβάζει την Αγία Γραφή
κι ένα διαλυμένο κίτρινο βιβλίο,το "περί των ακουσίων θλίψεων",
του οσίου Μάρκου του ασκητού
και ορίζει αυτός την ημερομηνία της αποδημίας του-
τίποτε δε βλέπω,ένα ερείπιο στην άκρη της αυλής με την αγράμπελη-
στήνει μια τρύπια κουρελού,προσεύχεται προς την Ανατολή
και κλείνει τα μάτια,θέλετε γλωσσάρι, το "νειρήματα κτλ"
σημαίνει "όνειρα λογής,λογής"








Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

ΠΛΑΪ ΣΤΟ ΜΟΝΟΣΤΗΛΟ ΠΟΥ ΥΠΗΡΞΑΜΕ
Τί θ'απομείνει από μας,ποιος θα'ναι ο καπνός και ποια
η στάχτη μας;
Ενώ θα φεύγουμε, θα πετούν κορυδαλλοί,
ένα παράφωνο τραγούδι θα στροβιλίζεται
και τα σπίτια, που στέγασαν τα όνειρά μας, θ'αντιστέκονται,
σίγουρα ένα κρύο φεγγάρι,τα άτεχνά μας ποιήματα,ποτέ
δεν αναπαυτήκαμε σε βεβαιότητες, όλο ρωτούσαμε "γιατί"
και "πότε",κυνηγούσαμε τη νυχτερινή θάλασσα,αυτή θα μείνει,
οι παύσεις,ίσως ακούγονται οι τελευταίες φωνές των παιδιών,
μια φυσαρμόνικα,ποιος θα γράφει ότι η ζωή του είναι αφόρητη;
Κι εμείς τι θα βάλουμε στις βαλίτσες μας,ποια παραμύθια,
τα απανωτά βαριά τσιγάρα,
εκείνες οι μοναδικές απόπειρες να γίνουμε
άστρα,
τί θα δημοσιεύουν την επομένη οι εφημερίδες,
πλάι
στο μονόστηλο που υπήρξαμε για μια ολόκληρη ζωή;

ΠΟΥ ΚΑΘΥΣΤΕΡΕΙ
Τριζόνια σκαρφαλώνανε στα χέρια, στα μαλλιά μας
κι ένα λεπίδι φεγγαριού άναβε-φρυκτωρία-στην κορφή.
Το μέγα μήνυμα δεν κουβαλούσε (ένα από τα ποιήματά μας
άναβε,απλώς, αισθαντικά) κι είχε η απαρασάλευτή του αφή
κάτι από τη νομοτέλεια του επερχομένου που καθυστερεί.

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

ΜΑΚΡΙΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Είναι φορές που δίνω στ' αστέρια τα ονόματα όσων έφυγαν-
"δε μπορεί" λέω, "όσοι βγάζουν φτερά,πετούν",
ο πατέρας,αίφνης,
είναι  κομήτης , σε αιώνιες τροχιές,γυρίζει τα βράδια,
περνάει με το χέρι του, κάτω απ'το μαξιλάρι,
ένα εικόνισμα της Παναγιάς.
Τα κορίτσια μιας νιότης που χάθηκε, παίρνουν τα πιο παράδοξα
προσωνύμια,
Βερενίκη, να πούμε,Αλκυόνη,Πλειόνη,Ταϋγέτη,
ό,τι περισσεύει απ'τον ουρανό,
ονομάζει τους λυπημένους των δρόμων,
δέντρα, ανεπίστρεπτα χαμένα βλέμματα,
τις κούκλες στις βιτρίνες,τα ελάχιστά μου ταξίδια,
τις λυπημένες άδειες καρέκλες, το νυχτερινό φλοίσβο.
Τα υπόλοιπα είναι μακρινά τραγούδια,μ'ακατανόητους στίχους.

ΚΑΙ ΞΕΧΝΑΣ Τ 'ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ
Tίποτε δεν βαραίνει περισσότερο από την ελαφρότητα
με την οποία αντιμετωπίζουμε πράγματα σοβαρά,
όπως το σκόρπιο,στη θάλασσα,φεγγάρι
που ζωντανεύει αρχαία καλοκαίρια
ή όσους μας επισκέπτονται τις νύχτες, με την Άρκτο πιασμένη
στα δόντια, σαν ένα κλαδάκι γιασεμιού,
και τον χρόνο,όσος μας απομένει, στο σταμνί:
Το ακουμπούν στα χείλη μας,
πιστεύοντας
ότι θα μας ξεδιψάσουν.
Τίποτε δε βαραίνει περισσότερο από την "Καλημέρα" ενός
καθρέφτη, όταν μας επιστρέφει τη ζωή που ξοδέψαμε
αλλοιωμένη (ο καιρός μένει αδυσώπητος σαν κλαγγή όπλου)
μα εμείς δεν το καταλαβαίνουμε
γιατί πάντα, η ελπίδα είναι η γιγάντια φασολιά
που σ'ανεβάζει στους αιθέρες
και ξεχνάς τ'όνομά σου και θέλεις να σε προσφωνούν
Εκλαμπρότατε.


Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

ΚΟΥΔΟΥΝΙΣΤΡΑ
Κι αν η σκηνογραφία είναι άψογη,
δεξιά το σεράι,αριστερά η καλύβα,
οφείλουμε να προξενέψουμε στο ποίημα
όχι μια δράση,αυτή υφίσταται, με τους διαλόγους,
αλλά μια ψυχή-αυτό που ονόμαζεν ο Αλεξανδρινός
"ποιητικήν ιδέα"-
διαφορετικά, η λειτουργία του
καταλήγει κουδουνίστρα, στα χέρια των νηπίων.